«Τα εργοστάσια, οι φυλακές, οι μεθυσμένες μέρες και τα νοσοκομεία με έχουν εξασθενήσει και ταρακουνήσει σαν ποντίκι στο στόμα μιας μουράτης γάτας: ζωή».
«Δεν μου αρέσει ο έρωτας ως προσταγή, ως έρευνα, πρέπει να σου έρθει σαν πεινασμένη γάτα στην πόρτα».
«Να ένα ωραίο γατί.
Η γλώσσα του κρέμεται απέξω, είναι αλλήθωρο.
Η ουρά του είναι κομμένη.
Είναι ωραίος, έχει λογική.
Τον πήγαμε στον κτηνίατρο για ακτινογραφίες- τον χτύπησε αυτοκίνητο.
Ο γιατρός, λέει, “Αυτόν τον γάτο τον έχουν πατήσει δυο φορές, τον έχουν πυροβολήσει, του έχουν κόψει την ουρά”.
Είπα, “Αυτός ο γάτος είμαι εγώ”.
Ήρθε στην πόρτα πεινασμένος του θανατά.
Ήξερε ακριβώς πού να έρθει.
Είμαστε και οι δυο αλήτες του δρόμου».
«Το να έχεις ένα σωρό γάτες τριγύρω είναι καλό.
Αν νιώθεις άσχημα, απλά κοιτάζεις τις γάτες και θα νιώσεις καλύτερα, γιατί αυτές ξέρουν ότι τα πάντα είναι όπως είναι.
Δεν έχουν λόγο να αναστατώνονται.
Απλά το ξέρουν.
Είναι σωτήρες.
Όσο πιο πολλές γάτες έχεις τόσο πιο πολύ θα ζήσεις.
Αν έχεις εκατό γάτες, θα ζήσεις δέκα φορές περισσότερο απ’ ό,τι αν έχεις δέκα.
Κάποια μέρα αυτό θα ανακαλυφτεί και οι άνθρωποι θα έχουν χίλιες γάτες και θα ζουν για πάντα».
«ο κολοβός, αλλήθωρος γάτος ήρθε στην πόρτα μια μέρα και τον μαζέψαμε. Γέρικα τσιμπλιασμένα μάτια.
Φοβερός τύπος.
Τα ζώα εμπνέουν. Δεν ξέρουν να λένε ψέματα.
Είναι φυσικές δυνάμεις.
Η τηλεόραση μπορεί να με αρρωστήσει μέσα σε πέντε λεπτά, αλλά μπορεί να κοιτάζω ένα ζώο για ώρες και να μη βρίσκω παρά τη χάρη και τη δόξα, τη ζωή όπως θα έπρεπε να είναι».
«Δεν υπάρχουν πνεύματα ή θεοί σε μια γάτα, μην τους ψάχνεις Σεν.
Η γάτα είναι η εικόνα του αιώνιου μηχανισμού, όπως η θάλασσα.
Δε χαϊδεύεις τη θάλασσα επειδή είναι όμορφη αλλά τη γάτα τη χαϊδεύεις –γιατί;- ΜΟΝΟ ΕΠΕΙΔΗ ΣΕ ΑΦΗΝΕΙ.
Κι η γάτα ποτέ δε γνωρίζει φόβο -τελικά- απλώς τελειώνει με ένα σάλτο στη θάλασσα και στα βράχια, κι ακόμα σε μια μέχρι θανάτου μάχη δε σκέφτεται παρά μόνο το μεγαλείο του σκότους».
«ένας αναγνώστης
ο γάτος μου έχεσε στο αρχείο μου
σκαρφάλωσε στο Golden State Sunkisi
το πορτοκαλί κουτί
κι έχεσε στα ποιήματά μου
στα πρωτότυπα ποιήματά μου
τα φυλαγμένα για τα πανεπιστημιακά αρχεία.
αυτός ο μονόφθαλμος χοντρός μαύρος κριτικός
με ξέγραψε».
«Έχεις γάτα; Ή γάτες;
Ξέρουν να κοιμούνται, μωρό μου. Μπορούν να κοιμούνται 20 ώρες τη μέρα και δείχνουν ωραίες.
Ξέρουν ότι δεν έχουν λόγο να αναστατώνονται.
Το επόμενο γεύμα.
Και κάτι μικρό να σκοτώνουν στη χάση και στη φέξη.
Όταν με διαλύσουν οι δυνάμεις, απλά κοιτάζω μία ή περισσότερες από τις γάτες μου.
Έχω 9.
Απλά κοιτάζω κάποια να κοιμάται ή να μισοκοιμάται κι ηρεμώ.
Η γραφή είναι επίσης η γάτα μου.
Με χαλαρώνει.
Για λίγο, τέλος πάντων.
Μετά τα καλώδιά μου μπερδεύονται και πρέπει να το ξανακάνω από την αρχή.
Δεν μπορώ να καταλάβω τους συγγραφείς που αποφασίζουν να σταματήσουν να γράφουν.
Πώς χαλαρώνουν;»
«Όταν νιώθω πεσμένος
αρκεί απλά
να παρατηρήσω
τις γάτες μου
και το
θάρρος μου
επανέρχεται.
μελετώ αυτά τα
πλάσματα.
είναι οι
δάσκαλοί μου».
Ο Χάινριχ Καρλ (Χένρι Τσαρλς) Μπουκόφσκι γεννήθηκε στο Άντερναχ της Δυτικής Γερμανίας, στις 16 Αυγούστου του 1920. Η Γερμανίδα μητέρα του, Καταρίνα Φεττ, και ο πατέρας του, Χένρι Μπουκόφσκι, Αμερικανός στρατιώτης πολωνικής καταγωγής, γνωρίστηκαν κατά τη διάρκεια της αμερικανικής κατοχής στη Γερμανία, στα τέλη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το 1922, το ζευγάρι και ο μικρός Τσαρλς μετανάστευσαν στις ΗΠΑ και εγκαταστάθηκαν στο Λος Άντζελες. Στην πόλη των αγγέλων, ο Μπουκόφσκι έμελλε να περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Η παιδική και εφηβική ηλικία του σημαδεύτηκαν από την προκατάληψη των Αμερικανών για τη γερμανική καταγωγή του, την αδιάκοπη κακοποίησή του από τον πατέρα του και την παραμόρφωση των χαρακτηριστικών του από μια επώδυνη μορφή ακμής -βιώματα τα οποία κατέγραψε πολύ αργότερα στη νουβέλα “Ham on Rye” (1982). Από το 1939 έως το 1941 παρακολούθησε μαθήματα δημοσιογραφίας και λογοτεχνίας στο Los Angeles City College. Το 1941 μετακόμισε στη Νέα Υόρκη για να γίνει συγγραφέας. Ωστόσο, το εγχείρημά του δεν απέδωσε… Το 1944, δημοσίευσε την πρώτη του ιστορία “Aftermath of a Lengthy Rejection Slip” στο περιοδικό Story και επέστρεψε στο Λος Άντζελες. Εκεί γνώρισε μία από τις σημαντικότερες γυναίκες της ζωής του, την Τζάνετ Μπέικερ, δέκα χρόνια μεγαλύτερή του και αλκοολική, όπως κι ο ίδιος. Μαζί της μοιράστηκε τα επόμενα δέκα χρόνια της πορείας του. Στο ίδιο διάστημα περιπλανήθηκε σ’ όλη τη χώρα, δουλεύοντας ως οδηγός φορτηγού, χειριστής ασανσέρ, σε εργοστάσιο παρασκευής σκυλοτροφών κι άλλες “δουλειές του ποδαριού”, που θα του εξασφάλιζαν τα προς το ζην και, κυρίως, το αλκοόλ, το οποίο κατανάλωνε σε μεγάλες ποσότητες. Οι εμπειρίες που αποκόμισε απ’ αυτές τις περιπλανήσεις τού χρησίμευσαν ως υλικό για τα έργα του. Αρκετές, μάλιστα, περιλαμβάνονται στο σενάριο της ταινίας “Βarfly” (1987), όπου τον Χένρι Τσινάσκι (ή Χανκ), δηλαδή το λογοτεχνικό alter ego του Μπουκόφσκι, υποδύεται ο Μίκι Ρουρκ. Το 1955, ο Μπουκόφσκι, παντρεμένος ήδη με την Μπάρμπαρα Φράι, εκδότρια ενός μικρού περιοδικού, γράφει για πρώτη φορά ποίηση, έπειτα από μια περιπέτεια της υγείας του, που λίγο έλειψε να αποβεί μοιραία. Ο γάμος του με τη Φράι δεν κράτησε ούτε δύο χρόνια. Το 1958, πιάνει και πάλι δουλειά, αυτήν τη φορά ως υπάλληλος στο Ταχυδρομείο τους Λος Άντζελες. Σύμφωνα με τον ίδιο, τα δέκα, περίπου, χρόνια που πέρασε εκεί ήταν, από δημιουργική άποψη, τα πλέον στείρα και αδρανή. Σύμφωνα όμως με άλλες πηγές, δημοσίευσε διαρκώς κείμενα σε μικρά περιοδικά κι έγινε γνωστός στους ποιητικούς κύκλους ως “ο βασιλιάς των μικρών εντύπων”. Από το 1960, μάλιστα διατηρούσε την εβδομαδιαία στήλη Notes of a Dirty old Man (“Σημειώσεις ενός πορνόγερου”) στην περιθωριακή εφημερίδα Open City. Στη ζωή του ο Μπουκόφσκι είχε αναρίθμητους δεσμούς κι εφήμερες σχέσεις. Το 1964, γεννιέται η κόρη του Μαρίνα Λουίζ, καρπός της σχέσης του με τη θαυμάστριά του Φράνσις Σμιθ. Παρά το γεγονός ότι ο δεσμός με τη μητέρα δεν διήρκεσε πολύ, ο Μπουκόφσκι διατήρησε μέχρι το τέλος της ζωής του μια ιδιαίτερη σχέση με την κόρη του. Το 1966, ο εκδότης Τζον Μάρτιν ίδρυσε τον εκδοτικό οίκο Black Sparrow Press, με βασικό συγγραφέα του τον Μπουκόφσκι. Η γνωριμία των δύο ανδρών έμελλε να σημαδέψει ανεξίτηλα τη ζωή του Μπουκόφσκι: το 1970, ο Μάρτιν του προσφέρει 100 δολάρια την εβδομάδα εφ` όρου ζωής, προκειμένου να αφοσιωθεί αποκλειστικά στη συγγραφή. Έχοντας κατακτήσει πλέον την οικονομική ανεξαρτησία του, ο Μπουκόφσκι παραιτήθηκε από το ταχυδρομείο. Η παραγωγικότητά του αυξήθηκε κατακόρυφα και σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα ολοκλήρωσε την πρώτη του νουβέλα “Post office” (1971). To 1985 παντρεύτηκε τη Λίντα Λι Μπέιλε, με την οποία έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του. Ο Μπουκόφσκι πέθανε από λευχαιμία το Μάρτιο του 1994, στο αγαπημένο του Λος Άντζελες, περιβεβλημένος τον μανδύα ενός μεγάλου συγγραφέα που τα βιβλία του αγαπήθηκαν στην Ευρώπη, αλλά κι από μια σημαντική μερίδα του αμερικανικού κοινού. Το έργο του, σε μεγάλο βαθμό αυτοβιογραφικό, περιλαμβάνει περισσότερα από σαράντα πέντε βιβλία ποίησης και πρόζας καθώς και μυθιστορήματα. Πολλά από τα έργα του έχουν μεταφερθεί στον κινηματογράφο. Πέρα από τα προσωπικά βιώματα του συγγραφέα, στα έργα του Μπουκόφσκι αντικατοπτρίζεται η περιθωριακή, αναρχική πλευρά της αμερικανικής πραγματικότητας, την οποία, μέχρι πρόσφατα, η αμερικανική λογοτεχνία είτε καταδίκαζε είτε, ηθελημένα, αγνοούσε. Αντίθετα, η υποδοχή που του επιφύλαξε, από την πρώτη στιγμή που τον γνώρισε, το ευρωπαϊκό κοινό ήταν εντυπωσιακά θερμή. Το έργο του έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από δώδεκα γλώσσες. Παρ’ όλα αυτά μεγάλο μέρος παρέμενε ανέκδοτο μέχρι πρόσφατα.