Νικόλαος Πολίτης: Παραδόσεις του ελληνικού λαού για τα ζώα*
ΗΜΕΡΕΣ ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩ. Οι καλές ημέρες που κάνει στα μέσα του Γενάρη λέγονται ημέρες των πουλιών. Γιατί τα γλαρόνια, που χτίζουν τότε τις φωλιές των, παρακάλεσαν το Θεό να τους χαρίσει δυο τρεις καλές ημέρες, για να μη χαλάει η τρικυμία τις φωλιές των και να ημπορούν να ξεκλωσιάζουν τα αυγά των. Ο Θεός τα άκουσε, και για τούτο εις την καρδιά του χειμώνα κάνει τρεις ημέρες καλοκαιρινές. (ΠΑΤΜΟΣ)
ΤΑ ΔΕΛΦΙΝΙΑ. Τον παλαιόν καιρό, όταν πινιγόταν κανένα καράβι ή έπεφτε κανείς άνθρωπος στη θάλασσα, τα δελφίνια τον έπαιρναν στη ράχη τους και τον έβγαναν στην ακρογιαλιά. Και ο άνθρωπος έδινε μια σπρωχτιά στο δελφίνι και το ‘ριχνε πάλι στη θάλασσα. Συνέβη όμως μια φορά να πεθάνει ο άνθρωπος που τον είχε το δελφίνι στη ράχη του, και έτσι να μην μπορέσει να το σπρώξει· και το δελφίνι πέθανε. Από τότε και τ’ άλλα δελφίνια δεν γλιτώνουν πλέον τους ανθρώπους. (ΜΕΣΣΗΝΙΑ)
Ο ΚΑΛΟΓΙΑΝΝΟΣ. Βασιλιάς των πουλιών είν’ ο Καλογιάννος, γιατί μια φορά εζητούσαν τα πουλιά βασιλιά, και ο Θεός τους είπε να γίνει εκείνος που θα πετάξει ψηλότερα. Τα πουλιά δεν ήθελαν, γιατί ήξευραν πως θα γίνει ο αετός· μόνον ο Καλογιάννος επέμενε. Παραδέχτηκαν λοιπόν τα πουλιά. Πετάει ο αετός, και άμα επέρασε όλα τα πουλιά στο ύψος και φτάσε ως εκεί που δεν ημπορούσε να πετάξει πλέον ψηλότερα, εφώναξε: «Ποιος μπορεί να πετάξει ψηλότερα από μένα;» Ο Καλογιάννος, που είχε κρυφτεί στη ράχη του αϊτού, ανατινάχτη ολίγο και εφώναξε: «Εγώ!» Και έτσι έγινε βασιλιάς. (ΑΓΡΙΝΙΟΝ ΤΗΣ ΤΡΙΧΩΝΙΑΣ)
Η ΧΕΛΙΔΟΝΑ. Ένα παλικάρι αγαπούσε μια νέα που δεν έδινε καμία προσοχή σ’ αυτόν. Για να την πάρει λοιπόν, τι κάνει; Άλλαξε τα ρούχα του και πουλούσε στους δρόμους μήλα. Ήλθε κι από κάτω από το σπίτι της αγαπητικιάς του και φώναζε: «Μήλα, μήλα καλά!» Εκείνη δεν τον γνώρισε και τον ρωτά: «Πόσο τα δίνεις τα μήλα;» «Όλα, κυρά μου, τα δίνω για ένα σοινίκι κεχρί» λέει αυτός. «Καλά, έλα να τ’ αγοράσομε μεις» του λέει η νέα. Μπήκε αυτός, πήρε το σοινίκι, έδωσε τα μήλα. Αλλά κει που έκανε ν’ αδειάσει το κεχρί, το έχυσε επιταυτού καταγής, κι εκάθισε ύστερα να το μαζέψει στο σάκο του σπειρί σπειρί. Η νέα είδε αυτήν την ανοησία του νέου κι εγέλασε, και του είπε πως δεν γίνεται αυτό, να μαζέψει έτσι το κεχρί, και να του δώσουν άλλο σοινίκι. Εκείνος όμως δε εδέχτηκε, και είπε πως δεν μπορεί να κάμει αλλιώς, έτσι θα το μαζέψει. Κι εμάζωνε όσο που ενύχτωσε. Τότε παρακάλεσε να τον αφήσουν να μείνει τη νύχτα στο σπίτι για να τελειώσει τη δουλειά του. Εκείνοι δεν υποπτεύθηκαν τίποτα, και γι’ αυτό δεν εδυσκολεύθηκαν να τον αφήσουν, τον ελεεινολογούσαν μόνο για την επιμονή του την ανόητη.
Όταν πήγαν όλοι να πλαγιάσουν, ο νέος παρατήρησε καλά πού θα κοιμηθεί η αγαπητικιά του, και τα μεσάνυχτα μπήκε στην κάμερή της, την άρπαξε, και έφυγε χωρίς να τον καταλάβει κανείς, ούτε η ίδια η νέα, γιατί εκοιμότουνε βαθιά. Σαν ξημέρωσε, τότε μόνο κατάλαβε πως δεν ήταν στο πατρικό της σπίτι αλλά σε ξένο, κοντά στο νέο εκείνο που την αγαπούσε χωρίς αυτή να τον αγαπά. Αμέσως εννόησε την παγίδα που της έστησε, και αποφάσισε να μην τον αφήσει να του περάσει ο σκοπός του. Αποφάσισε λοιπόν να μη βγάλει μιλιά. Έκαμε εκείνος χίλια δυο για να βγάλει ένα λόγο από το στόμα της, αλλά εστάθη αδύνατο: εκείνη έμενε σα βουβή.
Έτσι επέρασε πολύς καιρός. Και αφού είδε ο νέος πως του κάκου εβασανίζετο, αποφάσισε να παντρευτεί άλλη, που να μιλεί τουλάχιστο. Εκεί που εγίνετο το στεφάνωμα, ήταν εμπρός και η νέα, και από τη λύπη της την πολλή, ξεσυνοϊσμένη, δεν κατάλαβε πως η λαμπάδα που κρατούσε στα χέρια εκάη τόσο, που παρ’ ολίγο να κάψει και τα δάχτυλά της. Η νύφη, σαν είδε αυτό, δεν εκρατήθη, και ανάσυρε το νύφιασμά της και της εφώναξε:
Άι, καημένη! Αν είσαι β’βή και βώκου, δεν είσαι και τυφλή τυφλώκου.
Η νέα, που έως τότε εκαμώνετο, επειράχθη πολύ και γυρίζει και λέει της νύφης: «Τρία χρόνια υπόφερα εγώ χωρίς να βγάλω μιλιά, και συ μια στιγμή δεν μπόρεσες να υποφέρεις χωρίς να μιλήσεις;» Ν’ ακούσει ο νέος την αγαπημένη του να μιλεί, εχύθη απάνου της να την πιάσει. Την άρπαξε από τις πλεξίδες, αλλ’ εκείνη γένηκε χελιδόνι και οι πλεξίδες έμειναν στα χέρια του αγαπητικού της. Μόνον δυο της απόμειναν, και αυτές είναι η ψαλιδωτή ορά του χελιδονιού.
(ΣΤΕΝΗΜΑΧΟΣ ΤΗΣ ΘΡΑΚΗΣ)
Ο ΓΚΙΩΝΗΣ. Ήτανε μια φορά δυο αδέρφια, και ο ένας απ’ αυτούς ήταν δραγάτης στ’ αμπέλια. Ο άλλος, που τον ελέγαν Αντώνη, του είπε μια φορά: «Απόψε θα ‘ρθώ και θα σου κλέψω σταφύλια». Κι εκείνος του είπε: «Έρχεσαι, μα σε ντουφεκίζω!» Το βράδυ, πήγε πραγματικώς ο Αντώνης και δοκίμασε να κλέψει σταφύλια. Ο αδερφός του του ‘ριξε μια στον αέρα για να τον φοβίσει, όμως χωρίς να θέλει τον πέτυχε, και όταν εζύγωσε κοντά, τον βρήκε σκοτωμένο.
Τότε, από τον πόνο του, παρακάλεσε το Θεό να τον κάμει πουλί, για να κλαίει παντοτινά τον αδερφό του. Ο Θεός τον άκουσε και τον έκαμε γκιώνη. Από τότε κλαίει τον αδερφό του τον Αντώνη, και τον φωνάζει αδιάκοπα: «Ντων! Ντων!» και δεν παύει, όσο που να στάξει από τη μύτη του αίμα. Τούτο είναι σημάδι πως ο αδερφός του παίρνει το αίμα του πίσω, και έτσι ησυχάζει. (ΑΡΑΧΟΒΑ ΤΗΣ ΛΕΒΑΔΕΙΑΣ)
Η ΔΕΚΟΧΤΟΥΡΑ. Ήταν ένα αρφανό κορίτσι και είχε κακή μητριά. Μια φορά που εζύμωσαν, την έστειλε να πάει το ψωμί στο φούρνο. Ήταν δεκοχτώ καρβέλια. Όταν εψήθησαν και τα ‘φερε το κορίτσι από το φούρνο, η μητριά της την αδικόβαλε πως έφαγε ένα καρβέλι, γιατί ήσαν δεκαννιά και έφερε δεκοχτώ. Το καημένο το κορίτσι έλεγε πως δεκοχτώ ήσαν τα ψωμιά, εκείνη η σκύλα τίποτα, και της έκανε χίλια δυο μαρτύρια για το καρβέλι που έχασε τάχατες. Από το μεγάλο της κακό, παρακαλέστηκε το κορίτσι στο Θεό να τη γλιτώσει, και ο Θεός την έκαμε δεκοχτούρα. Γι’ αυτό κράζει πάντα «Δεκοχτώ!» – τάχα πως τα ψωμιά ήσαν δεκοχτώ κι όχι δεκαννιά.
Έτσι η πεθερά της εθύμωσε και την καταράσθη, και έγινε πουλί πετούμενο και φωνάζει ώς τα σήμερα: «Δεκοχτώ, δεκοχτώ, δεκοχτώ!» Εξαιτίας τούτου τη λένε και δεκοχτούρα. (ΚΟΡΙΝΘΙΑ)
Ο ΓΚΙΩΝΗΣ. Ήτανε μια φορά δυο αδέρφια, και ο ένας απ’ αυτούς ήταν δραγάτης στ’ αμπέλια. Ο άλλος, που τον ελέγαν Αντώνη, του είπε μια φορά: «Απόψε θα ‘ρθώ και θα σου κλέψω σταφύλια». Κι εκείνος του είπε: «Έρχεσαι, μα σε ντουφεκίζω!» Το βράδυ, πήγε πραγματικώς ο Αντώνης και δοκίμασε να κλέψει σταφύλια. Ο αδερφός του του ‘ριξε μια στον αέρα για να τον φοβίσει, όμως χωρίς να θέλει τον πέτυχε, και όταν εζύγωσε κοντά, τον βρήκε σκοτωμένο.
Τότε, από τον πόνο του, παρακάλεσε το Θεό να τον κάμει πουλί, για να κλαίει παντοτινά τον αδερφό του. Ο Θεός τον άκουσε και τον έκαμε γκιώνη. Από τότε κλαίει τον αδερφό του τον Αντώνη, και τον φωνάζει αδιάκοπα: «Ντων! Ντων!» και δεν παύει, όσο που να στάξει από τη μύτη του αίμα. Τούτο είναι σημάδι πως ο αδερφός του παίρνει το αίμα του πίσω, και έτσι ησυχάζει. (ΑΡΑΧΟΒΑ ΤΗΣ ΛΕΒΑΔΕΙΑΣ)
Η ΜΕΛΙΣΣΑ ΚΑΙ Η ΣΦΗΚΑ. Η μελίσσα και η σφήκα ήσαν αδερφάδες γκαρδιακές και όμοιες στα πάντα. Όταν αρρώστησε κάποτ’ η μάνα τους βαριά, τις επροσκάλεσε να πάνε να την ιδούνε, και να της πάνε και τίποτα στυλωτικό. Η δόλια μελίσσα έτρεξε ντούρμα με προθυμία, κι επήγε και την επεριποιήθη με το παραπάνω και την ευχαρίστησε. Η σφήκα όμως ήβρε χίλιες πρόφασες και αιτίες, τάχα πως δεν εμπόρηγε και κείνη, δεν άδειαζε, κι άλλα χίλια δύο ψέματα, και ούτε επήγε διόλου, ούτε για τα μάτια του κόσμου, που λένε, να ιδεί την κατακαημένη μάνα οπ’ εδερνότανε με το Χάρο. Κράζει πάλε τη μελίσσα η μάνα της, σαν εκόντευε να πεθάνει, και την ευχήθηκε με ούλη της την καρδιά, να ‘ναι γλυκιασμένη σ’ ούλη της τη ζωή. Και γι’ αυτό η μελίσσα μαζώνει και φτιάνει το μέλι, και θρέφεται με τούτο. Και τη σφήκα την εκαταράθηκε ξεσκούφωτη, να ‘ναι πάντοτε πικραμένη, πεινασμένη κι αγλύκιαστη, και χαΐρι και προκοπή να μην ιδεί ποτέ της. Και για τούτο οι σφήκες ούτε μέλι κάνουν σαν τις μελίσσες, ούτε στασιό πουθενά έχουν. (ΓΟΡΤΥΝΙΑ)
*Επιλογή από εδώ: Νικόλαος Πολίτης, Παραδόσεις του ελληνικού λαού, εκδόσεις γράμματα, Αθήνα 1994