Οι ελαφροΐσκιωτοι
Είχε κινήσει αποβραδύς, ημίσειαν ώραν πριν κρυφθεί εις το βουνόν ο ήλιος, να υπάγει πίσω μακράν εις τ’ Αρβανίτη, σ’ Μανώλη τ’ σουφριά… όχι, στον Αραδιά, στης Κεχριάς το ρέμα, ο Αγάλλος Μανουήλ Αγάλλου. Δεν ήτο και πολύ σιμά… όχι, δεν ήτο και πολύ μακριά ο νερόμυλος, ολιγώτερον από δύο ώρες με τα πόδια. Αλλ’ εις τον δρόμον είχεν αργοπορήσει, ποιος ξέρει διατί. Ίσως ενθυμείτο την προ ολίγων χρόνων τερπνήν και ευάρεστον και ζηλεμένην θέσιν του, όταν ήτο γαμβρός ωραίος και περιζήτητος, με μακριά φούντα, με γλυκά μάτια, με φέσι ψηλό, μεγάλο και κατακόκκινο, που να το φορεί στραβά ως το αυτί. Και την παρέβαλλε με την σημερινήν κατάστασίν του, να κάθεται γυναίκα χάσασα όλην την δρόσον και την ποίησίν της να σε καρτερεί εις τον νερόμυλον με δύο παιδιά, οπού το ένα να διηγείται παραμύθια στο άλλο. Βεβαίως η δευτέρα θέσις τον συνεκίνει κάπως, αλλ’ η πρώτη του εφαίνετο πλέον επιθυμητή, και ευχαρίστως θα εδέχετο να ξαναρχίσει πάλιν. Βάλε με το νου σου, οκτώ χρόνια να είσαι αρραβωνιασμένος, με δυο αρραβωνιαστικές, πότε με την μίαν, πότε με την άλλην, κάποτε συγχρόνως και με τας δύο. Αν εκαλοπέρασε ποτέ γαμβρός εις τον κόσμον, εκαλοπέρασε κι αυτός. Και η γρια-Αγάλλαινα, ας είναι άγια τα κόκκαλά της εκεί που είναι, ήτον πολύ ευχαριστημένη. Ήρχετο του Χριστού, χριστόψωμα η μία αρραβωνιαστική, χριστόψωμα η άλλη. Λοκμάδες η πρώτη, τηγανίτες η δεύτερη. Εις οκτώ ημέρας πάλιν, του Αγίου Βασιλείου, βασιλόπιττα η μία, βασιλόπιττα η άλλη. Ήρχετο πάλιν η Λαμπρή, χαμαλιά εκείνη, μπακλαβά αυτή. Ήρχετο του Αγίου Αγαθονίκου, μπακλαβά η Σμαράγδω, μπακλαβά η Αφέντρα. Και δος του η Μπονώραινα η επιτήδεια τεχνίτις χαμαλιά, και δος του μπακλαβάδες. Και την κάθε φοράν ηύξανε το μέγεθος των χαμαλιών, και το πάχος του μπακλαβά εδιπλασιάζετο. Αλλ’ η πρώτη δεν ημπορούσε να τα βγάλει πέρα με την δεύτερη. Ήτο, η ατυχής, πεντάρφανη· ποίος να την προστατεύσει, ποίος να της ειπεί καλόν εις τα συμπεθερικά της; Η άλλη είχε και παραείχε γονείς, ώστε της επερίσσευαν, και οι αδελφοί της, με την μπρατσέρα, της εκουβαλούσαν καλούδια. Και της έκαμναν προικιά και πανωπροίκια. Διά τούτο και ενίκησεν αυτή.
Άμα ενύκτωσεν, η Αφέντρα ήναψε τον λύχνον, έκλεισε την πόρτα της και πλύνασα τα αγρολάχανα, τα έβαλεν εις το μικρόν χάλκωμα εις την πυροστιάν· είτα ήρχισε να φυσά το πυρ. Τα δύο της παιδία, καθήμενα επί της ψάθης, έπαιζαν, η Λενιώ με την κούκλα της, ο Μανώλης με το καραβάκι του. Η πρώτη, πενταέτις, εδοκίμαζε να είπει ένα παραμύθι εις τον δεύτερον, τετραέτη, όστις έχασκε να την ακούει. Ήρχιζε δε πάντοτε από στίχους:
Άντζα μάννα,
βάτος μαμμή,
αϊτός μ’ επήρε…
Σχεδόν δεν ήξευρε να ειπεί άλλα.
Αλλά και τόσα ήρκουν διά τον Μανώλην.
Η Λενιώ παρεκάλει την μητέρα της να είπει τα λοιπά.
– Πώς το λένε, μάννα;
Και η Αφέντρα έλεγε την συνέχειαν:
Αϊτός μ’ επήρε,
στο δέντρο μ’ ανέβασε.
– Ύστερα; ύστερα; ηρώτα το Λενιώ.
– Ύτελα; επανελάμβανε και ο Μανώλης.
Και η Αφέντρα διηγείτο με ολίγας λέξεις, πώς η εκ του γαστροκνημίου ανδρός τη βοηθεία βάτου μαιευτήρος γεννηθείσα ηγαπήθη υπό του βασιλέως και είτα, τη διαβολή της πενθεράς της, εγκατελείφθη υπ’ αυτού, καταδικασθείσα να βόσκει χήνας.
Στο δέντρο μ’ ανέβασε·
γριά μ’ εξεπλάνεσε.
Και η Αφέντρα κύπτουσα εφύσα το πυρ, διακοπτόμενη μόνον διά να είπει εις τα τέκνα της:
– Τώρα θα ’ρθεί ο πατέρας… όπου είναι, έφτασε. Να κάμετε φρόνιμα… Θα σας φέρει καλούδια… Στραγάλια και μύγδαλα.
– Ταάλια κι μύλαλα! επανελάμβανεν ο Μωυσής με το στόμα ανοικτόν.
Εν τούτοις παρήρχετο η ώρα και ο Αγάλλος δεν εφαίνετο. Η Αφέντρα δεν ανησύχει, ήξευρεν ότι ο σύζυγός της ήτον «αργοστόλιστος». Ωμοίαζε με την νύμφην, που αργεί να στολισθεί, και ως η νύμφη επερπατούσε καμαρωμένα. Α! νύμφη!… Υπήρξε και αυτή νύμφη… Το ενθυμείτο ακόμη. Και πώς να το ξεχάσει; Οκτώ χρόνια, η πενθερά της, «τους είχε ψήσει το ψάρι στα χείλη», αυτής και των οικείων της. Ο Αγάλλος ήτον περιμάχητος γαμβρός. Οκτώ χρόνια, δεκαέξ μπακλαβάδες, εικοσιτέσσαρες σουπιέρες χαμαλιά, παραπάνω, από σαράντα κόττες και πίττες. Και ποιος τα λυπάται αυτά; Μόνον, εκατό φορές πείσματα, κακιώματα. Πότε με την μίαν αρραβωνιαστικήν τα εχαλνούσε, πότε με την άλλην. Κατ’ αρχάς είχε δώσει σημάδια εις την άλλην. Ύστερον τα εχάλασε, κ’ «έδεσε πανδρειές» μ’ αυτήν. Κατόπιν τα σκαρώνει πάλιν με την άλλην, και γυρίζει πίσω την αρραβώνα εις αυτήν. Ακολούθως πετά τα σημάδια της Σμαράγδως και τα σάζει πάλιν με την Αφέντραν. Και ήτον εύμορφος γαμβρός, να έχει ζωή, και τον αγαπούσαν και οι δυο. Από την άλλην ήτον βεβαίως πλέον εύμορφος εφρόνει η Αφέντρα, άσπρος, γαλανός, κοκκινορροϊδίτης. Πλέον εύμορφος ήτο ακόμη και από την Αφέντραν, ήτις ήτο ισχνή, χλωμή και αδύνατος. Τέλος, αφού έκαμε τελευταίαν βόλταν προς την Σμαράγδω, και όλην την εβδομάδα δεν τον είχαν ιδεί στα μάτια, ανελπίστως την Κυριακήν το μεσημέρι, οι δύο αδελφοί, οίτινες είχαν φθάσει το Σάββατον με την βρατσέρα, τον καταφέρνουν, βγάζουν τις άδειες, και τον στεφανώνουν την Κυριακήν το βράδυ με την Αφέντραν.
Μόλις έλαβαν καιρόν οι γενιές της να στολίσουν την νύμφην. Τόσα καλούδια, τόσα πανωπροίκια. Είχε κεντήσει η ίδια τον ήλιον και το φεγγάρι εις τα μανίκια του μεταξωτού άλικου υποκαμίσου της. Εις την σκούφιαν της πάλιν είχε κεντήσει μεγάλην γάστραν με λουλούδια και με κλαδιά. Και εις την τραχηλιάν της είχε κεντήσει διάφορες κλάρες. Είχε και ωραία προμάνικα ανασηκωμένα εκ βαρυτίμου ρωσικού χρυσοϋφάντου. Και το ποδογύρι ολόχρυσον τρεις σπιθαμές πλατύ.
Η πενθερά της, μόλις είχε πεισθεί την τελευταίν ώραν να δώσει την ευχήν της, σκληρυνόμενη έως τότε, λέγουσα ότι επόνεσε την άλλην, ότι την λυπείται ως ορφανήν. Τέλος εφόρεσε τα καλά της και ήλθε, φέρουσα την μαύρην μανδήλαν της χηρείας της, επιφυλαχθείσα να φορέσει χρωματιστήν «πολίτικην», την στιγμήν μόνον που ήθελεν ασπασθεί τα στεφάνια. Ήλθε κα η ανδραδέλφη της κι εστάθη υψηλή, σιμά εις την τέμπλαν, άλλη τέμπλα έμψυχος αυτή, πλατεία, ακίνητος, στολισμένη ως νύμφη. Διότι η τέμπλα δεν είναι να λείψει από την αίθουσαν, όπου θα τελεσθεί ο γάμος. Στρώματα, και παπλώματα και κιλίμια, επιμελώς διπλωμένα, προσκέφαλα, σινδόνια, σωρεύονται ευτάκτως κα κοσμίως κατά του τοίχου, παρά την μίαν γωνίαν του θαλάμου, καλύπτονται με μεταξωτήν σινδόνα, και επιστέφονται με δύο προσκεφαλάδες με μεταξωτά περιβλήματα. Αυτή είναι η τέμπλα.
Αφού έφθασε με τα βιολιά ο κουμπάρος, ήλθαν και οι καλεσμένοι, ύστερον οι παπάδες, και ήρχισεν η τελετή. Αντηλλάγησαν οι δακτύλιοι, είτα τα στέφανα, ανεγνώσθησαν αι ωραίαι ευχαί, εψάλη το Ησαΐα χόρευε, έφεραν γύρον τρεις φορές, έρραναν τους νεόνυμφους με ορύζιον και με κοφέτα, και τέλος ο Παπανικόλας με την σκληράν κα οστεώδη χείρα του, λαβών εκ του βραχίονος οκταετές παιδίον το οποίον είχε μάννα και πατέρα, το ώθησεν εν τω μέσω των νεονύμφων, κι εχώρισε διά της κεφαλής του παιδίου τας συνδεδεμένας χείρας των, απευχηθείς μεγαλοφώνως: «Όλο κεφαλάδες».
Ακολούθως ο γαμβρός, λαβών τον μέγαν δίσκον, εκέρασεν ο ίδιος τους ιερείς, τον κουμπάρον και τους καλεσμένους, ενώ η νύμφη ισταμένη ορθή, μεταξύ της τέμπλας και της ανδραδέλφης της, εκαμάρωνε, κι εχρειάζετο να της σείουν την κεφαλήν όπισθεν ηρέμα αι παράνυμφοι, στολισμέναι όλαι παριστάμεναι, διά να απαντήσει διά κατανεύσεως εις τας αφθόνους ευχάς των καλεσμένων: «Στερεωμένοι, καλορρίζικοι! με γυιους!» ενώ μόλις εκινούντο τα χείλη της, χωρίς ν’ ακούηται η φωνή της, λεγούσης ευχαριστώ.
Εν τω μεταξύ, ο μπαρμπα-Γκιουλής, ο κατ’ αποκοπήν μάγειρος όλων των γάμων, είχεν ανάψει κάτω, εις την αυλήν του οικίσκου, δύο μεγάλας πυράς, και επί της μιάς ανεβίβασε τεράστιον ρακοκάζανον, τεμαχίσας εντός του οκτάμηνον πρόβατον και ήρχισε να το τσιγαρίζει διά να κάμει το σύνηθες εις τους γάμους περσικόν πιλάφι, ενώ επί της άλλης, ευθύς ως έγινεν ανθρακιά, έτεινε παραλλήλους δύο σούβλας με δύο άλλα σφαχτά.
Κύπτων επί των δύο πυρών, με την μίαν χείρα εγύριζε την σούβλαν, με την άλλην εχειρίζετο την τεραστίαν κουτάλαν, δι’ ης ανεκάτωνε κι ετσιγάριζε το κρέας με τα κρόμμυα. Ήλθε και ο γερο-Σιγουράντσας αυτόκλητος βοηθός, διά να γυρίζει την άλλην σούβλαν. Μόλις ήρχισε να ροδοκοκκινίζει το ψητόν, μόλις ήρχισε να μυρίζει προκλητικώς το τσιγαριστόν, και ο Γκιουλής, ανασπάσας την μάχαιραν από το πλατύ κίτρινον ζωνάρι του, ήρχισε να κόπτει γενναίους μεζέδες από τα δύο ψητά, και διά της κουτάλας έβγαζε μεγάλα κομμάτια από το τσιγαριστόν. Κατεβρόχθιζεν αυτός τρία, διά προφταστήρα, ως έλεγεν, έδιδε και εις τον γερο-Σιγουράντσα έν, διά ψυχόπιασμα και συγχρόνως ιδών δύο ή τρεις άλλους προθύμους «μουστερήδες», εξ εκείνων τους οποίους οι παλαιοί εκάλουν μνάμονας, και οίτινες φαίνονται ως να κρατούν κατάστιχον ακριβές με πιστάς χρονολογίας δι’ όλας τας γεννήσεις, τους γάμους και μάλιστα τα εορταζόμενα εις τας μνήμας των Αγίων ονόματα, ήρχισε να τους αποδιώκει με ονειδισμούς και απειλάς, όμοιος με την γάτταν του σπιτιού, την ανευρίσκουσαν όλην την φύσιν της τίγριδος και ανορθούσαν τας τρίχας και γρύζουσαν υπούλως και εξαπίνης σχίζουσαν εις τους οφθαλμούς τον απονήρευτον και υπό του εμφύτου μόνον ελαυνόμενον επιδρομέα σκύλον.
Είς των καλεσμένων ακούσας απ’ επάνω την τραχείαν φωνήν του Γκιουλή, δι’ ης απεδίωκε τους οχληρούς απαιτητάς (τους οποίους αυτός ο ίδιος είχεν αποπέμψει προ μικρού από την οικίαν, αφού τους εφίλευσε δις και τρις μπακλαβάδες και μαστίχες και ρώμια), επρόβαλεν από το παράθυρον, και βλέπει τον Γκιουλήν, όστις ήτο κεκηρυγμένος εχθρός του μπακλαβά και όλων των γλυκυσμάτων, εγχειρούντα γενναίως με την πλατείαν μάχαιράν του επί των νεφραμιών του ροδοκοκκινίζοντος ψητού. Τότε ο εκ των καλεσμένων, όχι μόνον δεν τον εμέμφθη, αλλ’ αισθανθείς και αυτός την όρεξίν του να τον κεντά, έλαβε λάθρα μίαν από τας πολλάς φλάσκας, τας οποίας είχον εισφέρει πλήρεις οίνου οι καλεσμένοι, και κατελθών ηρέμα εις την αυλήν, την επρόσφερεν εις τον Γκιουλήν, όστις ερρόφησεν όχι μετρίαν δόσιν, και κόψας ευγνωμόνως μέγαν μεζέν τον αντεπρόσφερεν εις τον διακριτικόν άνθρωπον. Μετά δύο δε ή τρεις αμοιβαίας φιλοφρονήσεις, η φλάσκα εμέσασεν.
Αλλ’ έμελλον οπωσδήποτε να ψηθώσι τέλος τα δύο σφαχτά, ώφειλε και το πιλάφι να γίνει επί τέλους. Τότε ο Γκιουλής κατεβίβασεν από το πυρ το πελώριον ρακοκάζανον, μετετόπισε και τας δύο σούβλας. Και αφού ανεκάτωσεν, ανεκάτωσε το ορύζιον κι έφαγε δύο ή τρεις κουταλιές διά να το δοκιμάσει, ήρχισε να κενώνει εις πλατέα βαθουλά πινάκια το πιλάφι, να κόπτει δε εις μεγάλα τεμάχια τα δύο ψητά, εξακολουθών εν τω μεταξύ να διπλοδοκιμάζει την γεύσιν των. Αλλ’ ήτο καιρός να μεταφερθώσει τέλος επάνω εις την οικίαν τα πλήρη πινάκια, και οι καλεσμένοι εστρώθησαν εις μακροτάτην σειράν κατά μήκος και πλάτος του μεγάλου θαλάμου, και έφαγον και ευφράνθησαν εις τιμήν των νεονύμφων.
Τότε αι διάφοροι φλάσκαι ήρχισαν να κυκλοφορώσι κατά πολλάς διευθύνσεις ανά τας τάξεις των συμποσιαστών. Και ο μπαρμπα-Κωσταντής ο Ξέσουρος, θείος της νύμφης, κρατών διά της αριστεράς ακουμβημένην επί του γόνατός του μεγάλην χιλιάρικην, και διά της δεξιάς μικρόν πενηντάρικον ποτήριον, εκέρνα τους καλεσμένους προσφέρων φιλοφρόνως έν ποτήριον εις τον πρώτον γείτονά του προς τα δεξιά, είτα πίνων μετριοφρόνως και αυτός έν, είτα κερνών έν τον πρώτον γείτονά του προς τα αριστερά, υποφέρων και αυτός έν, διά να διπλοχαιρετίσει· είτα μεταβιβάζων έν ποτήριον εις τον δεύτερον προς τα δεξιά γείτονά του, ροφών και αυτός έν διά ν’ αποδώσει τον χαιρετισμόν, και ούτω καθεξής. Μεγίστη δε υπήρξεν η ευθυμία, και το πάτωμα εκινδύνευσε να πέσει από τον χορόν. Η χαρά εκείνη διήρκεσεν επί εβδομάδα. Τον γάμον αυτόν, έλεγεν η Αφέντρα, θα τον ενθυμείτο ακόμη διά πολύν καιρόν όλον το χωρίον.
Από μιάς ώρας ήδη είχε γίνει σκότος, και ο λύχνος νυσταγμένα έφεγγε τον πενιχρόν θάλαμον τον χωρισμένον μέσα εις αυτό το κτίριον του μύλου, και η εστία έκαιε παρηγόρως εις την γωνίαν, και τα λάχανα, τα οποία η Αφέντρα είχε κόψει δροσερά μοναχή της, μετά κόπου εκλέξασα αυτά ανάμεσα εις την χιονισμένην κλιτύν του ρεύματος, μεταξύ βράχων και θάμνων, περικυκλούντων ολόγυρα τον πενιχρόν νερόμυλον, υπό τας γηραιάς πλατάνους, τα λάχανα είχαν βράσει.
Ο Αγάλλος εν τούτοις δεν ήρχετο και η Λενιώ εξηκολούθει ακόμη να διηγείται προς τον αδελφόν της το παραμύθι. Είχεν ήδη δεκάκις επαναλάβει τους πρώτους στίχους του τραγουδιού, τους συνοψίζοντας εις το στόμα της ωραίας του παραμυθιού την παράδοξον ιστορίαν της και ακόμη δεν τους είχε μάθει. Ευρίσκετο δε τώρα εις τους τελευταίους στίχους.
Γριά μ’ εξεπλάνεσε
σ’ βασιλιά τα χέρια.
Κι επεκαλείτο εις βοήθειαν την μητέρα της, ήτις συνεπλήρου το τραγούδι ως εξής:
σ’ βασιλιά τα χέρια·
βασιλιάς με τ’ μάννα τ’,
κι εγώ φλάω τα χηνάρια.
Και η Λενιώ, πριν τους μάθει αυτή, εφιλοτιμείτο να διδάξει εις τον Μανώλην τους στίχους, όστις τραυλίζων επανελάμβανε:
Γλια μ’ εξεπλάνεσε
σ’ βασιλιά τα χέλια.
Αίφνης ηκούσθη κρότος. Έκρουον έξωθεν την θύραν, εις την οποίαν είχε βάλει τον σύρτην έσωθεν η Αφέντρα, καθώς συνήθιζε όταν ήτο εις τον νερόμυλον μόνη με τα παιδιά της. Η Αφέντρα με κίνημα χαράς εσηκώθη, έλαβε τον λύχνον, κατέβη τας τέσσαρας βαθμίδας της ξυλίνης κλίμακος, δι’ ης ανήρχετό τις από το έδαφος του μύλου εις τον θάλαμον, κι επήγε ν’ ανοίξει την εξωτερικήν θύραν. Τα παιδία σκιρτώντα έτρεξαν κατόπιν της.
Πριν ανοίξει ακόμη την θύραν η Αφέντρα ηκούσθη έξωθεν γυναικεία φωνή απορηματική:
– Τι κλειστήκατε, θα πω, μέσα; Ακόμη δεν ενύκτωσε.
Δεν ήτο ο Αγάλλος. Η Αφέντρα εγνώρισε την φωνήν. Ήτο η μήτηρ της.
Η γραία εισήλθε κρατούσα καλάθιον υπό τον αγκώνα, κι έχουσα την μαύρην φουστάναν της περασμένην υποκάτω εις το χερούλι του καλαθιού, φορούσα μόνον επάνω της το κοντόν, παλαιόν ξασπρισμένον φουστάνι της, μάλλινα τσοράπια τρύπια εις τους δακτύλους και τας πτέρνας, και ξυπόλυτη. Τα παιδία ώρμησαν αμέσως εις το καλάθιον, κι έψαξαν να εύρουν τι εκρύπτετο εντός αυτού υπό την διπλωμένην φουστάναν, ελπίζοντα ότι θα τους είχε φέρει η μάμμη κάτι τι διά να τα φιλεύσει από το χωρίον, αλλά δεν ηύραν ειμή μόνα τα παλαιά τσόκαρα της γραίας, τα οποία αύτη έθετε πάντοτε εντός του καλαθίου, προτιμώσα να βαδίζει ξυπόλυτη, διά να είναι ελεύθερα τα πόδια της και χάριν οικονομίας.
Η Αφέντρα ιδούσα την μητέρα της ελθούσαν αντί του συζύγου, υπέθεσεν ότι ο τελευταίος θα είχε μείνει εις την πολίχνην να διανυκτερεύσει, όπως ενίοτε έκαμνε, και δεν επαραξενεύθη πολύ. Αλλ’ άμα ανέβησαν εις τον θάλαμον, η γρια- Συνοδιά ιδούσα ότι έλειπεν ο Αγάλλος ηρώτησε:
– Πού είναι ο άντρας σου;
Η Αφέντρα την εκοίταξεν εν απορία.
– Δεν τον άφηκες στο χωριό;
– Όχι· έφυγε μια ώρα μπροστύτερα από μένα.
– Για δω;
– Για δω.
– Και πώς δεν ήρθε;
– Πώς δεν ήρθε μαθές;
– Τι γίνηκε;
– Τι γίνηκε, σ’ αρωτώ κι εγώ!
Εναγωνίως ανησυχία εκυρίευσε τας δύο γυναίκας. Η Αφέντρα συνήψε τας χείρας εν απογνώσει.
– Τι να έπαθε τάχα;
– Πού είναι τος;
– Γιατί δεν ήρθατε μαζί, αφού ήσουν για να ’ρθείς και συ; ήρχισε να παραπονείται η Αφέντρα.
– Δεν ήμουν σίγουρη. Εγώ είχα δουλειές. Ή έρχομαι ή δεν έρχομαι, του είπα.
Πάγαινε συ, του είπα, να μη νυχτώσεις, κι εγώ, όπως διω. Εγώ είμαι μαθημένη να περπατώ την νύχτα στα ρέματα.
Τω όντι, όλοι τους ήσαν συνηθισμένοι εις νυκτερινάς οδοιπορίας ανά τα όρη και τας κοιλάδας. Οι δύο συμπεθέρες, η θεια-Συνοδιά, και η μάννα του Αγάλλου, η μακαρίτισσα, είχαν δύο νερομύλους εις της Κεχρεάς το ρέμα. Ο μύλος ο πατρικός του Αγάλλου είχε χαλάσει προ πολλού και ήτον έρημος τώρα. Αλλ’ ο μύλος της Συνοδιάς, χηρευσάσης τελευταίον από του ανδρός της, ήτο εν ακμή εισέτι. Ο Αγάλλος, επειδή ήτο συνηθισμένος να έχει μύλον, απήτησε τον μύλον ως προίκα, και η θεια-Συνοδιά ηναγκάσθη να τον δώσει. Και αι δύο οικογένειαι, από γονέων και προγόνων, είχον ανατραφεί εν μέρει εις την πολίχνην όπου είχον οικίσκους, εν μέρει εις της Κεχρεάς το ρέμα, όπου είχον τους μύλους των. Γυναίκες και άνδρες, παίδες και κοράσια, δεν εφοβούντο να περιπατώσι την νύκτα εις το δάσος.
Τους έλεγαν ολίγον «ελαφροΐσκιωτους», αλλ’ αυτοί δεν εφοβούντο τα στοιχειά. Είναι αληθές ότι οι ίδιοι διηγούντο πολλάκις ότι έβλεπον εξωτικά πράγματα, αλλ’ ωμίλουν με φιλόφρονα γλώσσαν περί των φαντασμάτων. Δεν τους κατέτρεχαν, δεν τους έκαμναν κακόν. Είχαν φιλικάς σχέσεις μαζί των. Ο Αγάλλος διηγείτο πολλάκις ότι είχεν ιδεί νεράιδες με τα μάτια του, ότι του είχαν ομιλήσει, αλλ’ αυτός εφυλάχθη καλώς να τους δώσει απάντησιν, γνωρίζων ότι είχαν την δύναμιν «να του πάρουν την μιλιά του». Μίαν φοράν πάλιν παρουσιασθείσα προς αυτόν όταν ήτο παιδί, εις τον μύλον του πατρός του, η Μοίρα του, του είχε δώσει με την χείρα της έν φλωρίον. Το εβεβαίου, και είχεν ακόμη το φλωρί, και το εδείκνυε. Μη νομίσει τις ότι ήτο απατεών, ότι δεν επίστευεν ο ίδιος ό,τι έλεγε. Τουναντίον. Το επίστευε με τα σωστά του.
Εμπρός όμως εις την θεια-Συνοδιά κανείς δεν ηδύνατο να παραβγεί όσον αφορά τα εξωτικά πράγματα. Αυτή είχεν εκ γενετής φιλικωτάτας σχέσεις με τις νεράιδες. Εγνώριζε τα στοιχειά, τους αράπηδες με την τσιμπούκα, τις Λάμιες και τους σκαλικαντζάρους, οπού έρχονται τώρα τα Χριστούγεννα. Το στοιχειό του σπιτιού ποτέ δεν κάμνει κακόν. Επιφαίνεται πότε ως ήμερον αρνάκι, πότε ως κλώσσα με τα πουλιά. Οι νεράιδες αγαπούν να βγαίνουν την ημέραν εις τον ήλιον, όταν είναι ζέστη, καταμεσήμερον, και να χορεύουν.
Να μη γελασθείς και ανοίξεις το στόμα σου, να τας ομιλήσεις, γιατί θα σου πάρουν τη φωνή να μείνεις βουβός. Ο αράπης με την τσιμπούκα του, η καδίνα με τον φερετζέ της, βγαίνουν την νύκτα εις τα ρέματα και κάθονται κοντά εις τες βρύσες. Οι σκαλικάντζαροι αγαπούν να σκιάζουν τον κόσμον, να κρύπτωνται εις τας καπνοδόχους και να παίζουν δυσάρεστα παιγνίδια. Κατά τα άλλα, είναι ακίνδυνοι. Μόνον ο βρυκόλακας είναι κακό πράγμα, Θεός να φυλάει. Αλλά μόνον τη γενιά του κυνηγά.
Η θεια-Συνοδιά ήτο βεβαία ότι ο γαμβρός της δεν θα έπαθε τίποτε από τους σκαλικαντζάρους, οι οποίοι, μόλις θα ήσαν εις τον δρόμον τώρα να έρχωνται, διότι εξημέρωνε Χριστούγεννα. Άλλως ο Αγάλλος ήτο σαββατογεννημένος, και είναι γνωστόν ότι οι έχοντες το πλεονέκτημα τούτο δεν υπόκεινται εις εξωτικάς επηρείας. Αλλ’ εν τούτοις δεν ηδύνατο να εννοήσει διατί ο γαμβρός της εβράδυνε τόσον, αφού είχεν εκκινήσει από το χωρίον μίαν ώραν προ αυτής, αφού αυτή είχεν έλθει από τον ίδιον δρόμον τον συνήθη δι’ ου πάντοτε ήρχοντο.
– Από κει που αραδίζομε πάντα παιδάκι μου, έλεγεν εις την κόρην της, τι θελά-πάθει; Τ’ ήταν αυτό;
– Μην ήτον πιωμένος κι έπεσε πουθενά με τα χιόνια;
– Δεν εφαίνετο να ’ναι πολύ πιωμένος, παιδί μου· και πού βρεθήκανε τα χιόνια;
Ο δρόμος ανοιχτός όλος πέρα-πέρα… Ολίγο πατημένο χιόνι δω κι εκεί… Καμπόσο χιόνι έχει μοναχά στα ψηλώματα. Και πού τα είδετε σεις τα χιόνια; Να βλέπατε στον καιρό του παππού μου, που ήμουνα μικρό κορίτσι, δύο μπόια, τρία μπόια χιόνι… Μας σφράγιζε μπροστά την πόρτα, ίσα με το ανώφλιο, δυο οργυιές. Όσο να ξεχιονίσουμε την πόρτα που παιδευόμαστε δυο ώρες με τις τσάπες και με τα φτυάρια, η σκεπή που ήταν καταφορτωμένη απ’ τα χιόνια έπεφτε, κρακ! και μας πλάκωσε.
Τα δυο παιδιά, τα οποία είχαν χάσει την ευθυμίαν των, και ήσαν έτοιμα να κλαύσωσιν, ύψωσαν ακουσίως τους οφλαλμούς προς την οροφήν, την οποίαν είχε δείξει διηγουμένη και άμα χειρονομούσα η γραία.
– Μάννα! τι λέει η μαννού; έκραξε βαλούσα τα κλάματα η Λενιώ. Τον πατέρα
τον επλάκωσε το χιόνι… κι εμάς θα πέσει η σκεπή να μας πλακώσει!
– Σιώπα! σιώπα! μην κλαις παιδί μου, έκραξεν η Αφέντρα, έτσι το είπε η
μαννού… μη φοβάσαι… κι ο πατέρας τώρα θα ’ρθεί να σου φέρει και κοφέτα…
– Σιώπα, Λενιώ μου! είπε και η γραία. Εγώ ήρθα ξαργού για να σε σηκώσω
ταχιά το πουρνό, να σε πάω στον Αι-Λια, να σε μεταλάβω, κορίτσι μου…
– Κι εμένα, κι εμένα! έκραξεν ο Μανώλης.
– Κι εσένα, μικρέ μου…
– Θα έχει λειτουργιά αύριο στον Αι-Λια; ηρώτησε λησμονήσασα προς στιγμήν
την ανησυχίαν της η Αφέντρα.
– Θα έχει… φτάνει πλιά, νισάφι, τόσον καιρό που μένετε αλιβάνιστοι…
Ετοιμάσου, κυρά μου, να στολιστείς ταχύ-ταχύ να πάμε… Ο άνδρας σου θα έστρεψε το δρόμο κι επήγε σε κανένα καλύβι να βρει κανένα φίλο του… ίσως πήγε να ψωνίσει τίποτε ξερή μυζήθρα και πρωτογαλιά φρέσκη για αύριο… Ησυχάσατε… Κι όπου είναι, θα φτάσει.
Τω όντι η γραία, αντί να μείνει εις το χωρίον να κάμει Χριστούγεννα, μαθούσα ότι ο παπα- Κωνσταντής ο Μπρικόλας έμελλε ν’ ανέλθει το πρωί, κατά πρόσκλησιν ποιμένων και γεωργών τινων, εις το βουνόν να λειτουργήσει το εξωκκλήσιον του Προφήτου Ηλία, επροτίμησε να υπάγει εις της Κεχρεάς το ρέμα, να πειθαναγκάσει την κόρην της και τα εγγονάκια της να σηκωθώσι το πρωί ν’ ανέλθωσι εις το εξωκκλήσιον, το οποίον ευρίσκετο εις το ήμισυ του δρόμου, επί οροπεδίου γείτονος της κορυφής του βουνού, μίαν από το χωρίον και μίαν ώραν από την Κεχρεάν, διά να λειτουργηθούν και μεταλάβουν, διά να τους ανθρωπέψει ολίγον, έλεγε, καθόσον έμενον επί μήνας αλειτούργητοι κάτω εις το βαθύ το ρέμα.
Εις τον ναΐσκον της Κεχρεάς, παλαιόν διαλυμένον μονύδριον, προσηρτημένον ως μετόχιον εις το κοινόβιον του Ευαγγελισμού, σπανίως ήρχετο ιερεύς να λειτουργήσει, και αν ήρχετο, οι εντός του ρεύματος διαιτώμενοι και ως ποταμαία καβούρια στραβοπατούντες, ο Αγάλλος, η Αφέντρα και τα δύο τέκνα των, δυσκόλως θα έπαιρναν είδησιν ν’ ανέλθωσι διά ν’ ακούσωσι την λειτουργίαν. Αφότου ο Αγάλλος είχε πωλήσει την πατρικήν εν τη πολίχνη οικίαν του, και κατώκει έκτοτε διαρκώς εις τον νερόμυλον, άπαξ μόνον του έτους ελειτουργούντο, και τούτο κατά την 23 Αυγούστου, ότε ο ναΐσκος της Κεχρεάς εώρταζε τα εννιάημερα, ήτοι την μετάστασιν της Θεοτόκου.
Η γρια-Συνοδιά έβαλε τέλος την χείρα εις τους κόλπους της κι εξήγαγεν αυτήν πλήρη αμυγδάλων και λεπτοκαρύων, τα οποία εμοίρασεν εις τα δύο παιδία. Εξεδίπλωσε και την μαύρην καινουργή φουστάναν της, κι εντός αυτής ευρέθη παραδόξως προσόψιον φέρον τυλιγμένον μικρόν ευώδες χριστόψωμον, το οποίον επρόσφερεν εις την κόρην της ειπούσα: «Καλή χρονιά!»
Η Αφέντρα εκένωσεν εις έν πινάκιον μέρος των λαχάνων, κι έβαλε τα δύο παιδία να φάγωσι, βεβαία ούσα ότι, άμα έτρωγον θα εκοιμώντο αμέσως, και «διά
να λείψει ο μπελάς τους και διά να ξυπνήσουν πρωί».
Ο Μανώλης, πρώτος, αφού έφαγε πρότερον τα αμύγδαλα, τα οποία του είχε δώσει η μάμμη του, και ύστερον εμάσησε και δύο περονιές χόρτα, έκλεισε τα όμματα και απεκοιμήθη καθήμενος. Η μήτηρ του τον κατέκλινε δίπλα εις την παραστιάν, επί μαλλίνου κιλιμίου, τον εσκέπασε με μίαν άκραν της βελέντζας, εσταύρωσε τρις το προσκέφαλόν του και τον άφησε να κοιμηθεί.
Η Λενιώ δεν ήθελε να πλαγιάσει λέγουσα ότι ήθελε να περιμένει τον πατέρα της, όστις είχε τάξει να της φέρει ένα όμορφο στολίδι, από το χωρίον. Αλλ’ η γραία Συνοδιά την έλαβεν εις τα γόνατά της, την εσκέπασε με το παλιό φουστάνι της και την εζέστανε, και την εχάιδευσε τόσον, ώστε την έκαμε να νυστάξει. Εντός ολίγου απεκοιμήθη, και η μήτηρ της, λαβούσα αυτήν από τα γόνατα της γραίας, λικνίζουσα άμα αυτήν διά των χειρών και διά τινος μονοσυλλάβου «κοι-κοι» την επλάγιασε δίπλα εις τον Μανώλην.
Ως τόσον ο Αγάλλος δεν εφάνη, και αι δύο γυναίκες, των οποίων, η ανησυχία ηύξησε, καθόσον προυχώρει η νυξ, απαλλαγείσαι ήδη της ενοχλήσεως των δύο παιδίων, έστησαν συμβούλιον περί του πρακτέου. Η γραία είπεν ότι αν, Θεός να φυλάει, ο γαμβρός της είχε πέσει πουθενά εις τον δρόμον, αυτή θα τον έβλεπε, διότι είχεν έλθει από τον ίδιον, τον συνήθη δρόμον. Μόνον όταν έφθασεν εις την Κεχρεάν, ηναγκάσθη να ομολογήσει, ολίγον αργά, δεν είχε περάσει πλησίον από το μοναστηράκι της Παναγίας.
– Γιατί; ηρώτησεν η κόρη της.
– Πήγα χαμ’λά, απ’ τον ελιώνα.
Βορειότερον ολίγον του μονυδρίου της Παναγίας της Κεχρεάς, ευρίσκετο είς ελαιών της. Αυτή, πριν φθάσει εις την Παναγία, είχε στρέψει κι επήγε να ιδεί τον ελαιώνα, αν και είχε νυκτώσει ήδη. Εφοβείτο μήπως η προ πέντε ημερών πεσούσα χιών είχε σπάσει τίποτε κλωνάρια από τα ελαιόδενδρα, κι επήγεν ως εκεί διά να ίδει και βεβαιωθεί, ας ήτο και νυξ. Φθάσασα εκεί, εβεβαιώθη ότι δεν είχε γίνει ζημία τις από την χιόνα, και μείνασα ευχαριστημένη, εγύρισεν εις τον δρόμον της χαμηλότερα διά του ρεύματος, κι έφθασεν εις τον μύλον, χωρίς να περάσει από την Παναγία την Κεχρεά.
– Τότε, να πηγαίναμε ως εκεί να βλέπαμε, είπε δειλώς η Αφέντρα, ήτις προς τον σκοπόν τούτον, ως φαίνεται, έσπευδε ν’ αποκοιμίσει τα δύο παιδία.
– Δεν είναι φρόνιμο να ’ρθείς εσύ, είπεν η Συνοδιά. Σα ξυπνήσουν τα παιδιά, και ιδούν πως είναι μοναχά τους, θα χτυπηθούν, θα ζουρλαθούν απ’ το φόβο τους.
– Πώς να κάμουμε; είπεν η Αφέντρα.
– Να πάω εγώ μοναχή μου, να ιδώ, μην έπεσε πουθενά… Μπορεί να μπήκε μες
στην Παναγιά να κάμει το σταυρό του.
– Πώς να πας μοναχή σου, πάλι;
– Θα πάρω και το λαδικό ν’ ανάψω τα καντήλια της Παναγίας… Κεράκια
έφερα απ’ το χωριό… Μη φοβάσαι!
– Και τι να έγινε, αυτός ο άνθρωπος! Θα τρελαθώ! θα ψηλώσει ο νους μου,
έκραξεν η Αφέντρα, τείνουσα να εξάψει ακόμη, ως κάμνουν αι γυναίκες, δι’ αυθαιρέτου αλλ’ ασυνειδήτου ενεργείας, τα εξημμένα νεύρα της.
Την ιδίαν στιγμήν ηκούσθη φωνή οξεία τραγουδιστού άδοντος:
Τζιμ, τζιμ, τζιμ, τζιμ, παγώνα μου!
Έλα κοντά στο γόνα μου…
– Α! να ο Παγώνας είναι, είπεν η γρια-Συνοδιά. Στάσου να τον φωνάξουμε.
Και χωρίς να περιμένει την συγκατάθεσιν της θυγατρός της, η θεια-Συνοδιά
κατέβη εις το ισόγειον, ήνοιξε την εξώθυραν του μύλου, και ήρχισε να κράξει δυνατά·
– Παγώνα! ε! Παγώνα!
Ο τραγουδιστής διήρχετο επί όνου καθήμενος, απέναντι του μύλου, επί της ετέρας κατωφερείας του ρεύματος, κατερχόμενος μονοπάτι φέρον από του δάσους Αραδιά εις τον αιγιαλόν της Κεχρεάς.
Δεν εφαίνετο εις το σκότος ανάμεσα εις τα δένδρα. Αλλ’ ηκούετο το βήμα του όνου, η βέργα η πλήττουσα τα νώτα αυτού και το κέλευσμα του αναβάτου «Α! ντε, ντε! όξου!», το οποίον ούτος απηύθυνε προς το υποζύγιον οσάκις διέκοπτε το προσφιλές άσμα εις το οποίον ώφειλε και το παρατσούκλι, δι’ ου τον είχε καλέσει η θεια-Συνοδιά.
Ήτο παραγυιός γεωργοκτηματίου τινός κατοικούντος εις την πόλιν, κι έβοσκε τα βόδια του κυρίου του κάτω εις την Αγίαν Ελένην, όπου ούτος είχεν εκτεταμένους αγρούς με μικράν έπαυλιν. Είχεν αργοπορήσει, φαίνεται, διά τινα αφορμήν εις την πόλιν, κι επέστρεφεν αργά εις την έπαυλιν, όπως όχι σπανίως του συνέβαινε.
– Παγώνα! ε! Παγώνα!
– Τι θέλεις, θεια-Συνοδιά; απήντησεν ο νεαρός αγρότης γνωρίσας την φωνήν
της.
– Έρχεσαι τα-ίσα απ’ το χωριό, ή όχι;
– Έρχουμαι απ’ το χωριό, απ’ τον Αι-Γιαννάκη, απ’ του Συνοδάρη, απ’ τη
Βρωμόβρυση, απ’ τα Φιλιππέικα, απ’ της Μαμούς το ρέμα, απ’ τες Βίγλες, απ’ του Σταμέλου, απ’ του Πετράλωνο…
– Όλα αυτά τα μέρη τα έχεις γυρίσει, Παγώνα;
– Όλα, κι άλλα ακόμα…
– Μην είδες πουθενά το γαμπρό μου τον Αγάλλο;
– Το γαμπρό σου τον Αγάλλο;… Πώς! δεν ήρθε;… Θα ηύρε πουθενά τη Μοίρα
του πάλε… Ίσως να τον ωνείρεψε να πάει πουθενά να βρει τίποτε γρόσια, και του είπε να πάει νύχτα, για να μην τον ιδεί κανείς… Ή τίποτα στοιχειά θα ηύρε στο δρόμο κι έπιασε κουβέντα μαζί τους κι εξέχασε…
– Άφ’σε τώρα τα χωρατά, γιατί μας έπιασε μεγάλος φόβος, καημένε… Μην
το ’χεις μικρό πράμα… Ποιος ξέρει αν έπαθε και τίποτε… Μου κάνεις τη χάρη, Παγώνα μου, να πάμε μαζί ως απάνου, στην Παναϊά, να ιδούμε, μην είναι πουθενά;
– Πάμε, τι θα χάσουμε; είπε πρόθυμος ο νέος.
Και διευθύνας το υποζύγιόν του προς την κοίτην του ρεύματος, έφθασεν εις μέρος όπου ήξευρεν ότι το ρεύμα εστένευε μέχρι δύο σπιθαμών πλάτους, εβίασε τον όνον του, όστις εκοντοστάθη και δεν ήθελε να πατήσει εις το νερόν, να υπερβεί το ρεύμα, και έφθασεν έμπροσθεν του μύλου.
Η Αφέντρα, πεισθείσα να μείνει αυτή μετά των τέκνων της εις τον μύλον, ήναψε μικρόν φανάριον, και έβαλεν εις καλάθιον το ληκύθιον του ελαίου και τρία κηρία. Η Θεια-Συνοδιά εφόρεσε την φορά ταύτην την μαύρην φουστάναν της, έβαλε και τα τσόκαρα εις τους πόδας, και λαβούσα το καλάθιον και το φανάρι, ηκολούθησε τον Παγώναν, όστις επέζευσεν, έδεσε τον όνον του εις την ρίζαν δένδρου κι εξεκίνησε πεζός.
Ο Παγώνας προεπορεύετο σιωπών, διότι ιδών την αγωνίαν της ανησυχούσης περί της τύχης του συζύγου γυναικός, είχεν αισθανθεί στενοχωρίαν τινά ομοίαν με σέβας, και είχε παύσει αυθορμήτως το εύθυμον άσμα του.
Η θεια-Συνοδιά τον ηκολούθει αργοπερπατούσα επί του υγρού στενού δρομίσκου, όπου προ μικρού είχε πατηθεί και σκληρυνθεί η χιών, κατελθούσα εις λεπτόν στρώμα και μέχρι του χθαμαλού κοιλώματος, του δυσμικού και γείτονος της θαλάσσης. Εκοίταζε δι’ αυθορμήτου κινήματος δεξιά και αριστερά, μέσα εις τα κλαδιά τα διαχαράσσοντα κατά μήκος εν πρασίνω δροσερώ πλαισίω τον ανωφερή δρομίκσον, μετ’ εμφύτου τρόμου, φοβουμένη μη ίδει έξαφνα εξηπλωμένον ανάμεσα εις ένα σχοίνον και μίαν κομαριάν το σώμα του γαμβρού της. Διότι ανησύχει πολύ, και δεν ήξευρε τι είχε γίνει, ο προκομμένος. Ενίοτε από υψηλόν τινα θάμνον κατέπιπτε μετά τριγμού και κρότου, αποσπωμένη από τα κλαδιά, τολύπη τις χιόνος, θωπεύουσα δροσιστικώς τους οφθαλμούς και τα μέτωπα των δύο νυκτοβατών. Αριστερόθεν κατήρχετο διά μέσου των κλάδων και των θάμνων, τελευταία τις ασθενής ριπή του Βορρά, επισκεπτομένη εις τα χθαμαλώτερα εκείνα μέρη την παρθενικήν αδελφήν της, την χιόνα, σκληρύνουσα αυτήν επί των κλώνων των δένδρων, περί ους είχε περιχυθεί, καταστρώνουσα μεγαλοπρεπώς τους πολυκλάδους και απειροποικίλους σχηματισμούς των. Ουχί άνευ λόγου ωνομάσθη Πρωτεύς το πρόσωπον εκείνο, της αρχαίας μυθολογίας. Αλληγορικώς ηθέλησε να δείξει ο πλαστικός νους του εκλεκτοτάτου πάντων των λαών ότι έν πρωτογενές φύτρον εμφυσηθέν υπό του Δημιουργού εις την πλάσιν δι’ απείρων συνδυασμών διαιωνιζόμενον έμελλε να παράγει τόσον άπειρον ποικιλίαν τύπων και μορφών κατά άτομα, ώστε ούτε φύλλον να μην ομοιάζει απαραλλάκτως με φύλλον, κατά την αληθεστάτην παροιμίαν.
Δεξιόθεν, από την άλλην πλευράν του ρεύματος, ήρχιζε το δάσος του Αραδιά, εκ χιλιετών δρυών, να σχηματίζεται, και ν’ ανέρπει ολονέν ανά το βουνόν, το κορυφούμενον υψηλά άνω, εις τον Άγιον Κωνσταντίνον, και το βουνόν ήτο ορθόν, απότομον, κι εφαίνετο ως πελώριος τοίχος καλυπτόμενος υπό κισσού. Και η χιών έστιλβε τήδε κακείσε ανάμεσα εις την επιφάνειαν του σκοτεινού δρυμώνος, λευκόν μυστήριον, σιωπηλόν, εν τη γλώσση των άστρων ανταποκρινόμενον, επάνω με την Πούλιαν, με τον πολικόν αστέρα, με την Άρκτον και με τον Γαλαξίαν. Και διά της ριπής του Βορρά, όστις εφύσα εις τα φύλλα των παναρχαίων δένδρων, ο δρυμός, μεγαλοπρεπής, ασινής, ανάλωτος από εμπρησμόν, ως λέγουσι, βλάπτων τον υλοτόμον όστις θα ετόλμα να υψώσει εναντίον του πέλεκυν ασεβή, διηγείτο εις γλώσσαν ακατάληπτον εις πάντας πόσους καιρούς και χρόνους είχε ζήσει, και πόσας γενεάς ανθρώπων είχεν ιδεί διαδεχομένας αλλήλας, χωρίς οι μεταγενέστεροι να διδάσκωνται εκ της πείρας των προγενεστέρων και γίνωνται λογικώτεροι. Και η φριξ του δριμού, ριγηλή, παγερά, θρηνώδης, θροούσα διά δένδρων και κρημνών, έφθανεν αντικρύ εις την άλλην ημερωτέραν πλευράν, και μετέδιδε το ρίγος της εις τους ώμους και την ράχιν των δύο νυκτερινών οδοιπόρων.
Είχαν φθάσει ήδη εις το πρώτον ύψωμα, οπόθεν ήρχιζαν να εκτείνωνται αριστερά των ελειώνες. Αίφνης ο Παγώνας, ίσως διότι ησθάνετο κρύος και ήθελε να ζεσταθεί, ίσως και διά να παρηγορήσει κάπως την θεια-Συνοδιά, την οποίαν έβλεπε λυπημένην και ανησυχούσαν διά τον γαμβρόν της, ήρχισε πάλιν να τραγουδεί το προσφιλές άσμα του:
Τζιμ, τζιμ, τζιμ, τζιμ, παγώνα μου!
Έλα κοντά στο γόνα μου…
Η θεια-Συνοδιά, ήτις έμεινεν επί τινας στιγμάς κοτάζουσα προς το ανατολικόν μέρος, τον διέκοψεν αποτόμως:
– Για ιδές, του λέγει, τ’ είν’ εκεί;
Του έδειχνε τον θόλον του ναΐσκου της Παναγίας της Κεχρεάς, όστις υπερείχε των τοίχων του ναού και του μονυδρίου, και είχεν αρχίσει να φαίνεται ήδη όπισθεν των δένδρων, τη βοηθεία λάμψεώς τινος επιφανείσης αίφνης. Όπισθεν του δυτικού τοίχου του μονυδρίου, όστις ήτο χθαμαλώτερος, απλούς και άνευ κελλίων, σπινθήρές τινες ανήρχοντο εις τον ουρανόν φωτίζοντες τον θόλον και το δυτικόν της οροφής του ναΐσκου, ως να ήτο πυρά τις αναμμένη εντός του περιβόλου.
Η θεια-Συνοδιά έκαμε τον σταυρόν της κι εστέναξε.
– Παναΐτσα μου!
– Τι να είναι τάχα; είπεν ο Παγώνας, αναγκασθείς να διακόψει και δευτέραν
φοράν το άσμα του.
– Δεν απέρασες από την Παναϊά, πρωτύτερα, που ηρχόσουν κάτω;
– Όχι!
– Ούτ’ εγώ. Πάμε να ιδούμε;
– Πάμε!
Η Αφέντρα επερίμενεν εις τον νερόμυλον, ζαρωμένη παρά την εστίαν πλησίον των παιδίων της κοιμωμένων. Δεν ηκούοντο πλέον ούτε παραμύθια, ούτε τραγούδια εις τον σιωπηλόν μύλον, δεν ήτο η παρουσία της μητρός της, ήτις την παρηγόρει διά του ευθύμου και θαλερού γήρατός της, και αυταί αι αναμνήσεις του γάμου της, ανακληθείσαι προς στιγμήν, έφυγον, μη θέλουσαι να επιφοιτώσιν εις τεθλιμμένον πνεύμα και εις μελαγχολικόν οικίσκον. Μόνος ήχος ηκούετο και μόνη συντροφία της ήτο η αναπνοή των κοιμωμένων παιδίων και ο ροίβδος του πυρός ον ανέδιδον κάποτε οι καίοντες δαυλοί, και το όμμα της έμενε προσηλωμένον ακουσίως εις το κανδήλιον, το καίον εμπρός εις την εικόνα, το Τριμόρφι, ην είχε λάβει προίκα, φέρουσαν εν τω μέσω τον Χριστόν, όρθιον, ολόσωμον, ευλογούντα διά της δεξιάς και τόμον εν τη αριστερά κατέχοντα, μετά του πράου βλέμματος, της ωραίας κάλλει μορφής, του σχιστού ξανθού γενείου, με το ιμάτιον κυανούν και ερυθρόν τον άρραφον χιτώνα· δεξιόθεν του Χριστού την υπεραγίαν Θεοτόκον, αριστερόθεν τον τίμιον Πρόδρομον, αμφοτέρους πλαγιόθεν, κύπτοντας μ’ εσταυρωμένας τας χείρας παραπλεύρως του Κυρίου. Και δίπλα εις το Τριμόρφι εκρέμαντο από καρφίον συνημμένα, εις τεμάχιον λευκού πέπλου τυλιγμένα, τα δύο στέφανα, τα στέφανα του γάμου. Α! ήρχοντο, ναι, ακόμη αι αναμνήσεις του γάμου, αλλ’ ήρχοντο απαίσιοι και κατ’ άλλην όψιν.
Διότι η μήτηρ της όχι ολίγας φοράς της είχεν είπει έκτοτε, ότι εφοβείτο πολύ τα μάγια τα οποία ήτο πιθανόν να της κάμει η άλλη, η αντίζηλος, η παραγκωνισθείσα κόρη και αδικηθείσα ορφανή. Τα στοιχειά δεν τα εφοβείτο τόσον, και ας την έλεγαν ελαφροΐσκιωτην, ή μάλλον δι’ αυτό την ωνόμαζαν ούτω, διότι, όσα και αν έβλεπε, δεν είχε φόβον. Αλλ’ ως προς τα μάγια όμως, το πράγμα διαφέρει. Κατ’ αρχάς εφοβείτο, μη η άλλη «της ρίξει τα κορίτσια», σκοπός όστις κατορθούται διά τινων επωδών μελετωμένων όταν αναγινώσκονται αι ευχαί του αρραβώνος, αμέσως προ της κυρίως τελετής του γάμου. Ο φόβος της επετάθη κατ’ αρχάς, όταν η θυγάτηρ της έτεκε θήλυ εις την πρώτην γένναν της, αλλ’ εμετριάσθη όταν έκαμεν άρρεν εις την δευτέραν. «Τα μάγια δεν έπιασαν», είπεν. Ακολούθως βλέπουσα ότι ο γαμβρός της, «ο προκομμένος», δεν επήγαινε καλά εις τας υποθέσεις του, ότι είχεν αναγκασθεί να πωλήσει την πατρικήν οικίαν και να γίνει αγρομερινός, απεφάνθη, «Δε θα κάμεις προκοπή, θυγατέρα». Επόμενον ήτο. Δεν είναι μικρόν πράγμα αυτό, να πάρεις την τύχη της ορφανής, για να παντρευθείς τουλόγου σου. Αλλά πώς να κάμουμε πάλι; Πώς να ζήσει κανείς; Ζωή είναι αυτό, πόλεμος είναι. Το να φθάσει τις εις την τελειότητα, να προτιμά άλλον από τον εαυτόν του… είναι ως να αποφασίσει να μη ζήσει εις τον κόσμον αυτόν. Είναι ως να πάει να πνιγεί μοναχός του. Ψηλώνει ο νους του ανθρώπου να το συλλογίζεται. Του έρχεται να πάρει τα όρη – τα βουνά.
Αλλά μη αυτό ήτο τάχα το μεγαλύτερον κακόν, το οποίον εξ ανάγκης συμβαίνον κάποτε επέφερεν αδιάλλακτον έχθραν μεταξύ δύο οικογενειών; Υπήρχον και άλλα χειρότερα. Μικρόν χωρίον, μεγάλη κακία. Το μίσος εμαίνετο, και μαινόμενον εβασίλευεν, εν μέσω οικογενειών και ατόμων. Εκυκλοφόρει εις όλας τας αρτηρίας, εις όλας τας φλέβας της μικράς κοινωνίας. Ο άγιος νόμος του Χριστού κατεπατείτο, απεδίδετο πάντοτε κακόν αντί κακού, πολλάκις κακόν αντί αγαθού, ουδέποτε αγαθόν αντί κακού. Ανυπέρβλητος φραγμός εχώριζε τα δύο κόμματα, τας δύο φατρίας. Έλεγες ότι συνέζων διά να μισώνται, ότι η τύχη τους έβαλε συγκατοίκους της αυτής πόλεως διά να τρώγωνται. Ο εκάστοτε ισχυρός της ημέρας, δήμαρχος ή βουλευτής ή όπως εκαλείτο, εφήρμοζε κατά πλάτος το δημώδες αξίωμα: «Το ’να παιδί, καλό παιδί· τ’ άλλο δεν είχε μάννα». Ήτο προστάτης της οικογενείας, των οικείων, των φίλων, του κόμματος, όχι προστάτης της πόλεως. Κατόπιν της κυρίας ταύτης διαιρέσεως, ήρχοντο άλλαι μυρίαι υποδιαιρέσεις. Η μία συνοικία εκήρυττε πόλεμον κατά της άλλης συνοικίας. Πάσα οικογένεια πόλεμον κατά της άλλης οικογενείας. Παν άτομον πόλεμον κατά του άλλου ατόμου. Ο γείτων δεν έλεγε μίαν καλημέραν, που είναι του Θεού, εις τον γείτονα. Έκαστος έχαιρε να βλέπει τον άλλον δυστυχούντα. Προκειμένου περί της κληρονομίας τινός, οι συγγενείς κληρονόμοι ετρώγοντο τίς ν’ αρπάσει τα πλείονα. Θα ηφανίζοντο μάλλον εις τα δικαστήρια, θα επωλούντο σκλάβοι εις την Βαρβαρίαν, παρά να ίδωσι τον συγγενή να έχει περισσότερα απ’ αυτούς. Δι’ έν στρέμμα αγρού ήσαν ικανοί να φαγωθώσι μεταξύ των, ν’ αφανισθώσιν εις «προσωρινά μέτρα», εις «διεξαγωγάς», εις «εφέσεις» και κόντρα-εφέσεις. Εάν κακότυχόν τι ελαιόδενδρον συνέβαινε να κλίνει ολίγον τον ένα κλώνα προς τον παρακείμενον αγρόν, ο γείτων διά νυκτός έτρεχε με την τσάπαν του να περισκάψει το σύνορον, να μεταθέσει την «αποσκαφήν». Την επαύριον το ελαιόδενδρον έκπληκτον εξημερώνετο εις τον ελαιώνα του γείτονος. Είχεν αλλάξει κύριον την νύκτα.
Μάχαι ολόκληροι συνεκροτούντο δι’ έν θήλιασμα ελαιώνος, διά τρία κλήματα αμπέλου, δι’ ήμισυ «πινάκι» σιτοφόρου αγρού. Και αι ελαίαι από επτά ετών είχαν παύσει να καρποφορώσιν, ως να απηξίουν να λιπάνωσι διά του καρπού των τας κεφαλάς των αμαρτωλών· και τα κλήματα προώρως ωχραινόμενα δεν παρείχον ωρίμους τους οινωπούς βότρυς, αρνούμενα να ευφράνωσι διά του αμβροσίου χυμού των τας καρδίας αναξίων ανθρώπων· και ο ξανθός στάχυς της γης έκυπτε προώρως την μαραινομένην κεφαλήν προς την μητέρα του, ζητών να επιστρέψει ταχέως εις τα στέρνα αυτής, μη θέλων να θρέψει κοιλίας ασεβών ανθρώπων.
Τοιούτους πολέμους διεξήγον προς αλλήλους οι άνδρες, και τοιαύτα λάφυρα απεκόμιζον. Αλλά μη αι γυναίκες ήσαν ολιγώτερον μάχιμοι;
Η μήτηρ δεν ήθελε το καλόν της κόρης, η πενθερά εμίσει ολοψύχως την νύμφην. Η νύμφη δεν έλεγε καλημέραν εις την ανδραδέλφην.
Δι’ ένα απρόσεκτον λόγον, διά μίαν ελαφράν κακολογίαν, την οποίαν ευρίσκοντο πρόθυμοι οχετοί, όπως μεταβιβάζωσι μεγαλοποιημένην συνήθως εις το ενδιαφερόμενον πρόσωπον, ήσαν ικαναί να μην ομιληθούν ισοβίως. «Ούτε τα κόκκαλά μας να μη σμίξουν», ήτο η πολεμική κραυγή εις τας τάξεις των γυναικών. Η θεια-Συνοδιά είχεν ιδεί μίαν νύκτα τρομακτικόν όνειρον, το οποίον θα ήτο σωστή οπτασία, αν δεν το είχεν από πριν εις τον νουν της. Απεκοιμήθη μίαν εσπέραν ελαφρά, υποψιθυρίζουσα καθ’ εαυτήν την λέξιν ταύτην, την οποίαν της είχεν εκσφενδονίσει την ιδίαν ημέραν μία συγγενής εχθρά της, «Ούτε τα κόκκαλά μας να μη σμίξουν!» Απεκοιμήθη και ενθυμείτο το κοιμητήρι, το οστεοφυλάκιον του παλαιού νεκροταφείου της μικράς πόλεως, πλησίον του οποίου συχνά επερνούσεν, επιστρέφουσα την εσπέραν από τον αγρόν της, και όπου έβλεπε τα λευκά ή κιτρινωπά κόκκαλα των νεκρών όλα φύρδην μίγδην, όλα ομού κείμενα, χωρίς να δύναται οφθαλμός να διακρίνει τίνα ήσαν τα οστά των υπαρξάντων πάλαι ποτέ φίλων και τίνα τα των εχθρών. Εκεί ενώ «ελαγοκοιμάτο» μόλις, της εφάνη ότι διήρχετο έξωθεν του κοιμητηρίου, και ακούει φοβερόν κρότον συρράξεως σκληρών σωμάτων. Ύψωσε τους οφλαλμούς και βλέπει τα κόκκαλα των νεκρών ορθά, σηκωμένα επάνω, κινούμενα, τα βλέπει να συνταράσσωνται και να κτυπώνται αμοιβαίως. Η ωλένη εκτύπα την ωλένην, ο βραχίων τον βραχίονα, η περόνη την περόνην, η πλευρά την πλευράν, ο σπόνδυλος τον σπόνδυλον. Δύο κρανία γυμνά, τα οποία ευρέθησαν εκεί ως παραπεταμένα, ίσως διότι δεν ηξιώθησαν εντίμου ανακομιδής και τριτοετούς μνημοσύνου, κατασυνετρίβησαν από την χάλαζαν των πληγών, όσας υπέστησαν από τας εξαγριωθείσας κνήμας. Η θεια-Συνοδιά, βλέπουσα το παράδοξον θέαμα, εδοκίμαζε να κάμει τον σταυρόν της κι εψιθύριζε: Κύριε ελέησον! Και πώς να μη παραξενευτεί, ας ήτο και καθ’ ύπνον; Φαντασθήτε να βλέπει τις τα κόκκαλα των νεκρών εις το κοιμητήρι να ζωντανεύουν, να ορθούνται, να κτυπώνται μεταξύ των και να κάμνωσι τοιούτον φοβερόν θόρυβον![1] Τέλος, ενώ, έμενεν έντρομος βλέπουσα κα διαπορούσα τι τάχα ήθελεν απογίνει, ακούει δυνατόν ροίβδον και πάταγον έτι μεγαλύτερον, και βλέπει τον ένα τοίχον του κοιμητηρίου, τον βορεινόν, όστις ήτο υψηλότερος των άλλων, να καταρρεύσει έξαφνα διά μιάς προς τα έσω, να πλακώσει όλα τα κόκκαλα και να τα κάμει σύντριμμα. Η θεια-Συνοδιά εσκέφθη χαιρεκάκως, «Καλά να τα κάμει!» κι εξύπνησε.
Ήθελε να είπει το όραμα τούτο, το οποίον προ ολίγων ημερών μόνον είδεν, εις τον πνευματικόν, και δεν ευκαίρησε την παραμονήν των Χριστουγέννων να υπάγει. Ήλπιζεν ότι θα είχε καιρόν το πρωί, εις τον Άγιον Ηλίαν, όπου εμελέτα να μεταβεί, όπως εξομολογηθεί κι ελαφρύνει την συνείδησίν της. Αλλ’ ελθούσα εις τον μύλον βλέπει ότι ο γαμβρός της ήτο απών, και δεν ηδύνατο να εννοήσει πόθεν η παράδοξος αργοπορία του. Τώρα είχεν αφήσει την κόρην της περιμένουσαν μετά των κοιμωμένων τεκνίων εις τον μύλον, και αυτή μετά του Παγώνα, τον οποίον ευμενής πρόνοια είχε στείλει βοηθόν, «αρμένιζε» διά νυκτός, καίτοι κατά ξηράν, άνω του ρεύματος, προς την Παναγίαν. Και η Αφέντρα, κι εκείνη, εμβλέπουσα εν τη μοναξία μέσα της, καθημένη απέναντι εις το ωραίον εικόνισμα, το Τριμόρφι, ησθάνετο την ανάγκην ν’ ανακουφίσει την συνείδησίν της. Προ του γάμου είχε τείνει το ους εις ανοήτους εισηγήσεις γυναίων τινών περί μαγείας και περί ποτίσματος γαμβρού, και διά μίαν στιγμήν είχεν ελπίσει διά φαρμάκων και φίλτρων ν’ αποστρέψει την καρδίαν του μνηστήρος της από της ορφανής, της αντιζήλου, και να την ελκύσει προς το μέρος της. Και από επτά ετών, εκατοντάκις είχεν αποφασίσει και ουδέ άπαξ έσχε την γενναιότητα να εξομολογηθεί την αμαρτίαν ταύτην.
Ήτο ήδη μεσονύκτιον, νυξ βαθεία, και η Αφέντρα από την βαθείαν εκείνην σιγήν, από τους αμυδρούς εκείνους κρότους, τους τόσον λεπτούς, ώστε αδυνατεί τις να εννοήσει αν είναι της ακοής ή της φαντασίας, από το αόριστον εκείνο και μυστηριώδες και ανεξήγητον θέλγητρον, χωρίς επί στιγμήν να νυστάζει, ησθάνετο ότι είναι παράωρα. Νυξ μακρά του Δεκεμβρίου, χρόνος η νύχτα. Αίφνης ακούει το πρώτον λάλημα του αλέκτορος. Ο πετεινός, όστις με επτά όρνιθας εκοιτάζετο εις μικρόν διάφραγμα όπισθεν της μυλόπετρας και της χοάνης του αλεύρου, ως πασάς εις το χαρέμι του, είχεν αισθανθεί την ώραν και εξέβαλλε την συνήθη κραυγήν του. Η Αφέντρα, ήτις είχεν αρχίσει ν’ αποναρκούται ήδη, χωρίς να κατακλιθεί, αποτόμως εξύπνησε.
– Λαλεί τ’ ορνίθι, εψιθύρισε· πέρασαν τα μεσάνυχτα… Κι η μάννα μου, τι να
έγινε;
Ουδέν καλόν εσήμαινεν η αργοπορία αύτη της μητρός της. Και όμως παραδόξως η ελπίς την εθέρμαινε, και ήτο βεβαία ότι ουδέν κακόν είχε συμβεί.
Ηγέρθη και συνεδαύλισε το πυρ. Έλαβε τον λύχνον, κατέβη εις το ισόγειον, και επήρε ξηρά ξύλα, κι επανελθούσα τα έρριψεν εις την εστίαν. Είτα έκαμε τρις τον σταυρόν της προ της αγίας εικόνος και είπε το Πάτερ ημών και το Πιστέυω, τας μόνας προσευχάς τας οποίας ήξευρε.
Την ιδίαν στιγμήν ηκούσθη βήμα ανδρικόν έξω. Έκρουσαν την θύραν της. Ήτο η φωνή του Παγώνα. Εσηκώθη ν’ ανοίξει.
Κατερχόμενος ο Αγάλλος σιγά-σιγά, αργοστόλιστος ως νύφη, την κλιτύν του βουνού, πριν φθάσει εις την Κεχρεάν, ενώ είχε νυκτώσει ήδη, δεν εχόρταινε να ενθυμήται τα καλά εκείνα χρόνια, όταν ήτον ακριβός γαμβρός, ζηλεμένος και πολυγυρισμένος, και είχε καλοπεράσει επί οκτώ έτη με δύο αρραβωνιαστικές, πότε γελών την μίαν πότε την άλλην. Αλλ’ όταν έφθασεν έμπροσθεν του παλαιού μονυδρίου της Παναγίας της Κεχρεάς, κι εστράφη αριστερά να κάμει τον σταυρόν του προς την εκκλησίαν, διά της ανοικτής θύρας του περιβόλου, βλέπει μέγα φως εντός του ναού. Κάποια ευσεβής γυνή θα ενθυμήθη ίσως ν’ανάψει τα κανδήλια της Παναγίας, επί τη παραμονή του αχράντου Τοκετού Της, και θα το είχε παρακάμει εις το λάδι και τα φιτίλια, ώστε να μεταβάλει τας κανδήλας εις πυροφάνια. Αλλά συγχρόνως ακούει φωνήν και ψίθυρον έσωθεν του ναού, ως αναγνώσεις ή σιγανάς ψαλμωδίας μοναχών προσευχομένων. Ποίος να ήτο; Το μονύδριον ήτο διαλελυμένον από τον καιρόν της Αντιβασιλείας, ο ναΐσκος έμενεν έρημος.
Ο Αγάλλος δυνατόν να ήτο ελαφροΐσκιωτος, αλλ’ ήτο και σαββατογεννημένος και δεν εφοβείτο. Επλησίασεν εις την θύραν του μονυδρίου, εισήλθεν εις τον περίβολον, διέβη την αυλήν, και εισήλθεν εις τον ναόν. Τα κανδήλια ήσαν αναμμένα έμπροσθεν των εικόνων του τέμπλου, αλλά με κανονικά φώτα και όχι ως πυροφάνια. Αλλ’ υπήρχον και δύο μεγάλαι λαμπάδες καίουσαι εις τα μανουάλια, και πέντε ή έξ κηρία. Εντεύθεν το πολύ φως.
Δεξιά εις την αχιβάδα, μοναχός τις, μεσήλιξ φορών επανωκαλύμμαυχον έψαλλε το Κύριε εκέκραξα. Εξημέρωνε Δευτέρα και δεν είχε ψαλεί ο εσπερινός το πρωί ουδ’ είχε τελεσθεί την παραμονήν η λειτουργία του Μ. Βασιλείου. Αριστερά έτερος μοναχός αντεφώνει εις τον πρώτον. Δύο ή τρεις άλλοι μοναχοί ή δόκιμοι, με ράσα, αλλά χωρίς επανωκαλύμμαυχα, ίσταντο εις το δυτικόν μέρος του ναού εντός των στασιδίων. Έσωθεν του ιερού βήματος σεβάσμιος πρεσβύτης ιερομόναχος, υψηλός, οστεώδης, πολιός, βαθυπώγων, με ωχρούς, λιποσάρκους και οιονεί διαφανείς τους χαρακτήρας του προσώπου, εξήλθεν την στιγμήν εκείνην με επιτραχήλιον, φελόνιον και κρατών το θυμιατόν. Τίνες ήσαν όλοι αυτοί; Ο Αγάλλος πρώτην φοράν τους έβλεπε.
Ο σεβάσμιος πρεσβύτης εθυμίασε τας εικόνας πρώτον, είτα τον δεξιόν ψάλτην, είτα τον αριστερόν, ακολούθως τους τρεις μοναχούς ή δοκίμους και τελευταίον τον Αγάλλον. Ο Αγάλλος υπέκλινε προς το θυμίαμα, είδε τους αλλοκότους ισχνούς και διαυγείς χαρακτήρας του σεβασμίου πρεσβύτου, κι επίστευσε πλέον ότι επήγε ζωντανός εις τον Παράδεισον. Άλλως δεν ηδύνατο να εξηγήσει το όραμα.
Ουδείς των πέντε μοναχών έστρεψε βλέμμα προς τον νεωστί ελθόντα. Μόνον ο τελευταίος, ο νεώτερος των ρασοφόρων, όστις δεν εφόρει καλυμμαύχιον, αλλ’ εκράτει υπό την μασχάλην διπλωμένην την μαύρην σκούφιαν του, έστρεψε προς τον Αγάλλον όχι τον οφθαλμόν, αλλά τον κρόταφον και την ούλην στοιβήν της κόμης του και το άκρον του κανθού, και τότε ο Αγάλλος έλαβε το θάρρος να προσέλθει πλησίον του και να τον ερωτήσει:
– Ποιοι είστε τουλόγου σας;
Ο δόκιμος απήντησε διά νεύματος ότι δεν είναι καιρός εξηγήσεων τώρα, αλλ’ ο γεραρός πρεσβύτης, όστις είχεν επιστρέψει εις το ιερόν Βήμα, και εφαίνετο έχων το προορατικόν χάρισμα, έστρεψε την κεφαλήν προς τον δόκιμον και του επέστρεψε διά νεύματος να δώσει εξηγήσεις εις τον αδελφόν.
Αφού ο Αγάλλος ηυχαρίστησε την περιέργειάν του, ήτο αποφασισμένος ν’ απέλθει, να καταβεί εις τον μύλον, όπως παραλάβει και την γυναίκα και τα τέκνα του, και υπάγωσιν όλοι ομού εις την Παναγίαν, διότι οι παράδοξοι μοναχοί έμελλον να ψάλωσι παννύχιον αγρυπνίαν, και τελέσωσι λειτουργίαν προς τα χαράγματα. Αλλ’ ενώ ήτο έτοιμος ν’ απέλθει, πάλιν έλεγε μέσα του: «Ας καθίσω ακόμα λίγο», και πάλιν «ακόμα λίγο», και είχε γίνει μεσονύκτιον ήδη χωρίς να αισθανθεί τον κόπον. Διότι το τρυφερόν και σεμνόν της ψαλμωδίας μεγάλως τον έτερπε.
Τέλος, μικρόν προ του μεσονυκτίου, ότε είχεν αρχίσει να γίνεται ανάγνωσις του πανηγυρικού της ημέρας, ενώ ο Αγάλλος είχε κινηθεί να εξέλθει του ναού διά να πυρωθεί ολίγον εις το έξωθεν αναμμένον πυρ, κι εσυλλογίζετο την ανησυχίαν της γυναικός του, διότι ήτο βέβαιος ότι η πενθερά του θα έφθασεν από την χώραν και επληροφόρησε την Αφέντραν περί της αναχωρήσεώς του εκ της πολίχνης, βλέπει έξαφνα την πενθεράν του και τον Παγώναν και παρουσιάζονται.
Ο Αγάλλος δεν άφησε τον ελαφρόν ίσκιον να ενεργήσει διά την γραίαν Συνοδιάν. Την εκάλεσεν έξω του ναού και της είπε ποίοί τινες ήσαν οι μοναχοί εκείνοι.
Απεφασίσθη να υπάγει ο Παγώνας, όστις άλλως είχεν αφήσει τον όνον του δεμένον έξωθεν του μύλου, να δώσει απλήν είδησιν εις την Αφέντραν, και της είπει ότι μετά δύο ώρας ακόμη θα κατήρχοντο ο σύζυγός της και η μήτηρ της διά να εξυπνίσωσι τα δύο τέκνα, και οδηγήσωσι ταύτα και την μητέρα των εις την Παναγίαν διά να λειτουργηθούν.
Η Αφέντρα εσηκώθη και ήνοιξε την θύραν.
– Μοναχός σου ήλθες; Πού είναι η μάννα μου;
– Στην Παναγιά.
– Στην Παναγιά; Κι ο Αγαλλάκης;
– Κι ο Αγαλλάκης μαζί. Κάνουν αγρυπνιά.
– Αγρυπνιά;
– Να, ολονυχτιά.
– Ποιος την κάνει;
– Κάτι νεοφερμένοι καλογέροι.
– Καλογέροι;
– Να, ανθρώποι με ράσα.
– Απ’ το μοναστήρι ήρθαν;
– Όχι, είναι άλλοι. Ήρθαν τώρα γρήγορα. Κάθονται στον Αι-Θανάση.
– Στον Αι-Θανάση;
– Ναι. Πλιότερα δεν ξέρω. Είπαν να κοιμηθείτε, και τώρα-τώρα θα ’ρθεί ο Αγάλλος μαζί με τη θεια-Συνοδιά να σας ξυπνήσουν, να σηκώσουν και τα παιδιά, να πάτε να μεταλάβετε. Καλή νύχτα, κι αύριο με υγεία.
Μόλις η Αφέντρα επρόφθασε να κλέψει ένα ύπνον, και εκρούσθη η θύρα του νερόμυλου. Ήτο ο Αγάλλος και η θεια-Συνοδιά.
Η Αφέντρα εξύπνισε τα παιδιά, τα ένιψε, τα ενέδυσε, τα εκτένισεν, εστολίσθη και αυτή με ό,τι πρόχειρον είχεν εις τον μύλον, και λαβόντες το φανάριον εξεκίνησαν και οι πέντε διά την Παναγίαν.
Οι έξ μοναχοί ήσαν νεοφερμένοι πράγματι. Ήρχοντο εκ μιας των Κυκλάδων, όπου είχον διατρίψει επί πολλά έτη ασκητεύοντες. Έφθασαν προ ολίγων εβδομάδων, και οι πλείστοι των κατοίκων δεν τους είχαν γνωρίσει ακόμη. Ο Αγάλλος πρώτην φοράν τους έβλεπε, και διά τούτο του εφάνησαν ως παράδοξος οπτασία. Άμα φθάσαντες είχον αρχίσει να κτίζωσι κελλίον τι προς διαμονήν των, στεγαζόμενοι προσωρινώς εις χωρικόν τι καλύβιον.
Επειδή δεν υπήρχε ναός εις το μέρος εκείνο, είχον κατέλθει να εορτάσωσι τα Χριστούγεννα εις την Κεχρεάν, μιας ώρας δρόμον απέχουσαν.
Οι μεν τους έλεγον αιρετικούς, οι δε τους εσέβοντο ως πολύ εναρέτους. Η κοινή φήμη έλεγεν ότι ησπάζοντο εν μέρει τας δοξασίας θρησκευτικού τινος διδασκάλου, τας οποίας είχεν αποκηρύξει η Ιερά Σύνοδος. Το αληθές ήτο ότι ο εν λόγω διδάσκλος, αυτός μάλλον είχεν ακολουθήσει τινά των παλαιών εθίμων μοναστικής τινος κοινότητος, λίαν αρχαιοπρεπούς, εις την οποίαν ανήκον οι ασκηταί ούτοι. Ούτω συνέπεσαν εν μέρει εις τας δοξασίας. Πολλοί όμως εφρόνουν ότι, επειδή το πολύ του λαού διψά θρησκευτικής διδασκαλίας, οι δε αρμόδιοι και υπεύθυνοι ουδεμίαν μέριμναν λαμβάνουσι προς θεραπείαν της ανάγκης ταύτης, διά των αγνών και ορθοδόξων, ουχί διά ξενοπρεπών και κακοζήλων πηγών, επόμενον ήτο πολλοί ευσεβείς και καλοπροαίρετοι άνθρωποι να πλανηθώσι, καλή τη πίστει, ακούοντες τον χριστιανικόν λόγον, έστω και νοθευμένον, παντού όπου ούτος ηχεί, διότι όταν αι βρύσεις και κρήναι θολωθώσιν, οι δε υδρονομείς αποκρύπτωσι τα διαυγή νάματα, άνθρωποι και κτήνη, διψώντες μέχρι θανάτου, θα προτιμήσουν να πίωσιν εκ του θολού ρεύματος, ασθενή ευρίσκοντες ελπίδα σωτηρίας εν τούτω, μάλλον ή ν’ αποθάνωσι της δίψης· Ανθρώπους και κτήνη σώσεις, Κύριε· ως επλήθυνας το έλεός σου, ο Θεός.
Η θεια-Συνοδιά εξωμολογήθη εις τον πατέρα Ιεζεκιήλ (ούτως εκαλείτο ο προϊστάμενος της αδελφότητος ιερομόναχος), και ούτος την ωδήγησεν ότι, εάν η ορφανή κόρη, η παραγκωνισθείσα διά του γάμου της θυγατρός της, έμεινεν έκτοτε άγαμος, οφείλει, όπως τύχει συγχωρήσεως, να συντελέσει αυτή το κατά δύναμιν προς αποκατάστασίν της· εάν όμως εκείνη υπανδρεύθη ή απέθανεν έκτοτε, τότε ανάγκη να κάμει άλλας ελημοσύνας, ως και έν σαρανταλείτουργον εις τον ναόν της ενορίας της, κατά προτίμησιν.
Επειδή η Συνοδιά έδωκε την πληροφορίαν ότι η κόρη ήτο άγαμος ακόμη, ο πρώτος κανών της επεβάλλετο.
Εις την Αφέντραν, ήτις έσχε τέλος το θάρρος να εξομολογηθεί το αμάρτημα της μαγείας, έδωκε κανόνα μακράν αποχήν από της Μεταλήψεως και προσθέτους νηστείας και προσευχάς. Την εσυμβούλευσε ν’ ανάψει και μεγάλην λαμπάδα εις την αγίαν Αναστασίαν την Φαρμακολύτριαν.
Τα δύο παιδία μετέλαβον της ιεράς Κοινωνίας, και η οικογένεια όλη επέστρεψεν άμα τη ανατολή του ηλίου εις τον μύλον της.
(1892)
Από την κριτική έκδοση του Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλου με κάποιον επιπλέον εκσυγχρονισμό της ορθογραφίας (υποτακτική, μονοτονικό).
[1] Δεν αντιποιείται ο συγγραφεύς την πατρότητα της επινοίας ταύτης, δημοσιευομένης απλώς προς διδακτικόν σκοπόν, διότι ίσως να έλαβεν αρχήν εξ ασυνειδήτου αναπολήσεως παλαιών αναγνωσμάτων.
ΟΙ ΕΛΑΦΡΟΪΣΚΙΩΤΟΙ
«Άνευ Παπαδιαμάντη ντόπια λογοτεχνία δεν νοείται». Αυτή η φράση συνοψίζει το μέγεθος του μεγάλου μας λογοτέχνη. Το έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (1851-1911) ορίζει το σημείο όπου συναντώνται η ελληνική λόγια παράδοση, η εκκλησιαστική παράδοση και η λαϊκή παράδοση. Οι Ελαφροΐσκιωτοι (1892) είναι ένα από τα μεγάλα του αριστουργήματα. Ένα έργο που, όπως έγραψε ο Κωστής Παπαγιώργης, «θα λέγαμε ότι το συγγραφικό δαιμόνιο το “έκλεψε” κυριολεκτικά από τα φυλλοκάρδια του Σκιαθίτη και το παρέδωσε στο μέλλον».
∗∗∗