Της Ειρήνης Σταυριανού
Ο χρόνος είναι ο καλύτερος συγγραφέας, γράφε κάθε ανθρώπου την ιστορία του.
Είναι πραγματικά συγκλονιστικό πώς ένα μέρος, μια περιοχή, ένας τόπος μπορεί να αλλάξει τη ζωή σου. Βρέθηκα στο Τυχερό Έβρου, εκεί όπου πήρα και έδωσα μεστή αγάπη. Είχα την τύχη να συναντήσω σπουδαίους και αυθεντικούς ανθρώπους, με πλούσια συναισθήματα. Αυτοί οι άνθρωποι μου άνοιξαν την καρδιά τους και μου εμπιστεύτηκαν την ιστορία τους. Εγώ με τη σειρά μου, σας την παρουσιάζω με πολλή χαρά.
Ένας ξυλοκόπος με ευαισθησίες
Καθισμένος δίπλα στο τζάκι και κοιτάζοντας τις φλόγες να αναδύονται μέσα από αυτό, ο κύριος Γιώργος Λιότσης αφηγείται τη δική του ιστορία ζωής. Μεγαλωμένος σε αγροτική οικογένεια, το δεύτερο παιδί και το πιο ζωηρό από τα τέσσερα αγόρια, βγήκε στο μεροκάματο από 16 χρονών, δίπλα στο θείο του που ήταν ξυλουργός. Βλέποντας τον θείο του να κατασκευάζει κάρα και διάφορα αγροτικά εργαλεία από ξύλο, το μεράκι του για τη ξυλουργική όλο και μεγάλωνε. Κάθε πρωί ανέβαινε στο βουνό πλάι στο θείο του, με τα βόδια και το ζυγό, γεμίζοντας τα κάρα με κορμούς δέντρων μήκους 4-5 μέτρων. Εκτός απ’ αυτό, με τα κάρα φόρτωνε και μετέφερε σακιά 100 οκάδων με καλαμπόκι και φασόλια, τα οποία την εποχή εκείνη καλλιεργούσαν στο Τυχερό. Επιπλέον στο σπίτι, βοηθούσε και τη μητέρα του στον αργαλειό, φτιάχνοντας μασούρια με το ροδάνι. Το 1964 αποφασίζει, ύστερα από την παρότρυνση του αδερφού του Γρηγόρη, να μεταναστεύσει στη Γερμανία, ως εργάτης στην κατασκευή σιδηροδρομικών γραμμών. Η παραμονή του εκεί διήρκεσε 9 μήνες, αφού τον περίμενε στην Ελλάδα η γυναίκα του και τα παιδιά του. Με τα χρήματα που μάζεψε αγόρασε την «κορδέλα», τη μηχανή με τον τροχό που έκοβε ξύλα.
Από το 1965, συνέταιροι μαζί με τον αδερφό του Γρηγόρη και για 30 χρόνια, έκοβαν καυσόξυλα για τα νοικοκυριά στο Τυχερό αλλά και στα χωριά Λευκίμη, Ταύρη και Θυμαριά. Ξύλα που έφερναν από το δάσος της Δαδιάς, το Σουφλί και την Αλεξανδρούπολη. Κοιτώντας τα χέρια του κανείς αναρωτιέται πόσα εκατομμύρια τόνους ξύλα έχει κόψει, αφού για 30 χρόνια έκοβε 30 τόνους καυσόξυλα ημερησίως. «Βαριά δουλειά, δύσκολα χρόνια», μονολογεί. Τα χρόνια όμως αυτά πέρασαν και τώρα πλέον τις ξυλόσομπες και τα τζάκια αντικατέστησαν οι σόμπες πετρελαίου και τα καλοριφέρ. «Τα τζάκια στα σπίτια είναι πια “διακοσμητικά», εξομολογείται, το δικό του τζάκι είναι “επαγγελματικό”, είναι από τους ελάχιστους κατοίκους που χρησιμοποιεί το χειμώνα σαν βασικό καύσιμο θέρμανσης, το ξύλο. Ο κύριος Γιώργος, 77 χρονών σήμερα, εάν και έχει δουλέψει πολύ σκληρά, είναι γεμάτος ζωή και ενέργεια. Ασχολείται με τα κτήματά του και ως πολυτεχνίτης του αρέσει να διακοσμεί με διάφορες δημιουργίες το σπίτι του. Ένα μεγάλο μέρος της ενέργειάς του την παίρνει από τα πανέμορφα λουλούδια του, μια από τις μεγάλες του αδυναμίες. Πελαργάκια, χωνάκια, ιβίσκοι και πολλά άλλα είδη λουλουδιών στη αυλή του. Αγαπημένο του λουλούδι; To τριαντάφυλλo. Τον ικανοποιεί να τα φροντίζει, του αρέσει να τους μιλάει, ίσως και το μυστικό του για να διατηρούνται τόσο όμορφα. Ο κύριος Γιώργος επί χρόνια ζέσταινε τους κατοίκους του Τυχερού με τα ξύλα του, συνεχίζει και σήμερα να ζεσταίνει τη καρδιά και την ψυχή μας με τα όμορφα λουλούδια του. Το δίδαγμα από τη γνωριμία μου με τον κύριο Γιώργο είναι, όταν έχεις την πείρα και το μεράκι τότε φτιάχνεις αριστουργήματα, σαν την παραδεισένια του αυλή.
* Στις φωτογραφίες τα λουλούδια του κυρίου Γιώργου Λιότση.
Photos: Ειρήνη Σταυριανού