Δε φοβάμαι τις καταιγίδες, γιατί μαθαίνω
πώς να κυβερνώ το πλοίο μου.
Λουίζα Μέι Άλκοτ, Μικρές κυρίες
Η αντίληψη που έχουμε για μία περισσότερο ή λιγότερο αγχωτική συνθήκη σχετίζεται σαφώς με προσωπικά χαρακτηριστικά και τρόπους συμπεριφοράς. Ωστόσο, σε αρκετές περιπτώσεις ορισμένες συνθήκες στην εργασία, όπως οι υπερβολικά υψηλές προσδοκίες ή οι αυξημένες απαιτήσεις παραγωγικότητας, ενισχύουν τις αντιδράσεις άγχους. Παρόλο που οι περισσότεροι άνθρωποι δεν αντιμετωπίζουν σοβαρές απειλές (όπως για παράδειγμα καταστάσεις που θέτουν σε κίνδυνο τη ζωή τους) κατά τη διάρκεια μιας συνηθισμένης ημέρας στην εργασία τους, το συναίσθημα του άγχους μπορεί να έχει τελικά πολύ αρνητικό αντίκτυπο.
Βιολογικά, το άγχος, είναι η φυσιολογική αντίδραση του σώματος σε συγκεκριμένες προκλήσεις ή συνθήκες που ενέχουν την αίσθηση της απειλής ή γίνονται αντιληπτές ως δυνητικά επικίνδυνες (είτε διανοητικά είτε σωματικά). Σε αυτές τις περιπτώσεις, το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, μεταξύ άλλων, οδηγεί στην ενεργοποίηση του αμυντικού μηχανισμού επιβίωσης ή αλλιώς του αυτόνομου μηχανισμού του στρες «Μάχη, Φυγή, ή Πάγωμα» (fight, flight or freeze). Ο σκοπός αυτής της αντίδρασης είναι να μας βοηθήσει να ανταπεξέλθουμε στην απειλή (φυσική ή μη) που πρέπει ή πιστεύουμε ότι χρειάζεται να αντιμετωπίσουμε. Στο σώμα απελευθερώνονται ορμόνες, όπως η αδρεναλίνη και η κορτιζόλη, ώστε να μας δώσουν μια «ώθηση ενέργειας», είτε για να καταπολεμήσουμε το πρόβλημα είτε για να ξεφύγουμε από αυτό. Αν και το βραχυπρόθεσμο ή οξύ στρες ενέχει ελάχιστο κίνδυνο, μακροπρόθεσμα ή χρόνια, το υπερβολικό άγχος μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρά προβλήματα υγείας. Όταν το σώμα διατηρείται σε συνεχή κατάσταση συναισθηματικής διέγερσης και εγρήγορσης, αυξάνεται εκθετικά ο κίνδυνος για μακροπρόθεσμες αρνητικές επιπτώσεις με σωματικές εκδηλώσεις π.χ. καρδιακά ή γαστρεντερολογικά προβλήματα, αλλά και ψυχολογικές δυσκολίες.
Στις διαπροσωπικές συγκρούσεις, οι αντιδράσεις άγχους με βάση τον μηχανισμό του στρες αποτυπώνονται με διαφορετικό τρόπο:
Απόκριση «Μάχης»: Η αντίδραση της «μάχης» σχετίζεται με τη φυσική ή προφορική αντιπαράθεση και συνήθως συνοδεύεται από αύξηση της αρτηριακής πίεσης, της θερμοκρασίας του σώματος και του ρυθμού της αναπνοής. Αυτό μπορεί να συμβεί, όταν η αλληλεπίδραση με άλλους οδηγεί σε υπερβολική διέγερση και ακατάλληλη συμπεριφορά, όπως λεκτική κατάχρηση (φωνές, λεκτικό εκφοβισμό ή δυσφήμηση) ή σωματική επιθετικότητα. Η αντίδραση αυτή μπορεί να έχει καταστροφικές συνέπειες, καθώς μπορεί εύκολα να οδηγήσει σε κατάρρευση των σχέσεων στο εργασιακό πλαίσιο. Διαμορφώνει συνήθως ένα τοξικό περιβάλλον και γι’ αυτό χρειάζεται άμεση παρέμβαση. Πιο επιβλαβές είναι όταν δύο αντικρουόμενοι υπάλληλοι έχουν να την ίδια αντίδραση.
Απόκριση «Φυγής»: Χαρακτηριστική αντίδραση μπορεί να είναι η αγνόηση της σύγκρουσης, αλλά και η αποφυγή της συναναστροφής με το άτομο, με το οποίο υπάρχει η αντιπαράθεση, ή ακόμα και η φυσική απουσία από την εργασία. Συχνά σημαίνει ότι η σύγκρουση υποβόσκει για μεγάλο χρονικό διάστημα έως ότου λάβει μεγάλη έκταση. Αυτός ο τύπος απόκρισης μπορεί να είναι επιβλαβής, καθώς μπορεί να επιδεινώσει την κατάσταση, δημιουργώντας ένα ακόμη χειρότερο σενάριο στην επόμενη συνάντηση με το εμπλεκόμενο πρόσωπο στο πλαίσιο της ομάδας ή μιας αναγκαίας συνεργασίας. Οι αντιδράσεις φυγής μπορεί να δημιουργήσουν προβλήματα στην ομαλή λειτουργία της επιχείρησης ή σταδιακά να διαμορφώσουν ένα αποξενωμένο και τυπικό τρόπο εργασίας.
Απόκριση «Παγώματος»: Όταν οι άνθρωποι έχουν την αντίδραση του «παγώματος» σε μια σύγκρουση ή ενόψει μιας δύσκολης κατάστασης, σημαίνει ότι δεν κάνουν τίποτα ενεργά, σαν να βρίσκονται σε σωματική ή διανοητική ακινησία. Συνήθως τα άτομα που έχουν αυτή την απόκριση δεν μπορούν να κατευνάσουν τον αντίπαλό τους και ενώ φαινομενικά η σύγκρουση δείχνει να επιλύεται, μακροπρόθεσμα μπορεί να προκληθεί μεγάλη δυσαρέσκεια μεταξύ των υπαλλήλων ή σε ζητήματα οργάνωσης (ιδίως αν τα άτομα με αυτήν την απόκριση βρίσκονται σε σημαντικές θέσεις).
Συνήθως, όταν είμαστε σε θέση να αναγνωρίσουμε το στυλ απόκρισης που έχουμε σε στρεσογόνες συνθήκες, μπορούμε να επανακτήσουμε τον έλεγχο της συμπεριφοράς μας και να αναζητήσουμε πιο λειτουργικούς και αποτελεσματικούς εναλλακτικούς τρόπους για να επικοινωνούμε και να επιλύουμε τις εντάσεις που αναπόφευκτα προκύπτουν. Αντίστοιχα, μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα τη συμπεριφορά των άλλων. Για παράδειγμα, εάν τείνουμε να αποκρινόμαστε μέσω της «φυγής», μπορούμε να επιλέξουμε να απομακρυνθούμε για μια σύντομη βόλτα με στόχο να αναλογιστούμε τη συνθήκη που μας αναστάτωσε και να χρησιμοποιήσουμε αυτόν τον χρόνο, για να εκφράσουμε τα συναισθήματά μας ή να βρούμε δυναμικές λύσεις. Σκοπός είναι να μπορέσουμε να διαχειριστούμε και να αντιμετωπίσουμε το άγχος που προκύπτει στον χώρο της εργασίας μας, αντί να αντισταθούμε, να το αγνοήσουμε ή να το αποφύγουμε και με την ίδια λογική να διαχειριστούμε και τις συγκρούσεις.
- Πίνακας: Edvard Munch – Η κραυγή