«Το σπίτι»
Είχεν ορόφους πέντε το σπίτι
βρήκα την εξώπορτα ανοιχτή και ψηλαφούσα
στα σκοτεινά. Δύσκολα ανέβαινα
τα σκαλιά λοξά γλιστρούσαν κι όλο έλεγα να δω
το σημάδι-φυτό που φωσφορίζει τη νύχτα
στη θύρα του γείτονα. Τίποτα. Λίγο ακόμη να πιστέψω
πως σακάτεψα τη μνήμη και η γέφυρα που ενώνει
το παρελθόν γκρεμίστηκε. Τότε πέτυχα τις γυναίκες
που φρόντιζαν την μετακόμιση σιωπηλά: Εδώ το χαλί
εκεί το βάζο εκεί το πιάνο τον καλόγερο στη γωνιά.
Και καθώς ευγενικές η μια με τα βαμμένα κόκκινα χείλη
μου χαμογελούσε εξηγώντας την πλάνη μου
γκαστρωμένη η άλλη μου ʽλεγε να θαυμάσω τη μεγάλη σάλα
για τα μελλοντικά πάρτι με τη μουσική στα πολύφωτα
– πάλι λάθος είπα μέσα μου, πάλι λάθος, ευχαρίστησα τις κυρίες
και καθώς το ρολόι χτυπούσε κάποιαν ώρα της νυχτός και
η δούλα ανέβαζε πάνω τον σκύλο από τον βραδινό του
περίπατο, σκαλί το σκαλί βγήκα απʼ το χτίριο.
Πιο πέρα δυο τρεις ψιθύριζαν ο ένας στο αυτί του άλλου
κάτω από ʽνα μικρό μα όχι τυχαίο δεντράκι.
O Μάρκος Μέσκος ανήκει σε ποιητική γενιά, τη δεύτερη μεταπολεμική, που πράγματι δεν έχει αφήσει «κανένα ομαδικό αποτύπωμα», «κανένα χνάρι συλλογικό στα Γράμματά μας», όπως αναφέρει ο Ανέστης Ευαγγέλου, αλλά, τουλάχιστον μέσα από το διάλογο με την μπαλάντα και το σονέτο, καταθέτει το προσωπικό, ιδιοσυγκρασιακό και πρωτότυπο ταλέντο του ως προς την τεχνοτροπία της ποίησης. Η ενασχόληση με την μπαλάντα και το σονέτο, στην περίπτωση του Μέσκου, δεν είναι απλώς μια μορφή άσκησης, πειραματικής γραφής ή μια συνειδητή τοποθέτηση υπέρ του έμμετρου στίχου. Ο Μέσκος είναι ποιητής που αποδεικνύει μέσα από τα ποιήματά του ότι μπορεί να μεταδώσει, σε ελεύθερο ή έμμετρο στίχο, όμορφα ποιήματα, όπου μορφή και περιεχόμενο δεν είναι ξεκομμένα μεταξύ τους, αλλά συμπορεύονται «χέρι-χέρι», σε σημείο που θα λέγαμε ότι παραδοσιακές μορφές όπως η μπαλάντα και το σονέτο, κι αν ακόμη «έχουν πεθάνει από καιρό», όπως ο ήρωας Μίτιας, μπορούν, στα χέρια του άξιου ποιητή, να μετουσιώσουν κάποια από τα πιο σύγχρονα νοήματα σε ποίηση.
Ο Μάρκος Μέσκος (1935-2019) γεννήθηκε στην Έδεσσα. Ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες και τις γυμνασιακές σπουδές του στην Έδεσσα και εργάστηκε, στη συνέχεια, στο κατάστημα του πατέρα του, γράφοντας ποίηση από την εφηβική ηλικία. Η πρώτη του εμφάνιση στα γράμματα έγινε το 1956 με το ποίημα “Ειρήνη” που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “Επιθεώρηση Τέχνης” (τεύχος 13, Ιανουάριος 1956), με το ψευδώνυμο Κούλης Αυγερινός (χρησιμοποίησε, επίσης, τα λογοτεχνικά ψευδώνυμα Δημήτρης Γραμματικός και Πέτρος Μηλιώνης). Το 1957, συνδέθηκε με τη συντακτική ομάδα του περιοδικού “Μαρτυρίες”. Το 1958 χρονολογείται η πρώτη του ποιητική συλλογή, “Πριν από τον θάνατο”. Το 1965 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα για να σπουδάσει στο Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Σχολής Δοξιάδη. Εκεί έζησε έως το 1980, δουλεύοντας, μεταξύ άλλων, ως γραφίστας σε διαφημιστικά γραφεία και ως επιμελητής εκδόσεων. Το 1981 μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη και έγινε ιδρυτικό μέλος της εκδοτικής ομάδας του περιοδικού “Χειρόγραφα” και, αργότερα, υπεύθυνος των Αγροτικών Συνεταιριστικών Εκδόσεων (ΑΣΕ), μεταξύ 1987-1993. Δημοσίευσε ποιήματα, πεζογραφήματα και μελέτες του, κατά καιρούς, στα περιοδικά “Επιθεώρηση Τέχνης”, “Εφημερίδα των ποιητών”, “Καινούργια Εποχή”, “Νέα Εστία”, “Νέα Πορεία”, “Ο Λογοτέχνης”, “Μαρτυρίες”, “Σημειώσεις”, “Δεκαπενθήμερος Πολίτης”, “Αντί”, “Ελίτροχος”, “Το Δέντρο”, “Γράμματα και Τέχνες”, κ.ά. Η πρώτη φάση της ποίησης του Μέσκου σχετίζεται με τραυματικά ιστορικά βιώματα της δεκαετίας του 1940 και εμφορείται από την αίσθηση ενότητας ποιητή και γενέθλιου τόπου, ανθρώπινου υποκειμένου και φύσης. Η έννοια της αντίστασης διατρέχει όλη τη λογοτεχνική του παραγωγή του και, ενώ στις πρώτες του συλλογές αποκρυσταλλώνεται σε μορφές της ελληνικής παράδοσης, όπως αυτές του Διγενή ή των Κλεφτών, σταδιακά κατατείνει όλο και περισσότερο στην αφαίρεση. Άλλα χαρακτηριστικά της ποίησής του είναι η εισβολή του ιστορικού χρόνου στον ατομικό χώρο και η διαπλοκή προσωπικού και συλλογικού. Οι διακρίσεις του περιλαμβάνουν το βραβείο ποίησης του περιοδικού “Διαβάζω” για τη συλλογή “Χαιρετισμοί”, το 1995, το βραβείο ποίησης του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών, το 2006, για το σύνολο του έργου και το Κρατικό Βραβείο Ποίησης, το 2013, για τη συλλογή “Τα λύτρα”. Ποιήματά του μεταφράστηκαν σε ξένες γλώσσες. Το 1981 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ύψιλον η πρώτη συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων του, που γράφτηκαν από το 1958 έως το 1980, με τίτλο “Μαύρο δάσος”. Το βιβλίο ξανακυκλοφόρησε με τον ίδιο τίτλο δύο φορές, συμπληρωμένο κάθε φορά: το 1999 από τις εκδόσεις Νεφέλη και το 2011, σε δύο τόμους, από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης. Οι εκδόσεις Γαβριηλίδης εξέδωσαν επίσης τα συγκεντρωμένα “Πεζογραφήματά” του, το 2013, και τα “Προσωπικά κείμενα”, το 2014. Τελευταία βιβλία του ήταν το δοκίμιο “Συνηγορία ποιήσεως” (Κίχλη, 2015), η συλλογή πεζών “Εν Βοδενοίς: Κείμενα εκτός εμπορίου από την ενδοχώρα της Έδεσσας” (Έδεσσα, 2016) και οι ποιητικές συλλογές “Άλφα Βήτα” (Κίχλη, 2015), “Στην όχθη του παραδείσου” (Το Ροδακιό, 2016) και “Όνειρα στον Άδη” (Το Ροδακιό, 2018). Έφυγε από τη ζωή στη Θεσσαλονίκη την 1η Ιανουαρίου 2019, σε ηλικία 83 ετών.
Βραβεία:
Βραβείο Ιδρύματος Κώστα & Ελένης Ουράνη Ακαδημίας Αθηνών 2006
•Αρχική εικόνα: Edvard Munch, Red House and Spruces, 1927