Είναι η τρίτη φορά που η συγκεκριμένη ψηφοφορία πραγματοποιήθηκε σε αυτόνομη και μεταγενέστερη διαδικασία από αυτή της ανάδειξης των Βραβείων Ίρις, περιλαμβάνοντας και ταινίες που δεν συμμετείχαν στα Βραβεία Ίρις 2023 αλλά πληρούσαν την περίοδο επιλεξιμότητας της Αμερικάνικης Ακαδημίας Κινηματογράφου. Να σημειωθεί πως παρόμοια διαδικασία ακολουθείται από τις Ακαδημίες της Βρετανίας (BAFTA) και της Ισπανίας (GOYA).
Η ταινία «Πίσω από τις Θημωνιές» απέσπασε τα Βραβεία Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας, Σεναρίου, Πρωτοεμφανιζόμενου Σκηνοθέτη, Α’ Ανδρικού Ρόλου, Β’ Γυναικείου και Β’ Ανδρικού Ρόλου, Φωτογραφίας, Μοντάζ και Ήχου, στην Τελετή Απονομής των Βραβείων Ίρις 2023 που πραγματοποιήθηκε στις 27 Ιουνίου, στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση.
H ταινία έχει πρωτοποριακή σεναριακή δόμηση σε τρεις άξονες αφηγηματικούς που αλληλοσυμπληρώνονται χωρίς περιττές επαναλήψεις, υποδειγματικό μοντάζ, ευαίσθητο χειρισμό των πλάνων και εξαιρετικές λήψεις, ηχοληψία και φωτισμούς. Θεωρείται μία από τις καλύτερες ελληνικές ταινίες των τελευταίων χρόνων.
«Ένα βράδυ βγήκε ο χάρος για να βρει βιολιά, για να βγει να τραγουδήσει στη φτωχολογιά, φάτε πιέτε και γλεντάτε όλοι βρε παιδιά, όποιος πάει στον Κάτω Κόσμο δεν ξαναγυρνά». Οι άντρες χορεύουν τον χορό της επιβίωσης, οι μωμόγεροι χορεύουν ντυμένοι νυφούλες και σπρώχνονται καβγαδίζοντας, οι γυναίκες τραγουδούν στην πλατεία του χωριού, οι κουτσομπόλες κρίνουν, τα νέα παιδιά αναλώνονται σπάζοντας πιάτα σε ένα επαρχιακό σκυλάδικο. Το όλο σκοτεινό σκηνικό της λίμνης Δοϊράνης, μια πόλη/μυθοπλασία σε συναρπαστική γειτνίαση προς τα σύνορα μιας Ευρώπης που μετασχηματίζεται ραγδαία. Σπάνια το νεοελληνικό σινεμά συστεγάζει τα διδάγματα του νεορεαλισμού, του ποιητικού κινηματογράφου και της ανθρωπολογικής παρατήρησης, αποφεύγοντας την αφελή ηθογραφία. Και πράγματι ένα καλό σενάριο, όπως αυτό του «Πίσω από τις θημωνιές» της Ασημίνας Προέδρου, διεξέρχεται όλη την γκάμα του ψυχογραφήματος της κοινωνικής παθογένειας.
Την ψυχική ερήμωση των ανθρώπων, στη γειτνίαση με την άγρια φυσική ομορφιά στο γύρισμα του χειμώνα και την ξεχειλισμένη λίμνη, που δίνει υπερβατική αίσθηση και παραπέμπει στον Αχέροντα. Η ταινία μελετά σε ποιον βαθμό ο Νεοέλληνας, ιδιαίτερα στον επαρχιακό κοινωνικό ιστό, αναγκάζεται να συμβιβαστεί με τους ισχυρούς και να αναπαραγάγει την ηθική σήψη, είτε αυτό αφορά την επιδίωξη του κέρδους, είτε αφορά τη διαφυγή από τη λαβίδα του νόμου (βλ. τη δραστική παρέμβαση του «αίματος» –του αδερφού– στον νέο πυρήνα οικογενείας της αδερφής του, υπό τον ρόλο του «ισχυρού» που συγκεκαλυμμένα ασκεί την απειλητική του επιρροή σε όλον τον κοινωνικό ιστό).
Το πόσο ανελεύθερη είναι η ανθρώπινη συνείδηση στην προσπάθεια του ατόμου να ενταχθεί στις αυστηρές νόρμες του περιβάλλοντός του, πόσο ένοχη είναι η ατομική συμβολή στην όξυνση του προβλήματος επιβίωσης των μεταναστών και πώς οι προκαταλήψεις και η ψευδοηθική της εκκλησίας συντείνουν σε αυτήν (βλ. την οπτική του αγρότη και ψαρά πατέρα, που διακινεί μετανάστες για 1.000 ευρώ το κεφάλι, θάβοντάς τους σαν απρόθυμος ψυχοπομπός στο σκοτάδι της λίμνης, ή την άρνηση του «φιλάνθρωπου» ιερέα να ανοίξει τις πόρτες του Οίκου του Θεού για να φιλοξενήσει μέσα στον χειμώνα γυναικόπαιδα που κοιμούνται στο ύπαιθρο).
Το πώς το ατομικό αξιακό σύστημα εμπλέκεται σε όλες τις πτυχές της επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής, στο ψάρεμα και στις αγροτικές εργασίες, στην ανατροφή των παιδιών και στη διαφύλαξη του οικογενειακού ασύλου: ένας όρκος (ομερτά) που παρερμηνεύεται ως ψυχικός δεσμός αλληλοϋποστήριξης των «δικών μας» ανθρώπων μπορεί κάλλιστα να υποκινείται από τα συντηρητικά ήθη και να κρίνεται διαρκώς από το άγρυπνο, αδιάκριτο μάτι της κλειστής θρησκόληπτης κοινότητας (βλ. τη σκηνή όπου οι χωριανοί επιχειρούν να πείσουν τα παιδιά με παραμύθια, πως οι πνιγμένοι πρόσφυγες στη λίμνη ήταν αποκύημα της φαντασίας τους).
Την πατριαρχική βία που είναι σύμφυτη με την απαίτηση υποταγής, ιδιαίτερα των κοριτσιών, τη χειροδικία και όλη την κλιμάκωση της βίας του πατέρα ως παραδεδεγμένης συνθήκης. Την αισθητική και την ηθική του χαμαιτυπείου, τον αλκοολισμό και τη θολή σχέση του με την κακώς εννοούμενη αρρενωπότητα και την αναχρονιστική διαφύλαξη της παρθενίας: αυτά, σε συνδυασμό με το πώς βιώνει τις ενοχές του κάθε μέλος της «αγίας» ελληνικής οικογένειας. Επίσης, σε συνδυασμό με τη χαμηλού επιπέδου (μουσική και ευρύτερη) κουλτούρα που χαρακτηρίζει τις διεξόδους τις νεολαίας (βλ. την καριέρα που ονειρεύεται η κόρη στο «σκυλάδικο»).
Την κρυφή συνενοχή των γονέων και γενικώς τη συνενοχή της «εγγύτητας», σε αναφορά προς τη διαφθορά και την εγκληματική συγκάλυψη του εγκλήματος, που ρίζα τους έχουν τον ενδόμυχο ρατσισμό και την εξυπηρέτηση των ατομικών συμφερόντων, σε συνδυασμό με την ανήθικη υποτίμηση της αξίας της ζωής του συνανθρώπου (βλ. τους εξαγορασμένους δικαστές, τον διεφθαρμένο δικηγόρο, τη λογική της μετάθεσης της ευθύνης στον αθώο Αλβανό, καθώς και όλες τις κακοφορμισμένες και όζουσες πληγές της τοπικής κοινωνίας, όπου εντάσσεται και το ζήτημα του συνεταιρισμού και ο μικρής κλίμακας, αδιέξοδος συνδικαλισμός).
Πρωτοποριακή σεναριακή δόμηση σε τρεις άξονες αφηγηματικούς που αλληλοσυμπληρώνονται χωρίς περιττές επαναλήψεις, υποδειγματικό μοντάζ, ευαίσθητος χειρισμός των πλάνων και εξαιρετικές λήψεις, ηχοληψία και φωτισμοί. Εντυπωσιακή η ερμηνεία της πρωτοεμφανιζόμενης Ευγενίας Λάβδα στον τόσο απαιτητικό ρόλο της κόρης Αναστασίας, όπου αντεπεξήλθε με το παραπάνω, χαρίζοντας στην ταινία κάποιες σπάνιες δραματικές κορυφώσεις και μιαν αμφίρροπη, αινιγματική περσόνα αναποφάσιστης έφηβης.
Στιβαρός στον ρόλο του νέου συνδικαλιστή/εξιλαστήριου θύματος ο Χρήστος Κοντογεώργης, που ενσάρκωσε έναν χαρακτήρα γεμάτο νεανικό σφρίγος και αυτοπεποίθηση, ελαφρά «τσαλακωμένο» από ένα μικρό βαθμό έπαρσης.
Σπάνια το νεοελληνικό σινεμά συστεγάζει τα διδάγματα του νεορεαλισμού, του ποιητικού κινηματογράφου και της ανθρωπολογικής παρατήρησης, αποφεύγοντας την αφελή ηθογραφία.
Συναρπαστικός ο Στάθης Σταμουλακάτος σε μια ποικιλία διαφορετικών εκφάνσεων του πρωταγωνιστικού ρόλου του πατέρα Στέργιου: από την τρυφερότητα έως την απόλυτη αναλγησία, από την πατρική και συζυγική φροντίδα μέχρι την απόλυτη παράδοση στα γρανάζια της διαφθοράς, από τις κρίσεις των τύψεων μέχρι την επιείκεια προς τον εαυτό, από τη θέση του θύματος στη θέση του θύτη. Ανάλογα διττός είναι και ο ρόλος της μητέρας Μαρίας (Λένα Ουζουνίδου), που συνδυάζει τη θεούσα νεωκόρο και την περσόνα της προστατευτικής μάνας με ένα στέρεο υπόβαθρο υποκρισίας, συμβιβασμού και ηθικής ελαστικότητας.
Η Ντίνα Μιχαηλίδου στον ρόλο της Γεωργίας βρίσκεται ένα σκαλί πιο πάνω στις ερμηνευτικές της επιδόσεις, ενώ κορυφαία ερμηνεία σημειώνει ο Πασχάλης Τσαρούχας στον ρόλο του απόλυτα διεφθαρμένου «αδερφού», ενός ανάλγητου «νονού» της λαθρομετανάστευσης. (Νίκος Ξένιος)
*Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).
Σκηνοθεσία: Ασημίνα Προέδρου
Σενάριο: Ασημίνα Προέδρου
Φωτογραφία: Σίμος Σαρκετζής
Μοντάζ: Ηλέκτρα Βενάκη
Μουσική: Μάριος Στρόφαλης
Πρωταγωνιστούν: Στάθης Σταμουλακάτος, Λένα Ουζουνίδου, Ευγενία Λάβδα,
Χρήστος Κοντογεώργης, Ντίνα Μιχαηλίδου