Η Ελίζαμπεθ Μπίσοπ (Elizabeth Bishop) γεννήθηκε στο Γουόρτσεστερ της Μασαχουσέτης το 1911. Έχασε τον πατέρα της στα οκτώ της χρόνια ενώ η μητέρα της, η οποία έπασχε από ψυχική ασθένεια, κλείστηκε σε άσυλο. Αρχικά την πήρανε οι παππούδες της για να μείνει μαζί τους, μα η απόσταση που ένιωθε από αυτούς την έκανε δυστυχισμένη. Έτσι, την έστειλαν να μεγαλώσει με τη μεγαλύτερη αδελφή της μητέρας της και το σύζυγό της. Αναφορά σ’ αυτήν τη θεία και στο Γουόρτσεστερ της Μασαχουσέτης γίνεται στο ποίημα «Δωμάτιο αναμονής». Τα δε πρώτα της ποιήματα δημοσιεύτηκαν στο σχολικό περιοδικό του Walnut Hill School, όπου φοιτούσε η ίδια, από τη φίλη της Φράνι Μπουγκ.
Λίγο πριν από το οικονομικό κραχ του 1929 αποφασίζει να γίνει συνθέτις. Από τρόμο στην έκθεση των μουσικών παραστάσεων εγκαταλείπει τις σπουδές μουσικής και καταφεύγει στο Λονδίνο όπου σπουδάζει λογοτεχνία του 16ου και 17ου αιώνα. Αποφοιτά το 1934. Χάρη στην κληρονομιά του πατέρα της δεν επεδίωξε ποτέ μιαν υπαλληλική βιοποριστική ζωή. Αντιθέτως ταξίδευσε σε πολλές χώρες κι έζησε σε διάφορες πόλεις του κόσμου. Διαμένοντας στη Φλόριντα γνώρισε εκεί τη σύζυγο του Έρνεστ Χέμινγουεϊ, με τον οποίο εκείνη είχε χωρίσει το 1940. Διατέλεσε για ένα έτος σύμβουλος ποίησης της βιβλιοθήκης του Κογκρέσου (1949-1950). Κάνοντας με σκάφος τον περίπλου της Νότιας Αφρικής το 1951, επισκέφτηκε το Σάντος της Βραζιλίας με σκοπό να μείνει εκεί δύο εβδομάδες, μα έμεινε τελικά δεκαπέντε χρόνια. Την εποχή αυτή αγάπησε τη νοτιοαμερικανική ποίηση και δέχτηκε επιρροές από το έργο ποιητών όπως ο Μεξικάνος Οκτάβιο Παζ. Τη δεκαετία του 1970 δίδαξε στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Πέθανε το 1977 και θάφτηκε στο Γουόρτσεστερ της Μασαχουσέτης.
Όπως κατά το μείζον ισχύει για την αμερικανική ποίηση, η Μπίσοπ εξέδιδε με φειδώ. Το πρώτο της βιβλίο North & South εκδόθηκε το 1949 και κέρδισε το βραβείο ποίησης Houghton Mifflin. Εννέα χρόνια αργότερα εκδόθηκε το βιβλίο της Poems North & South – A Cold Spring, το οποίο περιελάμβανε δεκαοχτώ επιπλέον ποιήματα πέραν αυτών του πρώτου. Αυτό το βιβλίο κέρδισε το βραβείο Pulitzer το 1956. Το 1965 εξέδωσε το Questions of Travel, φανερά επηρεασμένο από τη ζωή της στη Βραζιλία. Το The Complete Poems που εκδόθηκε το 1969, περιείχε οκτώ επιπλέον ποιήματα και κέρδισε το National Book Award.
Η Μπίσοπ δεν θεώρησε ποτέ τον εαυτό της λεσβία ποιήτρια ή γυναίκα ποιήτρια και αρνήθηκε να συμπεριληφθούν ποιήματά της σε γυναικείες ανθολογίες, με αποτέλεσμα το φεμινιστικό κίνημα της εποχής της να τη θεωρήσει εχθρική προς αυτό. Η ίδια δήλωνε πως απλά επιθυμούσε να κρίνεται δίκαια για το έργο της, ανεξάρτητα από το φύλο της ή το σεξουαλικό προσανατολισμό της. Η ποίησή της, παρότι η ίδια αρνιόταν να εκθέτει την προσωπική της ζωή, περιέχει πλήθος σπαράγματα προσωπικών βιωμάτων, λεπτομέρειες ασήμαντες που αναδεικνύει περιβάλλοντάς τες με έντονο συμβολισμό, τις οποίες και εκθέτει με κάθε διακριτικότητα και μάλιστα συχνότερα στο τρίτο πρόσωπο.
Η ποίησή της ήδη έχαιρε σεβασμού ενόσω ζούσε, μα μετά το θάνατό της οι Αμερικανοί κριτικοί τής απέδωσαν εξέχουσα θέση, ώστε πλέον θεωρείται μία από τις σημαντικότερες ποιήτριες των ΗΠΑ. Το ποιητικό της έργο περιλαμβάνει 101 ποιήματα μόνο. Η ποίησή της, κατ’ εξοχήν μοντερνιστική, διακρίνεται σ’ ένα πρώτο επίπεδο για τις έξοχες περιγραφές του φυσικού κόσμου -με την αποτελεσματικότητα ενός ζωγράφου- και είναι διάχυτη από μιαν ποιητική γαλήνη. Σε δεύτερο επίπεδο, τα υπονοούμενα και τα ερωτήματα που θέτει, έχουν να κάνουν με τον ανθρώπινο πόνο και πόθο. Η Μπίσοπ κατορθώνει με την ποίησή της να ελευθερώνει το στοχασμό μέσα από φαινομενικά ρεαλιστικές, εικαστικές αφηγήσεις χάρη στην έντεχνη εστίαση και στη μεγέθυνση της αξίας της λεπτομέρειας. Τα ποιήματά της ξεκινούν συνήθως ήρεμα και στην πορεία πάντα απομακρύνονται -σχεδόν καλπάζοντας στοχαστικά- από τον αναγνώστη τους με στόχο να τον εγκαταλείψουν στους δικούς του αέναους στοχασμούς. Η στιχουργία της δεν είναι σκοτεινή˙ υπογραμμίζει, φανερώνει και δεν εννοεί. Διαβάζοντάς την κανείς νιώθει σαν τον «κυνηγό» που θα πρέπει να κυνηγήσει το αντικείμενο του πόθου του.
Στην αίθουσα αναμονής
Στο Γουόρτσεστερ της Μασαχουσέτης,
πήγα μαζί με τη θεία Κονσουέλο
για να ‘ναι συνεπής
στου οδοντίατρού της το ραντεβού
και κάθησα και την περίμενα
στου οδοντίατρου την αίθουσα αναμονής.
Ήτανε χειμώνας. Νύχτωνε
νωρίς. Η αίθουσα αναμονής
ήτανε γεμάτη ενήλικες,
χειμωνιάτικα και πανωφόρια,
λάμπες και περιοδικά.
Η θεία μου ήταν μέσα
καθώς φαίνεται ώρα πολλή
κι όσο περίμενα διάβασα
το National Geographic
(μπορούσα να διαβάσω) και προσεχτικά
μελετούσα τις φωτογραφίες:
το μέσα του ηφαιστείου,
μαύρο και γεμάτο στάχτες.
Μετά σκορπούσε ολόγυρα
σε ρυάκια φωτιάς.
Η Όζα κι ο Μάρτιν Τζόνσον
με παντελόνια ιππασίας,
μπότες με κορδόνια και κάσκες για τον ήλιο.
Ενας νεκρός άντρας κρεμόταν από ‘να κοντάρι
«Φρέσκια σάρκα» έλεγε η λεζάντα.
Μωρά μ’ αιχμηρά κεφάλια
τυλιγμένα ολόγυρα με σπάγκο.
Μαύρες, γυμνές γυναίκες με λαιμούς
τυλιγμένους ολόγυρα με σύρμα
σαν τους λαιμούς φωτιστικών γλόμπων.
Τα στήθη τους ήτανε τρομακτικά.
Το ξεφύλλισα εντελώς αφηρημένα.
Ντρεπόμουν τόσο να το παρατήσω.
Κι έπειτα κοίταξα στο εξώφυλλο:
τα κίτρινα περιθώρια, η ημερομηνία.
Αιφνίδια, από μέσα,
ήρθε ένα ωχ! πόνου
-η φωνή της θείας Κονσουέλο-
όχι πολύ δυνατό ή διαρκές.
Δεν ξαφνιάστηκα καθόλου.
Ακόμα και τότε το ήξερα πως ήταν
μια απερίσκεπτη, δειλή γυναίκα.
Θα έπρεπε να ‘χω ντροπιαστεί
μα όχι. Αυτό που με ξάφνιασε εντελώς
ήταν πως ήμουν εγώ:
η φωνή μου, μες στο στόμα μου.
Χωρίς καν να το σκεφτώ
ήμουν η απερίσκεπτη θεία μου,
εγώ – εμείς – πέφταμε, πέφταμε,
τα μάτια μας προσηλωμένα στο εξώφυλλο
του National Geographic,
Φεβρουάριος, 1918.
Είπα στον εαυτό μου: τρεις μέρες
και θα γίνεις επτά χρονών.
Το είπα για να σταματήσω
την αίσθηση του να πέφτω απ’
τον στρογγυλό, περιστρεφόμενο κόσμο,
στο κρύο, σκοτεινό μπλε διάστημα.
Μα αισθάνθηκα: είσαι ένα εγώ
είσαι μια Ελίζαμπεθ
είσαι ένας απ’ αυτούς.
Γιατί θα πρέπει να είσαι ένας, ακόμα;
Σχεδόν το τόλμησα να κοιτάξω
να δω τι ήταν αυτό που ήμουν.
Έριξα μια φευγαλέα ματιά
-δεν μπορούσα να κοιτάξω ψηλότερα-
στα σκιασμένα γκρι γόνατα,
παντελόνια και φούστες και μπότες
και διαφορετικά ζευγάρια χεριών
που αναπαύονταν κάτω από τις λάμπες.
Ήξερα πως τίποτα πιο παράξενο
ποτέ δεν είχε συμβεί, πως τίποτα
πιο παράξενο δεν θα μπορούσε ποτέ να συμβεί.
Γιατί έπρεπε να είμαι η θεία μου,
ή εγώ, ή οποιοσδήποτε;
Τι παρόμοιο –
μπότες, χέρια, η φωνή της οικογένειας
που ένιωσα στο λαιμό μου, ή ακόμα
το National Geographic
κι εκείνα τα φρικτά κρεμασμένα στήθη –
μας κρατάνε όλους μαζί
ή μας κάνουν όλους εμάς μόνο έναν;
Πώς – δεν ξέρω κάποια
λέξη γι’ αυτό – πόσο «απίθανο»…
Πώς έγινε να βρεθώ εδώ,
σαν αυτούς, και να κρυφακούω
μια κραυγή πόνου που θα μπορούσε
να δυναμώσει και να χειροτερέψει
μα δεν μπόρεσε;
Η αίθουσα αναμονής ήτανε ολοφώτεινη
και τόσο ζεστή. Ήτανε βαλμένη
κάτω από ένα μεγάλο μαύρο κύμα,
άλλο, κι άλλο.
Τότε ήμουν πίσω μέσα σ’ αυτήν.
Ο Πόλεμος άναβε. Έξω,
στο Γουόρτσεστερ της Μασαχουσέτης
ήτανε νύχτα και βρόμικο χιόνι και κρύο,
και ήτανε ακόμα η Πέμπτη
Φεβρουαρίου, 1918.
Όνειρο καλοκαιριού
Στη γερμένη αποβάθρα
λίγα πλοία μπορούσαν να ‘ρθουν.
Ο πληθυσμός αριθμούσε
δύο γίγαντες, έναν χαζό, μία τσιλιβήθρα,
έναν μειλίχιο καταστηματάρχη
κοιμισμένο πίσω από τον πάγκο του
και την ευγενική μας σπιτονοικοκυρά –
η τσιλιβήθρα ήτανε η ράφτρα της.
Τον χαζό μπορεί και να τον ξεγελούσε
το να μαζεύει βατόμουρα,
μα τα πετούσε πέρα μετά.
Η συρρικνωμένη ράφτρα χαμογελούσε.
Στη θάλασσα παντού, είχε στάξει
μπλε σαν ψάρι του Ατλαντικού,
η πανσιόν μας ξεμοναχιασμένη
λες κι είχε πάει να κλάψει.
Ασυνήθιστοι τύποι γερανιών
στριμώχνονταν στα μπροστινά παράθυρα,
τα πατώματα γυαλοκοπημένα με
μουσαμάδες πολλών ειδών.
Κάθε νύχτα στήναμε αυτί
για της κουκουβάγιας τη φωνή χωνιού.
Με της λάμπας τη φλόγα μέσ’ από το χωνί
γυαλοκοπούσε η ταπετσαρία.
Ο γίγαντας με το τραύλισμα
ήτανε της σπιτονοικοκυράς ο γιος,
που γκρίνιαζε στις σκάλες
σκυμμένος σε μια παλιά γραμματική.
Αυτός ήτανε σκυθρωπός
μα αυτή ήτανε χαρωπή.
Η κρεβατοκάμαρα ήτανε ψυχρή,
το πουπουλένιο κρεβάτι σιμά.
Ήμαστε ξάγρυπνοι στο σκοτάδι στο
ρυάκι που υπνοβατούσε
κοντά στη θάλασσα
και τ’ όνειρό μας ακόμα σχεδόν ακουστό.
Ερωτήματα για το ταξίδι
Υπάρχουν τόσοι καταρράκτες εδώ. στριμωγμένα ποτάμια
σπεύδουν τόσο βιαστικά κάτω στη θάλασσα,
κι η πίεση από τόσα σύννεφα στις κορυφογραμμές
που τα κάνει να χύνονται στις πλαγιές σ’ απαλή, αργή κίνηση,
αλλάζοντάς τα σε καταρράκτες εμπρός στα ίδια μας τα μάτια.
–Κι αν αυτές οι φλέβες, αυτοί οι μίλια μακριοί, στιλπνοί, δακρυλεκέδες
δεν είναι ακόμα καταρράκτες
σε μια κοντινή εποχή ή έτσι, όπως οι εποχές περνούν εδώ,
πιθανώς θα γίνουν.
Μα κι αν ποτάμια και σύννεφα συνεχίζουν να ταξιδεύουν, να ταξιδεύουν
τα βουνά μοιάζουν με τα καύκαλα μπαταρισμένων πλοίων
στη λάσπη βουτηγμένα και κολλημένα.
Σκέψου το μακρύ ταξίδι από το σπίτι.
Επρεπε να ‘χαμε μείνει στο σπίτι και να τα εννοούμε αυτά εδώ;
Πού θα ‘πρεπε να βρισκόμαστε αυτήν τη μέρα;
Είναι σωστό το να παρακολουθούμε ξένοι σ’ ένα έργο
σ’ αυτό το πιο παράξενο των θεάτρων;
Τι παιδαριώδες είναι αυτό όσο υπάρχει ανάσα ζωής
στα σώματά μας, είμαστε αποφασισμένοι να βιαστούμε
να δούμε τον ήλιο της άλλης πλευράς ολόγυρα;
Το πιο μικροσκοπικό κολιμπρί στον κόσμο;
Να σταθεί το βλέμμα μας σε κάποια δυσερμήνευτη πέτρινη κατασκευή,
δυσερμήνευτη κι απόρθητη,
από κάθε άποψη,
ευθύς αμέσως να ιδωθεί και παντοτινά, παντοτινά απολαυστική.
Ω πρέπει να ονειρευόμαστε τα όνειρά μας
και να τα κατακτούμε επίσης;
Κι έχουμε χώρο
για ένα επιπλέον στολισμένο ηλιοβασίλεμα, ακόμα αρκετά θερμό;
Μα σίγουρα θα ήταν κρίμα
να μην έχουμε δει τα δέντρα παραπλεύρως αυτού του δρόμου,
αληθινά σπουδαία για την ομορφιά τους,
να μην τα έχουμε δει να λικνίζονται
σαν αριστοκράτες της παντομίμας, ντυμένα στα ροζ.
-Να μην έχουμε σταματήσει για βενζίνη και ν’ ακούσουμε
τον λυπημένο, σε δύο νότες, ξύλινο ρυθμό
των ανόμοιων ξυλοπάπουτσων
που ανέμελα χτυπούν γύρω
από ‘να βενζινάδικο γεμάτο λεκέδες μηχανόλαδων.
(Σε μιαν άλλη χώρα όλα τα ξυλοπάπουτσα θα δοκιμάζονταν.
Κάθε ζευγάρι εκεί θα είχε πανόμοιο βήμα).
-Κρίμα να μην έχουμε ακούσει
την άλλη, τη λιγότερο πρωτόγονη μουσική της χοντρής, καφετιάς καρδερίνας
που τραγουδά πιο πάνω από την ταραγμένη αντλία βενζίνης
μέσα σ’ ένα περίτεχνο, ιησουίτικο εκκλησάκι από μπαμπού:
τρία καμπαναριά, πέντε ασημένιοι σταυροί.
-Ναι, κρίμα να μην έχουμε αναλογιστεί,
θαμπά κι ατελέσφορα,
πάνω στη σχέση που μπορεί να υπάρχει για αιώνες
ανάμεσα στα πιο ακατέργαστα ξυλοπάπουτσα
και, προσεκτικά και σχολαστικά,
στις πελεκημένες φαντασίες των ξυλοπάπουτσων
και, προσεκτικά και σχολαστικά,
στις πελεκημένες φαντασίες των ξύλινων κλουβιών.
-Ποτέ να μην έχουμε μελετήσει Ιστορία μέσα
στην αδύναμη καλλιγραφία των κλουβιών των ωδικών πτηνών.
-Και ποτέ να μην έχουμε ακούσει τη βροχή
τόσο πολύ όσο τους λόγους των πολιτικών:
δύο ώρες αδυσώπητου ορατόριου
και μετά μια θλιβερή χρυσαφένια σιωπή
όταν ο ταξιδιώτης παίρνει ένα σημειωματάριο, γράφει:
Είναι η ελλιπής φαντασία που μας φέρνει
σε φανταστικούς τόπους κι απλά δεν μένουμε στο σπίτι;
Ή μπορεί ο Πασκάλ να μην έχει ολότελα δίκιο
για το απλά να κάθεσαι ήσυχα μέσα σ’ ένα δωμάτιο;
Ήπειρος, πολιτεία, χώρα, κοινωνία:
η επιλογή δεν είναι ποτέ πλατιά και ποτέ ελεύθερη.
Κι εδώ ή εκεί… Οχι. Θα έπρεπε να έχουμε μείνει στο σπίτι,
οπουδήποτε αυτό κι αν ήταν;
Μια τέχνη (One Art)
Την τέχνη της απώλειας δεν είναι δύσκολο να μάθεις.
Τόσα πολλά πράγματα μοιάζουν αποφασισμένα
να χαθούν που η απώλειά τους καταστροφή δεν είναι.
Χάνε κάτι κάθε μέρα. Αποδέξου το νευρίασμα
των χαμένων κλειδιών, της κακοξοδεμένης ώρας.
Την τέχνη της απώλειας δεν είναι δύσκολο να μάθεις.
Ύστερα εξασκήσου να χάνεις περισσότερα, να χάνεις
γρηγορότερα: τόπους κι ονόματα, και το πού σκόπευες
να ταξιδέψεις. Τίποτα απ’ αυτά καταστροφή δεν φέρνει.
Έχασα της μητέρας το ρολόι. Και κοίτα! το τελευταίο,
ή το προτελευταίο, από τρία αγαπημένα σπίτια πάει.
Την τέχνη της απώλειας δεν είναι δύσκολο να μάθεις.
Έχασα δυο πόλεις, αξιολάτρευτες. Και, ακόμη πιο τεράστιους,
κάποιους δικούς μου κόσμους, δυο ποταμούς, μιαν ήπειρο.
Μου λείπουν, μα δεν ήταν δα καταστροφή.
Ακόμη και χάνοντας εσένα (την αστειευόμενη φωνή,
μια χειρονομία που αγαπώ) ψέματα δεν θα ‘χω πει. Προφανώς
την τέχνη της απώλειας δεν παραείναι δύσκολο να μάθεις
αν και μπορεί να μοιάζει με (Γραφ’ το!) με καταστροφή.
(Μετάφραση: Παναγιώτης Αλεξανδρίδης)