Της Ειρήνης Αϊβαλιώτου
Έφτασε στο ραντεβού μας με ακρίβεια δευτερολέπτου, φέρνοντας μαζί του μια θετική αύρα. Χαιρέτησε τη γάτα που πήγε τρέχοντας κοντά του κι εκείνη τρίφτηκε στα πόδια του με ευγνωμοσύνη.
Τον είχα απέναντί μου πια και πρόσεχα την ευγένεια στο βλέμμα του, την καλλιέργεια στα εκπαιδευμένα δάχτυλά του. Ο τρόπος της ομιλίας του, το ελαφρύ χαμόγελο στο πρόσωπό του, δημιουργούν την εντύπωση ότι βιώνει μια μόνιμη συγκίνηση. Είναι και αυτά που λέει που καθώς τον παρακολουθώ, νιώθω ότι σύντομα θα ακούσω ένα από τα υπέροχα μουσικά του κομμάτια.
Πίνοντας τον καφέ του μαζί μου, ο Νίκος Γαλενιανός ξετυλίγει το νήμα της διαδρομής του στη μουσική, ενθαρρύνοντας ταυτόχρονα το πνεύμα των ερωτήσεών μου. Μια ενθάρρυνση γέννημα θρέμμα καρδιάς και αρχοντιάς, που δεν έχει καμία σχέση με τη γνωστική μόρφωση. Γιατί όσες γνώσεις κι αν αποκτήσεις, δεν σου μαθαίνουν ευγένεια, αξιοπρέπεια, φιλότιμο και βαθιά ψυχή. Ο Νίκος είναι από τους ανθρώπους που αφουγκράζονται, που παρατηρούν, που αφυπνίζονται για την εντός τους ισορροπία.
Στο πλαίσιο των συνεντεύξεων του www.catisart.gr μιλήσαμε για πολλά θέματα, σχεδόν για όλα. Για τα δημιουργικά χρόνια των σπουδών του στην Ολλανδία, για την πολυσυζητημένη μουσική που έγραψε για την «Εκάβη» στο Φεστιβάλ Επιδαύρου, για την «Κόλαση» του Δάντη, το μουσικό κομμάτι του παίχτηκε στη Λυρική Σκηνή και έλαβε διθυραμβικά σχόλια, για τον «Χαμένο Παράδεισο» του ποιητή Τζον Μίλτον, την επόμενη μουσική του ιδέα που βρίσκεται στα σκαριά, για το σύγχρονο σύνολο μουσικής «ΤΕΤΤΤΙΞ»,
που δημιούργησαν μαζί με άλλους φίλους συνθέτες και οργανοπαίκτες, με τους οποίους γνωρίζονταν κυρίως από την Ολλανδία.
Επεκταθήκαμε φυσικά στην κόρη του, στα χρόνια της δικηγορίας, σε… εξοχές, φυγές, λιμάνια και ταξίδια. «Πρέπει ο άνθρωπος να είναι συναισθηματικά ανοιχτός να δεχθεί τα πάντα», μου λέει. Και κάποια στιγμή επισημαίνει: «Με συναρπάζει η ιδέα μιας υγιούς φυγής, όχι αποφυγής».
Ελεύθερος, πρωτότυπος, ιδεαλιστής, ο Νίκος Γαλενιανός είναι ένας φιλόσοφος της μουσικής, ικανός να σκιαγραφήσει εικόνες, να αφυπνίσει συνειδήσεις, να εντρυφήσει σε βαθιά νοήματα. Άλλωστε χάρη σε καλλιτέχνες σαν κι αυτόν η μουσική είναι μια ανώτερη μορφή φιλοσοφίας που θα ζει και θα εξελίσσεται όσο υπάρχουν άνθρωποι.
Νίκο, σε τι μουσικό περιβάλλον μεγάλωσες;
*Μία ιστορία που μου ‘χουν περιγράψει και τη θυμάμαι αμυδρά, είναι από όταν ήμουν τεσσάρων ετών περίπου – μου ‘χαν φέρει οι γονείς μου δώρο ένα μικρό πιανάκι. Ακούγοντας στην τηλεόραση τη «Λίμνη των Κύκνων» άρχισα με το δεξί μου χέρι να παίζω τη γνωστή μελωδία. Ήταν δείγμα μιας ροπής.
Ακολούθησε μία σειρά πολύ έντονων μαθημάτων. Η αρχή έγινε με τη θεία μου, Ανθούλα Παπαδοπούλου, που είναι πιανίστα και πρώτη ξαδέλφη του πατέρα μου. Ήταν πιανιστικό ντούο με τον σύζυγό της, τον Γιάννη Παπαδόπουλο. Έτσι ξεκίνησα.
Όταν έφτασα στα 12 τα σταμάτησα όλα. Με πίεζαν να μάθω θεωρία, Μότσαρτ, Μπετόβεν… Να πάω σε χορωδία… Να μάθω, να μάθω… Όλα αυτά έφεραν την έκρηξη και τα εγκατέλειψα όλα πριν από στο Γυμνάσιο. Ήταν σχεδόν μία επαναστατική πράξη, σε σχέση με το τι ήθελα και τι μου συνέβαινε.
Ήθελα να βγαίνω στις συναυλίες και να παίζω τα τραγούδια μου. Μ’ άρεσαν και τα κλασικά κομμάτια, μ’ άρεσε όμως και να αυτοσχεδιάζω και να τραγουδάω. Ήθελα να τα κάνω όλα με τον δικό μου ρυθμό και όχι με τον επιβεβλημένο, κλασικό, ωδειακό ρυθμό. Γι’ αυτό επαναστάτησα…
Ποια ήταν τα πρώτα μουσικά σου ακούσματα και οι πρώτες σου επιρροές;
*Η πρώτη μουσική που θυμάμαι να ακούω είναι μια κασέτα που έβαζε ο πατέρας μου στο αυτοκίνητο και είχε κάτι λαϊκά του ’80.. Καμία σχέση με αυτό προς το οποίο πήγαινα από μόνος μου, είναι σίγουρο ότι μου έκανε εντύπωση η κλασική μουσική.
Kατόπιν πώς ξεκίνησε η δική σου μουσική διαδρομή;
*Η διαδρομή μου πέρασε από πολλά κύματα. Όταν γύρω στα 12 σταμάτησα τα πάντα, άρχισα να παίζω γκάιντα, να ακούω μέταλ, να κάνω πράγματα εντελώς αντίθετα σε σχέση με το περιβάλλον στο οποίο είχα βρεθεί μέχρι εκείνη τη στιγμή. Βέβαια ήταν πολύ ωφέλιμα για τη συνέχεια και είναι πια κομμάτι μου. Γύρω στα 18 μου μπήκα στη Νομική.
Δεν ήξερα τι να κάνω ακριβώς. Δεν ήθελα κάτι συγκεκριμένο. Η μουσική δεν ήταν ακόμα στο προσκήνιο, οπότε επειδή μου άρεσαν τα θεωρητικά μαθήματα, σκέφτηκα, όπως συνήθως συμβαίνει στην Ελλάδα, πως μου ταιριάζει η Νομική και έκανα την προσπάθειά μου.
Όταν μπήκα στο Πανεπιστήμιο άρχισα πάλι κάπως ενστικτωδώς, να ψάχνω για να ανακαλύψω τη μουσική και τι ήταν αυτό το πράγμα που είχα αφήσει από παλιά.
Ήδη για χρόνια δεν ήθελα να ακουμπήσω πλήκτρο και όταν ακουμπούσα – γύρω στα 16 – δεν ήθελα να μ’ ακούει κανείς. Έγινε τόσο ιδιωτική η διαδικασία αυτή, διότι ήθελα να την προφυλάξω από οποιονδήποτε εξωτερικό παράγοντα. Οπότε η πρώτη μου αντίδραση ήταν “παίζω, αλλά δεν μ’ ακούει κανείς… δεν τολμάει κανείς να με ακούσει”.
Θέλησα να ξανανοιχτώ προς τη μουσική και με τους δικούς μου όρους ξανάρχισα μαθήματα πιάνου, έψαξα και έναν θεωρητικό της μουσικής και άρχισα σιγά σιγά – με μια μάταιη αγωνία που με ακολουθούσε για χρόνια ότι έχω χάσει πολύτιμο χρόνο – να προσπαθώ να καλύψω το χαμένο διάστημα που είχε παρεμβληθεί χωρίς να παίζω μουσική. Τότε υπήρξαν δύο παράλληλες πορείες μιας και αποφοίτησα από τη Νομική και άρχισα να κάνω την πρακτική μου.
Ταυτόχρονα είχα αρχίσει να παίρνω στην Ελλάδα τα πτυχία θεωρητικών και του πιάνου ενώ παράλληλα είχα αρχίσει να κάνω και κάποιες μουσικές μικροδουλειές.
Γύρω στα 27 μου, οι δύο πορείες σταμάτησαν να συμβαδίζουν αρμονικά και τελικά, ακόμα διατηρώντας τη δικηγορική ιδιότητα, έδωσα εξετάσεις και βρέθηκα στην Ολλανδία, στο Ρότερνταμ. Εκεί ξεκίνησα σπουδές σύνθεσης στα 28 μου. Σε μια φαινομενικά κάπως μεγάλη ηλικία αφού είχα 18χρονους συμφοιτητές.
Γιατί επέλεξες την Ολλανδία σε αυτή τη φάση της μουσικής σου ζωής;
*Αρχικά αποφάσισα να φύγω από την Ελλάδα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τον στείρο ακαδημαϊσμό της στη μουσική σπουδή. Στη συνέχεια επέλεξα τη Βόρεια Ευρώπη και την Ολλανδία, έναν τόπο που λειτουργεί σαν σταυροδρόμι πολιτιστικό. Εκεί είναι πολύ πιο ανοιχτός ο πειραματισμός, πιο πλούσια η πληροφορία. Από εκεί είχα γέφυρες επικοινωνίας, σε μία ώρα ήμουν στο Βέλγιο, σε μία ώρα στη Γερμανία… Επίσης φέτος τελειώνω ένα μεταπτυχιακό στη Χάγη.
Στην Ελλάδα – ως μουσικός – αισθάνομαι ότι συχνά βυθίζομαι σε μία κινούμενη άμμο η οποία δεν με αφήνει να ανοίξω το μυαλό μου όσο θα ήθελα. Όταν επέστρεψα από το Ρότερνταμ το 2017, με πρωτοβουλία του Μιχάλη Παρασκάκη και μαζί με άλλους φίλους συνθέτες και οργανοπαίκτες, με τους οποίους γνωριζόμαστε κυρίως από την Ολλανδία, φτιάξαμε τους «ΤΕΤΤΤΙΞ», ένα σύγχρονο σύνολο μουσικής, προκειμένου να οχυρώσουμε αυτή την κοινή αγωνία για το πώς θα ανθίσουμε, με ποιον θα συνεχίσουμε να διαδρούμε.
Οι σπουδές σου στη Βόρεια Ευρώπη σε ώθησαν να γνωρίσεις συνθέτες και μουσουργούς οι οποίοι έγιναν για σένα πρότυπα και οδηγοί;
*Δεν είμαι από αυτούς που λένε ότι έχουν ένα πρότυπο το οποίο τους καθοδηγεί. Προφανώς και συνάντησα ανθρώπους στην πορεία μου οι οποίοι μου ‘δωσαν μεγάλη ώθηση, ιδιαίτερα στην Ολλανδία.
Ο πρώτος δάσκαλός μου στο Ρότερνταμ για παράδειγμα, ο Peter-Jan Wagemans, είναι ένας Ολλανδός με όλο το ολλανδικό στερεότυπο. Αυστηρός και …σκληρόπετσος. Η μουσική του πολύ …ολλανδική, στιβαρή, λίγο επίπεδη, σαν την Ολλανδία. Αυτός ήταν ο πρώτος που κάπως κατάλαβε τι μου συμβαίνει και την τελευταία μέρα, στο τελευταίο μάθημα πριν φύγω από το Ρότερνταμ, του είπα:
«Κάπως αισθάνθηκα ότι από τον τρίτο χρόνο και μετά άρχισα να επικοινωνώ μαζί σου».
Ο άνθρωπος αυτός είναι τώρα 70 ετών. Και αυτός μου είπε ότι από τον τρίτο χρόνο και πέρα άρχισε να αισθάνεται πως δεν κάνει μάθημα σε …δικηγόρο.
Οπότε, πέραν της μουσικής υπήρξαν ευρύτερες μεταλλάξεις στη διαδικασία της εβδομαδιαίας συνδιαλλαγής που είχα μαζί του.
Αυτός σίγουρα μου άνοιξε έναν δρόμο. Αυτός είναι επίσης ο άνθρωπος που μου είπε, όταν τελείωσα το μπάτσελορ στο Ρότερνταμ:
«Μη συνεχίσεις τις σπουδές, έχεις ανάγκη να βγεις στον κόσμο να γράψεις μουσική, να γνωρίσεις κόσμο. Δεν έχεις ανάγκη από πανεπιστημιακό περιβάλλον, έχεις ανάγκη από ζωή. Είναι μια συμβουλή που επίσης εκ του αποτελέσματος την εκτιμώ πολύ.
Πιστεύεις ότι η ζωή είναι αυτή που δίνει έμπνευση σε συνθέσεις σου;
*Σίγουρα ναι. Η αίσθησή μου είναι ότι οι συνθέσεις και οι δημιουργίες του κάθε δημιουργού είναι ένας καθρέφτης της ζωής και του τρόπου που προσλαμβάνει ο ίδιος τη ζωή. Όχι το αντίθετο. Δεν μπορώ να φανταστώ πώς είναι το αντίθετο.
Αν σου έλεγα λοιπόν, ότι θέλω να γνωρίσω καλύτερα τη μουσική σου, ποιο κομμάτι αντιπροσωπευτικό της δουλειάς σου θα με συμβούλευες να ακούσω;
*Η τέχνη καθρεφτίζει τη ζωή. Κάτι υπάρχει και αυτό τελικά μετασχηματίζεται σε μουσική. Από μικρός έπαιρνα στο κρεβάτι μου το βράδυ για να διαβάζω βιβλία, φυλλάδια από εφημερίδες, αφιερώματα. Έτσι τότε είχα βρει το αφιέρωμα μιας εφημερίδας στην «Κόλαση» του Δάντη.
Το διάβαζα λοιπόν αυτό το αφιέρωμα και πάντα το είχα στο μυαλό μου. Μπορεί να ήμουν στα 15 μου και από τότε πάντα σχημάτιζα εικόνες σε σχέση με αυτό το θέμα. Ειδικά με την «Κόλαση» κάτι με συνάρπαζε, όχι με τη «Θεία Κωμωδία». Η πολυεπίπεδη σήμανση και αντίστιξη των εννοιών, η πνευματικότητα, η ψυχολογία και η φιλοσοφία που κρύβεται σε κάθε γωνιά της.
Όταν ήμουν στο Ρότερνταμ, στον τελευταίο χρόνο των σπουδών μου, πήρα το πρωτότυπο κείμενο και άρχισα να αυτοσχεδιάσω φωνητικά πάνω σε αυτό. Χωρίς να ξέρω όμως ακριβώς τι διαβάζω, γιατί το διάβαζα στη γλώσσα του Δάντη.
Για καιρό είχα ένα μικρόφωνο μπροστά μου και έκανα μικρούς φωνητικούς αυτοσχεδιασμούς. Διέλυα τις λέξεις και τις φράσεις και τις ξαναέφτιαχνα με δικούς μου ψυχοακουστικούς όρους. Ο συγκάτοικός μου με ρωτούσε: «Κλαις τα βράδια; Τι παθαίνεις;».
Ήταν οι αυτοσχεδιασμοί μου πάνω στην «Κόλαση».
Άρχισα να κωδικοποιώ τους αυτοσχεδιασμούς και να φτιάχνω μοτίβα. Αυτοσχεδίαζα ενστικτωδώς. Στο τέλος έφτιαξα ένα δεκαπεντάλεπτο κομμάτι για τέσσερις ανδρικές φωνές. Το είχα ηχογραφήσει όλο μόνος μου, και τις τέσσερις φωνές. Κάποια στιγμή το έβαλα να το ακούσει ο δάσκαλός μου.
Κι εκείνος μου είπε ότι αποκλείεται να μπορέσει να το κάνει κάποιος αυτό. Όχι λόγω τεχνικής, αλλά επειδή ήταν ένας τόσο περίεργος κόσμος αυτό που είχε προκύψει.
Βρήκα λοιπόν τέσσερις φίλους συνθέτες – γιατί αυτό μόνο με συνθέτες ήθελα να το κάνω – που είχαν και μια σχετικά προπονημένη φωνή ώστε να το υλοποιήσουν.
Στη συνέχεια το παρουσιάσαμε στο Gaudeamus festival της Ουτρέχτης, το 2017.
Όταν γύρισα στην Ελλάδα το 2018, το πήγα στην Εθνική Λυρική Σκηνή και τους είπα ότι υπάρχει αυτό το κομμάτι που διαρκεί ένα τέταρτο και πως με ενδιαφέρει να το αναπτύξω ώστε να το κάνω ένα μουσικοθεατρικό έργο διάρκειας μίας ώρας.
Μου δόθηκε το ΟΚ και κατέληξε το 2019 να γίνει ένα κομμάτι για τέσσερις ανδρικές φωνές, ακορντεόν, διάφορα μικροόργανα, και την αιθέρια κατάσταση που αντιπροσωπεύει η Σαβίνα Γιαννάτου. Άνθησε προς διάφορες κατευθύνσεις. Αυτή είναι μια μεγάλη μουσική στάση για μένα. Όχι ως μουσική παραγωγή, αλλά ως κατάληξη μιας πορείας και αρχή άλλης.
Ήταν τόσο έντονη ως διαδικασία που από τότε έκανα να γράψω μουσική ενάμισι χρόνο.
Πώς νομίζεις ότι θα ήταν η ζωή σου αν δεν είχες πάρει το δρόμο της μουσικής; Θα γινόσουν ένας καλός δικηγόρος;
*Πιθανόν. Με την έννοια ότι άνθρωποι που αφοσιώνονται σε ένα επάγγελμα τελικά τα καταφέρνουν.
Από την άλλη μεριά υπάρχει αυτή η λέξη, ο καλλιτέχνης, που είναι μια υπερχρησιμοποιημένη έννοια, την έχουν …ξεσκίσει όλοι. Τι είναι καλλιτέχνης, τι δεν είναι καλλιτέχνης και τα λοιπά και τα λοιπά. Εγώ δεν νιώθω ότι είμαι καλλιτέχνης, γιατί είναι κάτι το οποίο απλώς κάνω. Αν αυτό τώρα λέγεται καλλιτέχνης, αν λέγεται κάτι άλλο, αν λέγεται ροπή στον ήχο, αν λέγεται ευαισθησία στις συχνότητες, δεν ξέρω πώς λέγεται, αλλά είναι κάτι σύμφυτο. Με τη ροπή και την ευαισθησία αυτή θυμάμαι να εξελίσσομαι.
Στην Ολλανδία έζησες σε ένα ωραίο περιβάλλον, εκεί άνθησε το ταλέντο σου. Βέβαια η μουσική είναι κάτι που ταξιδεύει, πιστεύεις λοιπόν ότι θα μπορούσες να δραστηριοποιηθείς δημιουργικά και εκτός Ελλάδας;
*Πλέον αυτή η κουβέντα στην εποχή μας, είναι λίγο πιο απλοποιημένη, με την έννοια ότι, προφανώς και λόγω της τεχνολογίας, είναι πολύ πιο εύκολο να έχεις επαφή με το έξω. Το πρόβλημα είναι φυσικά – το ξαναλέω γιατί είναι πρόβλημα αυτό – ότι η Ελλάδα είναι η Ελλάδα. Τέλος. Δύσκολα επικοινωνεί με το εκτός. Έχει πολλές ομορφιές, αλλά είναι οχυρωμένη.
Και αυτό έχει αντίκτυπο και στο αποτέλεσμα της δουλειάς.
Φέτος, ύστερα από ένα «σερί» τετράμηνο που έκανα στη Χάγη, ήρθα εδώ για να δουλέψω στην «Εκάβη». Ήρθα με πολύ διαφορετικό αέρα και ενέργεια, πολύ πιο παραγωγικός. Επομένως ναι, η αλήθεια είναι ότι φυσικά και μπορώ να με φανταστώ να εργάζομαι και στο εξωτερικό και σε ένα βαθμό το κάνω. Όπως νομίζω για μένα η ιδανική συνθήκη είναι να έχω το ένα πόδι εδώ και το άλλο πόδι εκεί…
Γιατί, φυσικά ούτε πρέπει να δαιμονοποιούμε την Ελλάδα ούτε να αγιοποιούμε το “εκτός Ελλάδας”. Οι περικοπές, οι κλίκες, τα προβλήματα δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο. Το να έχεις δύο πόδια σε δύο βάρκες είναι δύσκολο. Η μία σε τραβάει από εκεί και η άλλη από εδώ. Αν όμως μπορούσε να συμβεί αυτό, θα ήταν σίγουρα αναζωογονητικό.
Για έναν συνθέτη του επιπέδου σου, πόσο σημαντική είναι η αλληλεπίδραση με τους μουσικούς της ορχήστρας;
*Οι περισσότερες ορχήστρες υπακούουν στους δικούς τους κανόνες, κυρίως οικονομικούς – γιατί πάντα υπάρχει κάποιος πίσω ο οποίος διαχειρίζεται την ορχήστρα και την προωθεί με όρους marketing, δεν παράγει μόνο προϊόν, είναι η ίδια προϊόν που πουλάει τον εαυτό της. Είναι δύσκολη συνθήκη και είναι σπάνιο αυτή τη στιγμή να δουλέψεις με μια ορχήστρα η οποία μπορεί να κάνει πραγματικά δημιουργική δουλειά με έναν συνθέτη ο οποίος τώρα γράφει κάτι, αφού συνήθως αυτό δεν ευνοεί το marketing.
Η δουλειά σε τέτοιες περιπτώσεις βγαίνει με ελάχιστη πρόβα. Αυτό είναι λυπηρό, διότι η ορχήστρα στο πέρασμα των αιώνων παραμένει ένα τρομερά συγκινητικό ηχητικό σώμα, με τεράστιο και μοναδικό όγκο και εκφραστικότητα και θα ήταν λογικό και αυτή να εξελίσσεται όπως εξελίσσεται ο κόσμος γύρω της.
Επομένως, δεν ξέρω αν ενδιαφέρει όλους τους συνθέτες, εμένα όμως όντως με ενδιαφέρει και φέτος θα έχω τη χαρά να συνεργαστώ με μια μεγάλη ορχήστρα στην Ολλανδία.
Σε ενδιαφέρει να υπάρχει ένα θετικό κλίμα συνεργασίας, μια αλληλεπίδραση, μια ώσμωση;
*Οι οικονομικές συνθήκες έπαιξαν ιστορικά ρόλο και στο ζήτημα αυτό. Γύρω στο 1920 – ’30 άρχισε να αναπτύσσεται η έννοια του μουσικού ensemble, σε σχέση με την έννοια της ορχήστρας. Ακριβώς λόγω του ότι ήταν πιο ευέλικτο σαν σχήμα.
Οπότε πλέον ζώντας στο 2023, είναι εξίσου σημαντική για μένα η δημιουργική επαφή που έχω με ένα σολίστα ή με ένα ensemle. Το πρόβλημα είναι διαδικαστικού χαρακτήρα, επειδή με τον σολίστα έχεις τη δυνατότητα, συνήθως, να κάνεις πιο προσωπική συν-εργασία και έτσι ο σολίστας να εντρυφήσει στον έργο σου, να βάλει τον ίδιο του τον εαυτό ακόμα παραπάνω, σε σχέση με μια ορχήστρα η οποία συνήθως έρχεται και σου λέει “έχεις πρόβα συνολικά μία ώρα και …ό,τι προλάβουμε”. Και αυτό εξαρτάται από τον προγραμματισμό, τα διαδικαστικά, τα οικονομικά και όλα αυτά τα πράγματα.
Συχνά απολαμβάνουμε περισσότερο ένα έργο τέχνης, ένα μουσικό έργο τέχνης, όταν είναι ένας καλός πιανίστας, ένας καλός μουσικός εν γένει. Πιστεύεις ότι μπορεί να υπάρξει τέχνη χωρίς τεχνική;
*Εδώ όμως τώρα, θέτετε και το ζήτημα του ενδιάμεσου, του ερμηνευτή. Δηλαδή, λέτε ένας καλός πιανίστας, για παράδειγμα. Ο οποίος πιανίστας είναι το φίλτρο μέσα από το οποίο πρέπει να περάσει η μουσική του δημιουργού. Φυσικά και υπάρχει ανάγκη τεχνικής. Και του δημιουργού και του ενδιάμεσου. Διότι πλέον, για παράδειγμα, υπάρχουν οι ηλεκτρονικές συνθέσεις, όπου δεν υπάρχει η ανάγκη του ενδιάμεσου ερμηνευτή. Υπάρχει η ανάγκη του συνθέτη, ο οποίος ξέρει να χειριστεί ένα πρόγραμμα, να φτιάξει ηλεκτρονική μουσική και το πρόγραμμα να παράγει ό,τι προγραμματίσεις. Προφανώς και η τεχνική είναι απαραίτητη. Όσο και αν υπάρχει κίνητρο και συναίσθημα και ταλέντο, προφανώς αυτά θα μείνουν κάποια στιγμή μετέωρα αν δεν υπάρξει η τεχνική, αν δεν υπάρξει η τεχνογνωσία, η τριβή, για να γίνει αγωγός του ταλέντου.
Αρκεί, λοιπόν, το ταλέντο στην τέχνη;
*Εξαρτάται, ποιες είναι οι απαιτήσεις. Αν ένας άνθρωπος έχει ταλέντο και του αρκεί να παίζει τα βασικά και να το κάνει αυτό με εφόδιο μόνο το ταλέντο του, αυτό μπορεί να αρκεί σε σχέση με τον συγκεκριμένο άνθρωπο, με το τι απαιτήσεις, με τι προσδοκίες έχει ο άνθρωπος. Επίσης υπάρχουν και οι απαιτήσεις ενός ακροατή, τι είναι αυτό που θα ήθελε να ακούσει.
Από εκεί και πέρα όμως υπάρχει το πρόβλημα ότι… πας να σκάψεις στην άμμο και να έχεις μόνο δυο φτυαράκια. Θα σκάψεις αλλά με αυτά τα εργαλεία; Άλλο να έχεις ένα φτυαράκι και άλλο να έχεις ένα γεωτρύπανο. Πολύ πιο βαθιά μπορείς να σκάψεις με ένα γεωτρύπανο. Και καλώς ή κακώς, το βλέπουμε παντού, τα φτυαράκια είναι βολικά και για τους δημιουργούς και για τους ακροατές, γιατί δεν απαιτούν κάποια ιδιαίτερη προσπάθεια, δεν ενέχουν “κινδύνους”, η χρήση είναι ανώδυνη.
Όσο πιο πολλή τεχνική γνώση υπάρχει, χωρίς βέβαια να είναι το μόνο ζητούμενο, τόσο πιο πολύ το ταλέντο θα ανθήσει, τόσο πιο πολύχρωμο και με πιο πολλές πτυχώσεις και πιο βαθύ και πιο περίτεχνο θα είναι αυτό που θα αναδυθεί.
Ποια είναι τα προσωπικά σου καταφύγια που ανοίγουν ένα παράθυρο έμπνευσης στη μουσική σου;
*Σίγουρα είναι εξωμουσικά. Αλλά να πω την αλήθεια είναι μάλλον η φυγή προς κάτι φυσικό. Το να πάω να ψαρέψω. Το να πάω κάπου που δεν υπάρχει κάτι τεχνητό. Να βρεθώ σε ένα βουνό. Να βρεθώ κάπου που δεν ακούγεται μουσική…
Σήμερα πόσο έχει επηρεαστεί η μουσική από την τεχνολογία;
*Ραγδαία, καταρχάς ως προς το τι είδους μουσική παράγεται, που βέβαια αυτό δεν έχει χρώμα, δεν έχει αρνητικό ή θετικό πρόσημο. Όσο εξελίσσονται τα μέσα εξελίσσεται και το παραγόμενο προϊόν.
Προϊόν δεν το λέω με έννοια ευτελισμού, το λέω σε σχέση με το τι όντως παράγεται. Πολύ λογικό είναι αυτό. Όταν είχαμε τις πέτρες, γράφαμε μουσική με τις πέτρες. Όταν φτιάχτηκε το βιολί, με το βιολί. Τώρα με προγράμματα. Με κώδικα. Με οτιδήποτε, με όλα ταυτόχρονα, έχουν ανοίξει τα αυτιά μας. Aξίζει να το δούμε και από πολλές άλλες σκοπιές, διότι με την τεχνολογία υπάρχει ροή πληροφοριών, οπότε καλώς ή κακώς αρχίζει πολύ πιο έντονα ο αλληλοεπηρεασμός.
Υπεισέρχεται και πάλι το ζήτημα του marketing. Πολλοί άνθρωποι, πολλοί συνθέτες επαγγελματικά βιοπορίζονται μόνο μέσω της τεχνολογικής προώθησής τους ή της αυτοπροώθησής τους.
Το σίγουρο είναι ότι δεν υπάρχει θετικό ή αρνητικό πρόσημο, η τεχνολογία από μόνη της δεν κάνει κάτι κακό ή καλό, το ζήτημα είναι εσύ τι την κάνεις την τεχνολογία.
Ας πάμε στο σήμερα. Δραστηριοποιείσαι και στο χώρο του θεάτρου και είδαμε φέτος που έγραψες τη μουσική για την «Εκάβη» στην Επίδαυρο, σε σκηνοθεσία Ιούς Βουλγαράκη. Πόσο σε έχει επηρεάσει αυτή η ανάμειξή σου με το χώρο του θεάτρου;
*Προφανώς όταν δουλεύω στο θέατρο, εξ ορισμού, σε σχέση με όλες τις θεατρικές παραμέτρους δημιουργείται η μουσική. Ωστόσο, σίγουρα η θεατρική αίσθηση υπεισέρχεται και στη μουσική που γράφω καθ’ εαυτή, εκτός θεάτρου. Με πολλούς τρόπους, πολλές φορές είναι πιο εικονοπλαστική.
Συμβαίνει να σκέφτομαι με άλλους όρους τη φόρμα μιας μουσικής σύνθεσης, τη δομή της, η οποία έχει να κάνει με το πώς θα λειτουργούσε ως θεατρική συνθήκη.
Επίσης, συμβαίνει κάτι πολύ ενδιαφέρον στο θέατρο. Ο συνθέτης συνήθως δεν έχει τον τελικό λόγο, δεν είναι ο επικεφαλής, εκτός αν υπάρχει μία σύμβαση κατά την οποία συνθέτης και σκηνοθέτης είναι ισότιμοι συνεργάτες. Καλείσαι τότε πολύ γρήγορα να βρίσκεις λύσεις με βάση τις ζητούμενες ανά πάσα στιγμή ανάγκες, που συχνά είναι ανάγκες άλλου.
Αυτό είναι ένα όφελος και εξωθεατρικά, πολλές φορές τα τελευταία χρόνια βλέπω ότι μπαίνω στη διαδικασία πιο εύκολα αν κάτι δεν είναι λειτουργικό για μία μουσική μου σύνθεση, να το αφήνω στην άκρη για να βρίσκω άλλες λύσεις. Ενώ παλιότερα επέμενα περισσότερο. Αυτή λοιπόν η ανάγκη εξεύρεσης γρήγορων λύσεων στο θέατρο, είναι μια ικανότητα προς χρήση στη μουσική σύνθεση.
Όπως είπες προηγουμένως, αγαπάς την κλασική μουσική. Στην πατρίδα μας τι μπορούμε να κάνουμε, ώστε και το κοινό να αγαπήσει την κλασική μουσική;
*Είναι πολύ ενδιαφέρον το θέμα αυτό. Έχουμε την κλασική μουσική, όπως εννοούμε την μουσική του 18ου-19ου αιώνα, έχουμε και τη «σύγχρονη κλασική μουσική» ή όπως θέλει μπορεί να την πει ο καθένας, απελευθερωμένη από το όποιο στυλιζάρισμα. Αν και μεταξύ τους υπάρχει συνέχεια, υπάρχει και ένας διαχωρισμός.
Στην αμιγώς κλασική μουσική υπάρχουν πεπερασμένες δομές, πεπερασμένα εργαλεία, αν και ασφαλώς πανέμορφα. Κάποιοι δηλώνουν φίλοι της κλασικής μουσικής λέγοντας ότι δεν υπάρχει τίποτα άλλο σαν αυτήν, με ύφος που ακουμπάει στον ελιτισμό. Από την άλλη, η πρόοδος, η εξέλιξη των ανθρώπων αλλά και της τεχνολογίας έχει μετεξελίξει το υλικό αυτό φτιάχνοντας καθε λογής υβρίδια. Κάποιοι λένε “δεν ακούω τίποτα πριν το 1950”, άλλοι λένε δεν ακούω τίποτα μετά το 1750, άλλοι λένε “δεν καταλαβαίνω τίποτα”.
Εδώ υπάρχει μια γενικότερη απάντηση κάτω από το τόξο της οποίας υπάρχουν όλα. Πρέπει ο άνθρωπος να είναι συναισθηματικά ανοιχτός να δεχθεί τα πάντα, όποια και αν είναι αυτά. Όποιο κι αν είναι το γνωσιολογικό του υπόβαθρο. Το τι αρέσει στον καθένα τελικά ή το πόσα ξέρει, είναι δική του υπόθεση.
Φυσικά πρέπει και η μουσική η ίδια να είναι ανοιχτή προς τον άνθρωπο που θα την ακούσει. Συχνά βλέπουμε οι ίδιοι οι δημιουργοί να μην έχουν σύνδεση με αυτό που κατασκευάζουν. Πώς θα είναι επικοινωνιακό το υλικό αυτό; Είναι γενικότερο το ζήτημα και δεν έχει να κάνει μόνο με τη μουσική. Αν λοιπόν οι άνθρωποι – σε έναν ιδανικό κόσμο – μπορούσαν να ανοίξουν λίγο το στέρνο τους τότε θα τα δέχονταν όλα. Βλέπουμε συνέχεια ιδίως σε σχέση με τη μουσική, από απλό κόσμο μέχρι και επαγγελματίες του θεάτρου, ακόμα και της μουσικής, να αδυνατούν, λόγω του τεχνικού παραπετάσματος, να την προσεγγίσουν. Πολλές φορές, πάνω στην απέλπιδα προσπάθεια, καταφεύγουν σε όποιον τυχαίο τεχνικό όρο έχουν ακούσει για να την εξηγήσουν, αντί να προσπαθήσουν απλώς να την αφουγκραστούν. Τελικά και εκτίθενται, και δεν άκουσαν.
Πολλές φορές μου έχουν πει για δικά μου κομμάτια ότι «δεν το κατάλαβα» και εκείνη τη στιγμή καταλαβαίνω ότι δεν το κατάλαβαν επειδή θα ήθελαν να έχουν εκπαιδευτεί έτσι για να μπορούν να το καταλάβουν. Όμως αυτό είναι δείγμα νοοτροπίας.
Και αντίστοιχα άλλοι, οι οποίοι επίσης δεν έχουν κανένα γνωσιολογικό υπόβαθρο, που όμως λένε ότι «ένιωσα έτσι, ότι είδα αυτή την εικόνα, φαντάστηκα αυτό, ζαλίστηκα, σιχάθηκα», οτιδήποτε. Αλλά όλα αυτά είναι ενδείξεις ότι αυτοί οι άνθρωποι ανοίγονται προς κάτι. Ότι κάτι τους έκανε και δεν έχει σημασία το τι τους έκανε.
Είσαι ένας νέος άνθρωπος, ένας άνθρωπος και με ενέργεια και με ελεύθερο χρόνο, προφανώς. Πώς διαχειρίζεσαι το χρόνο σου και την ενέργειά σου;
*Ο ελεύθερος χρόνος είναι πια μια πολυτέλεια, θα έλεγα, στις ζωές μας. Όλα εξαρτώνται από το πώς τις ζούμε και τι ανάγκες έχουμε. Στον ελεύθερό μου χρόνο, που έχει να κάνει με το να είμαι εκτός της μουσικής διαδικασίας, αφενός δεν ακούω μουσική, απέχω από τη μουσική απολύτως και αφετέρου προσπαθώ να φεύγω. Προσπαθώ να φεύγω από την Αθήνα. Προσπαθώ να είμαι στην εξοχή. Προσπαθώ να είμαι σε ένα βουνό… Να είμαι μια εκδρομή. Δεν μπαίνω στη διαδικασία να διαβάσω για να φορτώσω πληροφορίες, για να γράψω καινούργια πράγματα. Αυτή είναι για μένα η πιο αναζωογονητική διαδικασία και όχι μόνο σε σχέση με τη δουλειά.
Βλέπω ότι έχεις κάνει τατουάζ μια άγκυρα. Συγγνώμη αν γίνομαι αδιάκριτη αλλά τι σημαίνει για σένα η άγκυρα;
*Δεν έχω μπει ποτέ σε διαδικασία να το αποκωδικοποιήσω ακριβώς. Το έκανα όταν τελείωνα τις πρώτες μου σπουδές στην Ολλανδία. Όταν ήμουν πιο νέος, κάποια στιγμή είχα πάει στο Αμβούργο για ένα διάστημα και έβλεπα εκεί το μεγάλο λιμάνι και σκεφτόμουν τι ωραία θα ήταν να γίνω μούτσος και να φύγω για δύο-τρεις μήνες. Με συνάρπαζε αυτή η ιδέα, γιατί είχε κάτι σαν κάθαρση. Μπορείς να αφήσεις ό,τι και να έχεις, μπορείς να τα αφήσεις όλα και να πας στη θάλασσα. Έχεις την επιλογή της φυγής, αλλά μιας υγιούς φυγής, όχι αποφυγής.
Υποθέτω ότι έχει να κάνει κάπως μ’ αυτή την αίσθηση. Δεν είναι ακριβώς το πλοίο, αλλά η αίσθηση ότι μπορείς να αφήσεις πίσω σου τα πράγματα.
Ποια θέλεις να είναι ή μάλλον ποια θα είναι τα επόμενα βήματά σου στη μουσική και στο θέατρο; Τι σχεδιάζεις;
*Θα λείπω από την Ελλάδα για κάποιο χρόνο. Υπάρχουν κάποια μουσικά πράγματα τα οποία είναι στην Ολλανδία στα σκαριά. Σίγουρα ένα κομμάτι για δύο εκκλησιαστικά όργανα, ένα κομμάτι για ορχήστρα και αυτές τις μέρες «κλείνουν» και τα υπόλοιπα που σχεδιάζω. Όλα εκτός Ελλάδος, αυτή τη στιγμή. Πάλι μία υγιής φυγή.
Για ποια πράγματα από όσα έχεις κάνει αισθάνεσαι υπερήφανος;
*Εξωμουσικά είμαι υπερήφανος μάλλον για αυτές τις επαναστατικές πράξεις που έχουν να κάνουν με τον απεγκλωβισμό από συγκεκριμένες καταστάσεις. Για παράδειγμα, η απόφασή μου να σταματήσω στα 12 τα ωδεία και όλη αυτή την πίεση που βίωνα, διότι δεν ήταν κάτι υγιές σε σχέση με το πώς ήθελα να κάνω τη μουσική.
Η γενναιότητα της αλλαγής είναι κάτι το οποίο πάντα θαυμάζω όταν βλέπω και όσο μπορώ προσπαθώ να το έχω, γιατί δεν είναι και πάντα εύκολο, γιατί πολλές φορές βρίσκεσαι να λιμνάζεις σε κάτι χωρίς να το καταλαβαίνεις.
Μουσικά μιλώντας, νομίζω σε σχέση με την εργασία που έχει να κάνει με την «Κόλαση» του Δάντη, είναι κάτι για το οποίο είμαι υπερήφανος. Το έκανα και πάλι αψηφώντας φωνές που έλεγαν ότι, «μα τι πας να κάνεις, πώς θα γίνει αυτό, αυτό δεν μπορεί να… Τι είναι αυτό; Μουσική»;
Και όλα αυτά τα σχόλια. Ήταν μια διαδικασία που ένωσε την εφηβική μου ηλικία με τα πρόσφατα χρόνια μου, αφετέρου είδα ότι έγινα φίλτρο έκφρασης για τον κόσμο που ήρθε σε επαφή με αυτό, καθένας το βίωσε αλλιώς. Έτσι επανανοηματοδοτήθηκε και η διαδικασία μου.
Αυτή τη στιγμή κάνω μια αντίστοιχη εργασία πάνω στον «Χαμένο Παράδεισο» του ποιητή Τζον Μίλτον, η οποία ήδη συμβαίνει κάποια χρόνια πολύ σπαστά και νομίζω ότι το επόμενο διάστημα θα πάρει μπρος πολύ γενναία πια για να συμβεί κάτι πιο εξωστρεφές.
Μετά την «Κόλαση» του Δάντη και τον «Χαμένο Παράδεισο» του Μίλτον. Ποιους συγγραφείς διαβάζεις;
*Σίγουρα με συναρπάζουν για παράδειγμα ο Ντοστογιέφσκι, ο Κάφκα ή ο Έρμαν Έσσε. Δηλαδή λογοτέχνες κλασικοί. Διαβάζεις τον Ντοστογιέφσκι και βλέπεις τα τοπία, ζεις μέσα στον κόσμο του Ντοστογιέφσκι, γίνεσαι αυτός ο άνθρωπος που κάνει αυτά που κάνει. Από μικρός διάβαζα τα βιβλία του.
Όλοι αυτοί έχουν κάτι κοινό: πατούν, κυριολεκτικά και μεταφορικά, στην πνευματική πλευρά του ανθρώπου, με όλες τις διακλαδώσεις που μπορεί να έχει αυτή η έννοια. Ο Μίλτον χρησιμοποιεί τη Βίβλο για να φτιάξει ένα πράγμα ποιητικό και πολυεπίπεδο το οποίο ξεφεύγει εντελώς. Όπως και ο Δάντης. Με συναρπάζουν τα πράγματα τα οποία έχουν πολλές αναγνώσεις και αναγιγνώσκονται σε πολλά επίπεδα.
Σε πολλά επίπεδα είναι και οι ποιητές. Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σου;
*Μου έρχεται στο μυαλό ο Πόε, ο οποίος έχει την απλότητα, το γκροτέσκο, το γοτθικό, αλλά και κάτι υποβόσκον, πάντα ήταν έμπνευση. Από Έλληνες σκέφτομαι τον Νίκο Παναγιωτόπουλο, ο οποίος έφυγε πρόσφατα. Πολύ χαρακτηριστικό έργο του το «Σύσσημον». Εκεί έβλεπες πολλά και μπορούσες να τα αντιληφθείς σε δέκα διαφορετικά επίπεδα την ίδια στιγμή. Διάβαζες μία σελίδα και ένιωθες ότι έχεις διαβάσει πέντε βιβλία. Μου είχε πάρει πολύ καιρό για να το διαβάσω. Όχι γιατί δεν μπορούσα, αλλά γιατί μου αρκούσε που είχα διαβάσει δύο σελίδες για καιρό.
Πάλι έχει να κάνει με αυτό, με την αντίληψη των πραγμάτων σε πολλά επίπεδα και μάλλον με την πίστη μου ότι ο κόσμος και οι άνθρωποι δεν είναι ούτε πρέπει να είναι μονοδιάστατοι. Αυτό έχει φυσικά και μία μουσική αντιστοιχία. Είναι η μουσική η οποία λειτουργεί με έντονες αντιστίξεις.
Πλησιάζοντας στο τέλος θέλω να μου πεις τι είναι αυτό που σε κάνει να γελάς; Ή έστω να χαμογελάς.
*Πλέον υπάρχει ένας τεράστιος παράγοντας, η κόρη μου, αυτό μπορώ να το πω με απόλυτη βεβαιότητα. Είναι κάτι το οποίο αγνοεί τους καλούς και κακούς κανόνες της ζωής αυτή τη στιγμή, είναι ένα ένστικτο με πόδια. Έχει πολλή πλάκα αυτό το πράγμα να το βλέπεις, είναι πολύ ενδιαφέρον και συγκινητικό το πώς αναπτύσσεται. Σίγουρα με διαφορά…
Τι είναι αυτό που μπορεί να σε κάνει να πικραθείς, να πονέσεις;
*Έχει να κάνει με τις διαπροσωπικές σχέσεις. Δεν έχει να κάνει πάντως με τη μουσική διαδικασία.
Τι είναι αυτό που σήμερα στην Ελλάδα σε πληγώνει;
*Η τάση να έχουν όλα μία ταμπέλα. Η ταμπελοποίηση. Ας κάνουμε αυτή τη λεξιπλασία. Ταμπελοποίηση των πραγμάτων. Όλα μπαίνουν σε ένα κουτάκι. Και πάνω από όλα ότι όλοι θεωρούν πως μπορούν να βάλουν τα πράγματα σε ένα κουτάκι. Η παντογνωσία.
Προσωπικά αισθάνομαι ότι μπορώ να εκφέρω γνώμη για τόσο λίγα πράγματα που και πάλι όταν την εκφέρω το κάνω με πολύ σκεπτικισμό. Αλλά βλέπεις παντού γύρω σου κόσμο να ξέρει τα πάντα. Αυτό το σύστημα, η παντογνωσία, οι ταμπέλες και τα κουτάκια είναι κάτι τρομερό.
Κι αυτό επικοινωνεί κιόλας με αυτό που λέγαμε πριν ότι, όταν συμβαίνει αυτό το πράγμα δεν έχει κανένα άνοιγμα ως άνθρωπος, άρα πώς να επικοινωνήσει με τον άνθρωπο, πώς να παρατηρήσει τον κόσμο, πώς να ακούσει μία μουσική, πώς να καταλάβει τι του γίνεται, πώς όλα αυτά τα πράγματα. Όλα κάπως είναι στο ίδιο καζάνι αυτά.
Φτάσαμε τώρα στην τελευταία ερώτηση που είναι απλή, πολύ απλή, αλλά την κάνω σχεδόν σε όλους. Ποια είναι η σχέση σου με τα ζώα; Αγαπάς τα ζώα;
*Με τα ζώα μεγάλωσα… Με δύο σκυλιά, τα οποία έφυγαν από τη ζωή σε μεγάλη ηλικία. Άρα θυμάμαι τον εαυτό μου πολύ μικρό να ζει με σκυλιά. Και τώρα μου είναι στενόχωρο επειδή δεν μπορώ να ζήσω πάλι με σκυλιά αφού δεν έχω τη δυνατότητα λόγω της δουλειάς να τους δώσω τη δέουσα προσοχή. Θεωρώ ότι αυτό είναι που έχουν ανάγκη τα ζώα συντροφιάς. Δεν θέλω να το έχω και να το κάνω δυστυχισμένο. Έτσι πιστεύω. Πρέπει να είμαστε υπεύθυνοι.
Σε ευχαριστώ Νίκο, γι’ αυτή την …εξομολόγηση.
*Να είστε καλά. Κι εγώ ευχαριστώ το Catisart για τη φιλοξενία.
•Ο Νίκος Γαλενιανός σπούδασε πιάνο, ανώτερα θεωρητικά και νομικά στην Αθήνα και σύνθεση στην κλασική μουσική ακαδημία του Ρότερνταμ (Codarts) με τους Peter Jan Wagemans, Robin de Raaff και Rene Uijlenhoet. Μουσική του έχει παιχτεί στο φεστιβάλ Gaudeamus Muziekweek της Ουτρέχτης, στο De Doelen και στο μουσείο σύγχρονης τέχνης Boijmans van Beuningen του Ρότερνταμ, στο den Haag Spring festival κ.α. Τον Απρίλιο του 2019 παρουσιάστηκε στην Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής το μουσικοθεατρικό του έργο, «Επιστροφή, ένα πολυφωνικό έργο βασισμένο στο πρωτότυπο κείμενο της Κόλασης του Δάντη». Ενεργός και στον χώρο του θεάτρου, έχει συνεργαστεί με σκηνοθέτες όπως ο Nikita Milivojevic, ο Θωμάς Μοσχόπουλος, ο Κώστας Φιλίππογλου, οι ομάδες Patari Project, Fly Theatre κ.ά. Στην Ελλάδα, έργα του έχουν παρουσιαστεί σε χώρους όπως η Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, το Μέγαρο Μουσικής, το ΚΠΙΣΝ, η Εθνική Λυρική Σκηνή, καθώς και στο Εθνικό Θέατρο, στο ΚΘΒΕ, στο μικρό και το μεγάλο θέατρο της Επιδαύρου.