17.8 C
Athens
Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024

Ο Μάνος Λαμπράκης ανατρέχει στην παράσταση του Λευτέρη Βογιατζή “Καθαροί, πια” (Sarah Kane)

Ολοκληρώθηκε από τον Μάνο Λαμπράκη η προετοιμασία του βιβλίου του για την παράσταση του έργου της Sarah Kane “Καθαροί, πια” σε σκηνοθεσία Λευτέρη Βογιατζή. Ο συγγραφέας υπήρξε καλλιτεχνικός συνεργάτης του Λευτέρη Βογιατζή και της νέας ΣΚΗΝΗΣ από το 2000 έως το 2013.

Το έργο της Σάρα Κέιν «Καθαροί, πια» παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 2001 σε μετάφραση Τζένης Μαστοράκη, σκηνοθεσία Λευτέρη Βογιατζή, σκηνικό Λίλης Πεζανού, κοστούμια Κωνσταντίνου Ζαμάνη, φωτισμούς Λευτέρη Παυλόπουλου, μουσική Κωνσταντίνου Βήτα, κίνηση Δημήτρη Παπαϊωάννου. Στο θέατρο «Ροές» (Ιάκχου 14, Γκάζι).

Το βιβλίο αναφέρεται στην περίοδο των προβών και της παράστασης. Πιθανός τίτλος: «… και μετά καταστράφηκαν».

Ο Μάνος Λαμπράκης, στο κείμενο που ακολουθεί, αποτυπώνει κάποιες από τις αναμνήσεις εκείνης της εποχής:

Σεπτέμβριος 2000

Πρώτη ανάγνωση του έργου της Sarah Kane “Καθαροί, πια”

  • Στην (αρχική) φωτογραφία η πρώτη διανομή του έργου:

Tinker: Λευτέρης Βογιατζής
Grace: Αμαλία Μουτούση
Graham: Νίκος Κουρής
Rod: Χρήστος Λούλης
Carl: Δημήτρης Παπαϊωάννου
Robin: Γιάννος Περλέγκας
Γυναίκα: Αγγελική Στελλάτου

***

Μου ανοίγει την πόρτα του διαμερίσματός του, στην οδό Αλωπεκής στο Κολωνάκι.

Φοράει ένα προσκοπικό σορτσάκι, εμπριμέ πουκάμισο και σαγιονάρες.
«Καλησπέρα. Τι κάνεις;» μου χαμογελάει. Στο σπίτι επικρατεί μια αναστάτωση. Μου ζητάει συγγνώμη για ένα λεπτό. Πηγαίνει έξω στις γλάστρες της βεράντας και κάτι ψάχνει. Επιστρέφει μέσα.

«Κάθισε, μην στέκεσαι όρθιος. Με συγχωρείς για την αναστάτωση, μετακομίζει η Ειρήνη. Ο γιατρός της είχε απαγορεύσει το κάπνισμα. Κρύβει τσιγάρα στις γλάστρες. Μήπως έχεις ένα τσιγάρο;» με ρωτάει.
«Όχι, δεν καπνίζω» του λέω.

Του είχα στείλει το βιογραφικό μου, πριν από ένα χρόνο. Το βρήκε ανάμεσα σε κάτι εφημερίδες που συγκεντρώνει μήνες, πριν από μερικές μέρες. Μου έχει τηλεφωνήσει να μου ζητήσει συγγνώμη, που δεν του είχε δώσει σημασία τόσο καιρό, με ρωτάει αν εργάζομαι τώρα κάπου αλλού, ψάχνει βοηθό για το χειμώνα.

Ιούλιος του 2000.
Απέναντί μου κάθεται ο Λευτέρης Βογιατζής. Αφού έχουν περάσει μερικά πρώτα λεπτά αμηχανίας, ανάμεσα στα οποία με ρωτάει αν έχω καλή μνήμη κι εγώ εντελώς αυθορμήτως, του απαντάω ότι, εξαρτάται από το τι είδους μνήμη εννοεί, καθώς σίγουρα ναι, δεν θα μπορούσα μέσα σε αυτά τα πρώτα λεπτά, να αριθμήσω με ακρίβεια πόσες φορές κουνήθηκε το αεικίνητό του χέρι που, παράλληλα με την αργοπορημένη σημασία που πρέπει να μου δώσει, ξεφυλλίζει εφημερίδες, ψάχνει έναν τηλεφωνικό αριθμό ενώ παραλλήλως πίνει τσάι – μου μιλάει για τον αγαπημένο του γάτο, τον Νανούκ, που το σκάσε πριν από ένα χρόνο και ξάδερφο του οποίου, συνάντησε πριν από μερικές μέρες, περνώντας με το μηχανάκι του έξω από θέατρο Αλίκη, το σπίτι του στην Άνδρο, που δεν ξέρει αν θα προλάβει το τελευταίο καράβι αύριο, ώστε να κάνει ένα μπάνιο στην παραλία, μετά το Μπατσί, πριν από τη δύση του ήλιου, κι επιτέλους μετά από αρκετή ώρα τυχαίας ανάλωσης σε στοιχεία του πρόσφατου οικιακού του βίου, μιλάμε για το θέατρο.

Δεν έχω δει όλες του τις παραστάσεις, η πιο πρώιμη σχέση μου ως θεατής ήταν στο μικρό κηποθέατρο στο Ηράκλειο της Κρήτης, όπου διαβάζει ανάλεκτα κειμένων του Μάνου Χατζιδάκι, σε επιμέλεια της Ειρήνης Λεβίδη, συνοδεία μουσικών θεμάτων από την κιθάρα του Γιώργου Μουλουδάκη, η πιο πρόσφατη εκείνη των «Περσών» στην Επίδαυρο.

Του έχω στείλει ένα συνοπτικό μου βιογραφικό, όπως έχω στείλει άλλα 30 – 40 σε εταιρείες παραγωγής, θέατρα και ιδιωτικά μουσεία Τέχνης. (Το όνειρό μου εκείνη την εποχή, είναι να δουλέψω ως βοηθός σκηνοθέτη ή στην παραγωγή στο Θέατρο Τέχνης-Κάρολος Κουν).

Απλά και μόνο, για να περνάω την ημέρα μου στο υπόγειο της οδού Πεσμαζόγλου, που είχα λατρέψει από τις αναγνώσεις των αναμνήσεων των συνεργατών του, στα εφηβικά μου χρόνια, αναζητώντας ανάμεσα στις άδειες καρέκλες του ηλεκτρολογείου και του μικρού γραφείου του (εκεί όπου μετά τον θάνατό του, όλοι όσοι περάσανε από το κατώφλι του Τέχνης, θεωρούσαν αγίασμα, να αξιωθούν να καθίσουν για δευτερόλεπτα έστω στην πολυθρόνα φετίχ – θρόνο του Δασκάλου), στον διάδρομο αριστερά, το συναρπαστικό φάντασμα του, άγνωστου σε μένα, Καρόλου Κουν.

Δεν μπήκε όμως ποτέ κανένας, ούτε από εκεί, στον κόπο να μου απαντήσει, ότι οι θέσεις ήταν όλες κατειλημμένες, μολονότι στην επιστολή που συνόδευε το σύντομο βιογραφικό μου, γινόταν σαφές ότι προσφερόμουν ακόμα και αμισθί να εργαστώ ως συμπληρωματική πρακτική εξάσκηση.

Οι φίλοι μου από το εξωτερικό, μου στέλνουν email συμπαράστασης στην απογοήτευση των σκοτεινών βουβών εκείνων μηνών, λέγοντάς μου πως μάλλον είμαι overqualified για την «ελληνική αγορά». Μου βρίσκουν σπίτι, να επιστρέψω στο Λονδίνο. Αν θέλω.

Μόλις έχει λοιπόν πάρει στα χέρια του ολοκληρωμένη τη μετάφραση του έργου της Sarah Kane από την Τζένη Μαστοράκη, «Cleansed». Ένα πρωί, τον Φεβρουάριο του 1999, του έχει τηλεφωνήσει ο Ντασέν, να του πει ότι διάβασε σε μια αμερικανική εφημερίδα, ότι αυτοκτόνησε η μεγαλύτερη νέα Βρετανίδα συγγραφέας.

Του λέει να βρει και να διαβάσει το έργο της Blasted. O Βογιατζής το γνωρίζει ήδη από τη γερμανική του μετάφραση, που βρίσκεται χαμένη μέσα σε κάποιο γερμανικό Theaterheute, κάτω από τους πάκους των εφημερίδων – δεν του ξεφεύγει καλό τίποτα. Την επόμενη μέρα o Ντασέν, του στέλνει και το πρωτότυπο αγγλικό που έχει στην κατοχή του. Καταλήγει ωστόσο, μετά από συνεργασία με το Δημήτρη Παπαϊωάννου και την Αγγελική Στελλάτου, οι οποίοι και θα επωμιστούν για πρώτη φορά ρόλους ηθοποιών, στο έργο «Cleansed».

To απόγευμα της πρώτης μας συνάντησης, χωρίς να με έχει ενημερώσει, γίνεται η πρώτη ανάγνωση της μετάφρασης, παρουσία του Δημήτρη Παπαϊωάννου, της Αγγελικής Στελλάτου, της Αμαλίας Μουτούση και του Νίκου Κουρή, τους οποίους συναντάω πρώτη φορά εκεί. (Οι άλλοι δύο ρόλοι που λείπουν, συμπληρώνονται μετά από μέρες εξαντλητικών ακροάσεων προβών, από τους νεοεμφανιζόμενους τότε Χρήστο Λούλη και Γιάννο Περλέγκα).
Μετά το τέλος της ανάγνωσης από το Βογιατζή, μένουμε όλοι βουβοί.

Η Αμαλία Μουτούση σκουπίζει τα δάκρυά της. Ο Κουρής καπνίζει μανιωδώς PRINCE.
Σιωπή. Ανανεώνονται τα ραντεβού για καινούργιες αναγνώσεις – δεν μοιράζει σε κανέναν μας ακόμα αντίγραφο (δεν επιθυμεί κανένας από τους ηθοποιούς να μελετήσει σπίτι τίποτα ακόμα, θέλει η διαδικασία προς το παρόν να αποτελεί κοινή εξερεύνηση του ΤΩΡΑ).

Η Αμαλία ετοιμάζει τσάι στην κουζίνα της Ειρήνης, που έχει πια μετακομίσει στο δικό της σπίτι, οι υπόλοιποι βάζουμε λίγη τάξη εξοικονομώντας κάποιες άδειες θέσεις πάνω στον καναπέ του πατρικού του σπιτιού (εξοργίζοντας κάποιες φορές τον Βογιατζή που μέσα στην πολυσυλλεκτική του αταξία, διαταράσσουμε την πιο προσωπική του τάξη) που κάνει χρήση μέρους του σκηνικού διακόσμου, από τα παραβάν του Αλέκου Λεβίδη της ”Συμφοράς από το πολύ μυαλό”, την τραπεζαρία από το “Ρίττερ Ντένε Φος”, τις στρογγυλές λάμπες από το ”Με Δύναμη από την Κηφισιά”.

***

Το υπόλοιπο καλοκαίρι το μοιράζομαι μαζί με τον Βογιατζή και τον Παπαϊωάννου, που έχει αναλάβει εκτός από την επιμέλεια της κίνησης και την επιμέλεια των κουστουμιών, ανάμεσα στο σπίτι του Λευτέρη, στο γραφείο της Λίλης Πεζανού στα Εξάρχεια, και στο δικό μου σπίτι στη Στρατιωτικού Συνδέσμου.

Ο Βογιατζής επιμένει με σθένος που εκνευρίζει, στην ολοκληρωμένη κατασκευή 4 διαφορετικών σκηνικών συστημάτων, τα οποία κατασκευάζει σε μακέτες ακριβείας η Πεζανού, ο Παπαϊωάννου τοποθετεί σε μια πρώτη εκδοχή κίνησης την ανθρώπινη μικροκλίμακα στις μακέτες κι ο Βογιατζής τα φωτογραφίζει για να μελετήσει σπίτι. Πρέπει να αποφασίσει με τη βοήθεια των υπολοίπων, ζητάει πάντα τη συνυπευθύνοτητά τους, στην τελική επιλογή – σε ποια περιοχή σκηνικής έρευνας, να κινηθεί.

Αντιλαμβάνομαι πως ο σκηνικός χώρος, είναι το πρώτο εργαλείο του Βογιατζή, πριν από την απαίτηση της σκηνικής συνέργειας των ηθοποιών. Η μοναδική σκηνοθεσία που καταθέτει, είναι μέσα από το γκρέμισμα και την αναδόμηση του Θεάτρου της Οδού Κυκλάδων. Αυτή θέλει να είναι και η μοναδική για αυτόν μονογραφία. Αρχές Σεπτεμβρίου καταλήγει στη μακέτα.
Αρχίζουν οι πρόβες σε ένα εγκαταλειμμένο διαμέρισμα του Πικιώνη, πάνω από από το θέατρο της Οδού Κυκλάδων. Κάτω κάνει πρόβες ο Δημήτρης Μαυρίκιος
με την Αλέκα Παΐζη, για το “Έβδομο Ρούχο” της Φακίνου. Γνωρίζω από κοντά την Αλέκα Παΐζη. Της μεταφέρω τους χαιρετισμούς της γιαγιάς μου από την Κρήτη, μαζί με ένα ρόδι από τον κήπο του παλιού της σπιτιού.
Έζησαν γειτόνισσες στον Άγιο Ματθαίο στο Ηράκλειο. Η αδερφή της, δασκάλα δημοτικού τότε, έβγαινε στο μπαλκόνι μετά τη δύση του Ήλιου και τους έπαιζε Schubert και Τσιτσάνη, σε ένα παλιό ρώσικο βιολί.

Οι πρόβες είναι συγκλονιστική εμπειρία, για ένα ψαρωμένο πρωτάκι σαν εμένα.
Ζητάει, άγρια πολλές φορές, με πολλή αγάπη ωστόσο, από τους ηθοποιούς να ξεχάσουν τα αυτονόητα που έχουν μάθει από τις δραματικές σχολές. Μπαίνει βαθιά μέσα στις λέξεις. Ψάχνει από την αρχή. Μελετά με τρόπους που δεν ξέρει, με τρόπους όμως που ενέχουν επιστημονική ακρίβεια νυστεριού γλωσσολόγου. (Αν και μας εκμυστηρεύεται πως βρέθηκε στο θέατρο εντελώς τυχαία και μεγάλος σε ηλικία. Οινοπαραγωγός στη Σάμο ήθελε να γίνει μετά τις σπουδές στην Αγγλική Φιλολογία). Είναι εμφανής η γερμανική του μαθητεία στη Βιέννη και το σεμινάριο του Max Reinhardt. Κατά τη διάρκεια της πρόβας, αφαιρείται, μιλάει για τον μπαμπά του και τη μαμά του, που έχουν φύγει πριν από μερικά χρόνια, τα γλυκά «βασανιστήρια» που τον υπέβαλε ο αδερφός του, η Κάλλας δουλεύει σε μπακάλικο, τον γάτο Νανούκ που έχει εξαφανιστεί και τον έχει εξοργίσει ακόμα και μετά από ένα χρόνο περιπλανώμενης αλητείας.

Η Sarah Kane τον πανικοβάλλει κάποιες στιγμές. Θέλει αέρα. Όλοι μας. Στα διαλείμματα τηλεφωνεί στην Ειρήνη, μιλάει με τη διευθύντρια παραγωγής, με τους ιδιοκτήτες και τον δικηγόρο του θεάτρου «Ροές». Η συμφωνημένη παράδοση του χώρου, που ανακατασκευάζεται εκ βάθρων, μετά από δικές του υποδείξεις, καθυστερεί. Κάτι συμβαίνει. Με τις άδειες, με το υψηλό ενοίκιο, με κάτι. Αυτό τον εξαντλεί.

«Έχω καταστραφεί» μονολογεί συνέχεια. Τελειώνει η περίοδος των αναγνώσεων γύρω από το τραπέζι και θέλει να μπει πια, στη σκηνική εφαρμογή in situ.

***
Μετά την πρόβα κάθε βράδυ παίζει με τη Ρένη Πιττακή στο τελευταίο έργο του Πίντερ «Τέφρα και σκιά». To βράδυ, έχει ραντεβού με την Τζένη Μαστοράκη στο καμαρίνι του. Τρώει στο πόδι ζεσταμένο στο κατσαρολάκι της μαμάς του φαγητό, από τη συνοικιακή ταβέρνα και πίνει δύο ποτήρια κρασί.
Εμπιστεύεται απόλυτα το γλωσσικό ένστικτο της Μαστοράκη. Συζητάνε επί ώρες τη νέα εκδοχή μιας λέξης. Του αρέσει δυο μέρες, μετά επιστρέφει στην παλιά, μέσα από μια τυχαία κίνηση της Αμαλίας του αρέσει η νέα ξανά.
Κατοχυρώνεται.
Ένα βράδυ του τηλεφωνεί η γυναίκα του πολύ σημαντικού λυρικού τραγουδιστή αδερφού του, Σταμάτη, από την Αυστραλία. Ο αδερφός του πεθαίνει. Θέλει να τον δει. Ο Λευτέρης δεν μπαίνει ποτέ σε αεροπλάνα. Τηλεφωνεί στην Ειρήνη, του βγάζει εισιτήρια για Σίδνεϊ, το επόμενο πρωί, τον πάω στο Ελληνικό με ταξί και το Χρήστο. Τρέμει στην ιδέα του πολύωρου ταξιδιού. Του αγοράζω από το φαρμακείο βαλεριάνα. Δεν θέλει φάρμακα. Επιστρέφει από την Αυστραλία μετά από 3 μέρες, αγκαλιά με μια βαλίτσα γεμάτη από τα προσωπικά ρούχα και την τέφρα του αδερφού του. Το έργο της Sarah Kane από την ανάποδη γραμμένο αυτή τη φορά. Το ίδιο βράδυ έχει παράσταση. Το τεφροδοχείο του αδερφού του, ακουμπισμένο ευλαβικά, κάτω από την αφίσα της Μεγάλης Μαγείας του Giorgio Strehler. Έξω από το καμαρίνι τον περιμένει ο Harold Pinter και η Antonia Frazer.

***
Ξαναρχίζουμε πρόβες. Προσωπικές ήρεμες καλλιτεχνικές διαφωνίες με τον Δημήτρη Παπαϊωάννου σηματοδοτούν την πρώτη αποχώρηση του θιάσου. Ο Παπαϊωάννου θα κρατήσει πια μόνο το κομμάτι της επιμέλειας κίνησης. Μετά από ένα μήνα, θα ακολουθήσει το δρόμο του Δημήτρη και η Αγγελική Στελλάτου, φανερά συγχυσμένη με την υποκριτική και την ακριβείας διδασκαλία του Βογιατζή. Μπαίνει στην πρόβα ο μουσικός Κωνσταντίνος Βήτα. Αρχίζει το πολύ σοβαρό κομμάτι της μουσικής. Με αφήνει να μοιρασθώ την ευθύνη της ενημέρωσης, για τον απαιτούμενο τρόπο λειτουργίας της μουσικής. Ο Κωνσταντίνος αρχίζει να μου φέρνει cd. Τα δοκιμάζουμε στις αλλαγές των σκηνών.

 

Σχέδιο του Κ. Βήτα

Ο Βογιατζής ζητάει κι άλλες εκδοχές. Και αντίγραφα cd. Μελετάει το βράδυ σπίτι του. Μου δίνει μια πρώτη εκδοχή της σειράς της μουσικής. Μου ζητάει να γράψω τους στίχους του παιδικού τραγουδιού, που θα τραγουδήσει η Μουτούση και ο Κουρής. Έρχεται στην παρέα μας η Αλεξία Καλτσίκη, στον ρόλο της χορεύτριας του peep show. Mας τη συστήνει ο Λούλης, που έχει επωμιστεί και τον serial killer ρόλο του Βογιατζή στη διάρκεια των προβών. Έρχεται και ο Θάνος Σαμαράς.

***
Διορθώνει πάνω στον Λούλη και την κίνηση και την εκφορά του νοήματος των λέξεων, που θα μιλήσει ο ίδιος ως Tinker μερικούς μήνες μετά. Στην πρόβα επικρατεί ένταση. Η ιδιοκτησία του θεάτρου καθυστερεί την παράδοση του θεάτρου, κάνουμε πρόβες ανάμεσα σε κάδους μπάζων, υγρασία και υπερβολικό κρύο. Ζεσταινόμαστε με σόμπες υγραερίου. Πέφτει συνέχει η τάση του ρεύματος. Μικροατυχήματα.

Στίχοι του Κ. Βήτα για το τραγούδι των Beatles

Εντάσεις από κούραση και από δυσκολία ενσωμάτωσης, σε έναν υποκριτικό κώδικα που απαιτεί το άνοιγμα παράλληλα όλων των αισθήσεων, σε διαρκή δράση αντίδραση, επιβάλλει μετά μια δύσκολη πρακτική επαλήθευση, η οποία ενίοτε διακόπτεται, για να επιστρέψει στις εννοιολογικές καταγραφές και αναλύσεις των πρώτων πρώτων μηνών πρόβας. Πανικός. Η Μαστοράκη τηλεφωνεί μέσα στη νύχτα στο κινητό, σε ανοικτή ακρόαση, μας ανακοινώνει την αποστολή, μέσω fax, της μετάφρασης του τίτλου του έργου. Το fax διαβάζεται πρώτη φορά από το Βογιατζή.

«Καθαροί, (κόμμα) πια». Μεταφέρουμε πράγματα από το καμαρίνι της οδού Κυκλάδων στις Ροές. Παίρνει μαζί του μονάχα τις φωτογραφίες του Χορν και της Λαμπέτη. Η Λαμπέτη του υπογράφει, λίγες μέρες πριν εξαερωθεί στην Αθανασία, τις τελευταίες της λέξεις.

Στον Λευτέρη, με αίνιγμα.

Ψάχνει και μια να βάλουμε σε κορνίζα της Sarah. Που έχει λατρέψει. Του βρίσκω μια από τη Γερμανία. Πέφτει κατά λάθος απάνω της κρασί, την ξεπλένει και τον πιάνω
στο καμαρίνι του να τη σιδερώνει κρυφά, όπως σιδερώνουν οι έφηβοι πάνω στις μπλούζες σιδερότυπα από τον Μπλέηκ ή τη Σούπερ Κατερίνα.

«Συγγνώμη, σου κατέστρεψα τη φωτογραφία» μου λέει.

Η Μουτούση και ο Κουρής αντιμετωπίζουν με τη μεγαλύτερη άνεση, τις προκλητικά αθώες σκηνές του γυμνού. Τα άγια σώματά τους που δεν είναι πια δικά τους, αλλά της Grace και του Graham – αποτυπώνουν την ιδιαίτερα σκληρή ποιητική γλώσσα της Sarah Kane.

Ο Βογιατζής με πολύ μεγάλο εκνευρισμό βγάζει τα ρούχα του στη γενική δοκιμή, που πραγματοποιείται 3 ώρες πριν από την πρεμιέρα. Η Αθήνα γνωρίζει πρώτη φορά την Sarah Kane και σοκάρεται. Κατά τη διάρκεια των παραστάσεων, αρκετοί θεατές αποχωρούν. Άλλοι καθηλωμένοι στις θέσεις τους, κλαίνε με λυγμούς.

Τελειώνει η παράσταση και αρκετές φορές ο κόσμος δεν ξέρει αν πρέπει να χειροκροτήσει ή να αποχωρήσει απλά βουβός. Κάποιοι κάνουν τον σταυρό τους. Έχει τελειώσει για εκείνους, μια αποκαλυπτική προσωπική θρησκευτική λειτουργία. Ο Βογιατζής πίσω από το σκηνικό κρατάει σημειώσεις για υποκριτικές και πρακτικές δυσρυθμίες της παράστασης. Τις μοιράζει σαν αντίδωρο, καθημερινά, μετά το τέλος της παράστασης. Κάποιοι τις πετάνε στα σκουπίδια. Παραπονιέται πως δεν μπορεί να κάνει πια, έτσι θέατρο. Δεν έχει χρόνο να αφιερώσει στη δική του υποκριτική. Φροντίζει περισσότερο τους άλλους. Μια μέρα προσγειώνεται πάνω από το κεφάλι μου, στη σκηνή, μπροστά στους ηθοποιούς, ένα κάθισμα. Ο θεατής φανερά ενοχλημένος, αποχωρεί.

«Είστε ανώμαλοι! Όλοι!».

Μια άλλη μέρα σπάει μια αλυσίδα από το σκηνικό της Πεζανού. Επικρατεί πανικός. Οι θεατές νομίζουν ότι είναι μέρος των ανύπαρκτων θεατρικών εφέ της παράστασης. Η παράσταση συνεχίζεται. Μετά ακολουθεί μικρός συνδικαλιστικός οίστρος – εκνευρισμός των ηθοποιών.
Ευτυχώς για λίγο. Ο Λευτέρης στεναχωριέται. Έχει εξασφαλίσει πρώτα – πρώτα στο maximum των δυνατοτήτων του, την σκηνική τους υποκριτική ασφάλεια.
Κανείς δεν έχει προβλέψει τα υπόλοιπα. Λίγες μέρες μετά, τραυματίζεται στο πόδι η Μουτούση. Αρνείται να πάρει εκείνη την ευθύνη της έκτακτης ακύρωσης παραστάσεων των τελευταίων εβδομάδων. Παίζει κανονικά με πατερίτσες.

***

Τη φωτογραφίζει μαζί με τον Κουρή εκτάκτως το Wallpaper με φόντο την Ακρόπολη. Πάλι πρόβες για να τελειοποιηθεί η σκηνική εκδοχή της παράστασης με τις πατερίτσες της Αμαλίας, αυτή τη φορά μέσα στο πλάνο.
Τελειώνει η παράσταση.

Κρατάω μοναδικό ενθύμιο, ένα σκισμένο πουκάμισο της Grace/ Graham, που μαζεύω από τα σκουπίδια.

Κι έναν ματωμένο ψεύτικο υάκινθο.

(2010)

Αφιέρωση του Λευτέρη Βογιατζή στο βιβλίο επισκεπτών του Ωδείου Ηρώδου του Αττικού. “Μου φαίνεται περίεργο ίσως και αστείο να μου ζητούν να υπογράψω στο βιβλίο του Ηρωδείου όπου ερχόμουν από μικρό παιδάκι, έζησα τόσα καλλιτεχνικά γεγονότα, αργότερα έπαιξα σε αυτό τρείς φορές Αριστοφάνη, και σήμερα πατώ ως σκηνοθέτης του Αμφιτρύωνα. Είναι μια αρκετά μεγάλη πορεία που ελπίζω να διατηρήσει την αξία της να μην υποτιμηθεί. Ειδικά οι νεώτεροι να ζήσουν, κάποιες εμπειρίες άξιες λόγου. Λευτέρης Βογιατζής 20 Σεπτεμβρίου 2012”

Ο Μάνος Λαμπράκης γεννήθηκε το 1978 στο Ηράκλειο Κρήτης.

Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Αρχαιολογία και Ιστορία της Τέχνης και μετεκπαιδεύτηκε στην Αρχαιολογία (Πανεπιστήμιο Αιγαίου), στην Πολιτιστική Διαχείριση (ΕΚΠΑ) και στην Ιστορία του Θεάτρου (University of Warwick). Υπήρξε καλλιτεχνικός συνεργάτης του Λευτέρη Βογιατζή από το 2000 έως το 2013.

Το πρώτο του θεατρικό κείμενο «Happy Birthday» ανέβηκε από το θίασο «Nέες Μορφές» το 2002 κι εκπροσώπησε την Ελλάδα στην 11η Biennale νέων καλλιτεχνών της Μεσογείου. Επιστημονικός σύμβουλος Ιστορίας της Τέχνης στην “Κλεψύδρα” της Τελετής έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων “Αθήνα 2004” υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση του Δημήτρη Παπαϊωάννου. Το έργο του «Puerto Grande» σκηνοθετήθηκε από τη Ρούλα Πατεράκη το 2009 και κέρδισε το «Βραβείο Σκηνοθεσίας Νεοελληνικού Έργου ΚΑΡΟΛΟΣ ΚΟΥΝ». Έχει μεταφράσει το Βόυτσεκ του Γκέοργκ Μπύχνερ (Θέατρο Δωματίου, Νέες Μορφές, ομάδα Kursk), τις Ευτυχισμένες Μέρες του Σάμουελ Μπέκετ (Θέατρο skrow) και το Λαχταρώ της Σάρα Κέην (θέατρο Ροές). Έχει συνεργαστεί με το Εθνικό Θέατρο, τη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου και το Θέατρο Τέχνης “Κάρολος Κουν”.

Εργογραφία

Happy Birthday, 2002
Maimed, a piece of monologue, 2002
Puerto Grande, 2005
Pferdetanz, 2010
Γιάλτα, 2017
Ο γαρ Έρως ως Ύδωρ, 2019

  • Φωτογραφίες: ©Μάνος Λαμπράκης

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε


Τελευταία άρθρα

- Advertisement -