Της Ξένης Μουχίμογλου, δημοσιογράφου ([email protected])
Μ’ ένα εξαιρετικό καστ ηθοποιών ο Περικλής Χούρσογλου μας έδωσε μία ακόμη θαυμάσια ταινία, όπου με αφορμή τα καθημερινά μιας οικογένειας και μιας πολυκατοικίας θέλει να πει πολλά για τον τόπο μας και την κοινωνία μας που βρωμάει, όπως όταν η αποχέτευση σπάει στην πολυκατοικία, και πώς οι καλές προθέσεις του ενός βυθίζονται στον οχετό με τους άλλους γύρω να τσακώνονται και να ρίχνουν ο ένας τις ευθύνες στον άλλον.
Ο Παύλος (τον υποδύεται θαυμάσια ο Περικλής Χούρσογλου) παραλαμβάνει τη διαχείριση της πολυκατοικίας από τη μητέρα του, που την κρατούσε χρόνια μαζί με τον άντρα της. Όλα αυτά τα χρόνια η πολυκατοικία έχει σαπίσει, δεν δουλεύει τίποτα και, προπαντός, η αποχέτευση κοντεύει να τους πνίξει στην ακαθαρσία.
Μόλις αναλαμβάνει ο νέος διαχειριστής καλεί τους ενοίκους και τους εκθέτει τα προβλήματα. Ταυτόχρονα, κάνει ειλικρινείς προτάσεις για τη βελτίωση της κατάστασης. Η συνεννόηση είναι από δύσκολη έως αδύνατη. Ενώ όλοι θέλουν να αλλάξει η κατάσταση, κανείς δεν συμφωνεί και τότε ο σκηνοθέτης για να σταματήσει η οχλαγωγία, βάζει τον διαχειριστή να επικαλεσθεί το πολίτευμα της Δημοκρατίας και ζητάει οι ένοικοι να ψηφίσουν, δηλαδή να σηκώσουν το χέρι τους πρώτα όσοι συμφωνούν και μετά όσοι διαφωνούν.
Οι προτάσεις του κερδίζουν με ισχνή πλειοψηφία και ο διαχειριστής σηκώνει τα μανίκια για να πέσει με τα μούτρα στη δουλειά. Καλεί τον υδραυλικό (ο Κώστας Βουτσάς στον καλύτερό του ρόλο) για να συμφωνήσουν πρώτα στην τιμή. Αυτός του ζητάει μια μεγάλη μίζα για ν’ αναλάβει τη δουλειά «τα δύο τρίτα δικά μου και το ένα τρίτο δικό σου».
Ο διαχειριστής, συνεπής στις τίμιες προθέσεις του, αρνείται τη συναλλαγή και του ζητάει να δουλέψουν τίμια χωρίς τέτοια παρατράγουδα και παίρνει την απάντηση: «Τι λες, τόσα χρόνια έτσι δουλεύω, θα μου χαλάσεις την πιάτσα. Δεν θα μπορώ να σταυρώσω πελάτη».
Ρωτάει τη μητέρα του αν έτσι λειτουργούσαν σαν διαχειριστές με τον πατέρα του και του απαντάει ότι «βεβαίως, έτσι. Και μην τολμήσεις να του κόψεις κάτι, γιατί πάλι σ’ αυτόν θα τα δώσεις. Θα σου ανοίξει κι άλλες δουλειές. Και αν δεν μ’ ακούσεις, όταν τον χρειαστείς περίμενε να σου ξανάρθει».
Εν τω μεταξύ, στη διάρκεια της ταινίας παρακολουθούμε την καθημερινότητα ενός τυπικού ζευγαριού με δύο παιδιά, την καθημερινή ρουτίνα και τους στερεότυπους διαλόγους, τη μαμά του διαχειριστή με την αυταρχικότητά της πάνω στο γιο της και στους ενοίκους, και την προσπάθειά του να εξωραΐσει την πολυκατοικία. Μέχρι μπιγκόνιες αγοράζει για να ομορφύνει τον ακάλυπτο χώρο κι εκεί, στο φυτώριο, τα φτιάχνει με μια νόστιμη πιτσιρίκα για να συμπληρωθεί η εικόνα της τυπικής ελληνικής μικροαστικής οικογένειας.
Ο διαχειριστής δουλεύει με πάθος στη διαλυμένη πολυκατοικία και προσπαθεί να διορθώσει πράγματα για τα οποία είναι άσχετος και καθώς π.χ. δεν είναι υδραυλικός λούζεται μέσα στις ακαθαρσίες, ενώ τα τρωκτικά (όλοι ξέρουμε τα τρωκτικά που μας ροκανίζουν χρόνια τώρα) τον περιτριγυρίζουν. Όλες οι προσπάθειές του πάνε στο βρόντο, το καράβι έχει σαπίσει… και οι ένοικοι απαιτούν να δουν τις αποδείξεις
για όλα αυτά που ισχυρίζονταν ότι ξόδευαν οι προηγούμενοι διαχειριστές, δηλαδή ο πατέρας του και η μητέρα του (οι άνθρωποι της ίδιας οικογένειας (!)) αλλά αποδείξεις δεν υπάρχουν!… Τις είχε πάρει, λέει, ένας από τους ενοίκους, ο οποίος έχει φύγει σε άλλη χώρα και το μάρμαρο το πληρώνουν τώρα οι άλλοι.
Ο διαχειριστής κάνει ακόμα μια προσπάθεια να διορθώσει την αποχέτευση και η βάση της πολυκατοικίας πλημμυρίζει στις ακαθαρσίες.
Εν τω μεταξύ η γυναίκα του, που της έχει αποκαλύψει τον δεσμό του με τη μικρή, του ζητάει να μην εγκαταλείψει την οικογένεια, να μείνει, αυτά συμβαίνουν, και όλοι καλά περνάμε (κι ας ήμαστε πνιγμένοι
στα σκ…).
Ο σκηνοθέτης όμως αφήνει να διαφανεί κάτι νέο και φρέσκο, μια μικρή ελπίδα που την εναποθέτει στους νέους. Όταν πηγαίνει η νεαρή ερωμένη να τον πάρει, της λέει ότι πρώτα πρέπει να διώξει την κόπρο του Αυγεία, να καθαρίσει το χώρο, να τον απολυμάνει και μετά… ας ελπίσουμε…
Τελικά ο Περικλής Χούρσογλου γύρισε μια καθαρά πολιτική ταινία, βρίθουσα από συμβολισμούς, που είναι ο καθρέφτης της χώρας μας, αφήνοντας και μια χλωμή αχτίδα για τους νέους. Ας ελπίσουμε…