23.4 C
Athens
Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2024

Μάνος Χατζιδάκις – «Τα παιδιά της γαλαρίας» οι «ηττημένοι-νικητές» του Δεκέμβρη

Επιμέλεια κειμένου: Ειρήνη Αϊβαλιώτου

Τα Δεκεμβριανά ήταν η αγανάκτηση των παιδιών της γαλαρίας που βλέπαν τους συντρόφους τους και τα όνειρά τους στα φέρετρα, από σφαίρες που ρίξαν δωσίλογοι και φασίστες, φορώντας γαλάζιους μανδύες εθνικοφροσύνης…

Μάνος Χατζιδάκις - «Τα παιδιά της γαλαρίας» οι «ηττημένοι-νικητές» του Δεκέμβρη

Απόσπασμα από του Μάνου Χατζιδάκι που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Το Τέταρτο» (τεύχος 3, Ιούλιος 1985). Ο Χατζιδάκις επικαλέστηκε «κομμάτι» από τον τίτλο της ταινίας «Τα Παιδιά του Παραδείσου» του κορυφαίου Γάλλου κινηματογραφιστή Μαρσέλ Καρνέ, δανειζόμενος όμως την «ψυχή» της, δηλαδή την περίφημη εικόνα του ζωηρού, θεατρόφιλου νεαρόκοσμου που, από τις φθηνές θέσεις του εξώστη, ύψωνε «αντάρτικο» -στην ουσία ενάντια στους Γερμανούς και όχι μόνο- απέναντι στα επί σκηνής τεκταινόμενα.

Ακολουθεί ολόκληρο το κείμενο του συνθέτη.

Διαβάστε το, θα καταλάβετε πολλά για τις τραγικές μέρες του Δεκέμβρη που επηρέασαν καταλυτικά το μετά του τόπου και των ανθρώπων του και φυσικά το «σήμερά» μας. Σπουδαίος σε όλα του ο κύριος Μάνος… Αν μπορείτε δείτε και την ταινία που δικαίως θεωρείται ως ένα από τα αριστουργήματα του παγκόσμιου κινηματογράφου.

«Τα παιδιά της γαλαρίας» είναι μια φημισμένη ταινία του Καρνέ. Τα δικά μας παιδιά της γαλαρίας είναι κάπως διαφορετικά. Εκείνα της ταινίας υπήρξαν θεατές από ψηλά, από την ποιο φτηνή θέση, «εγκλημάτων» που διαδραματιζόταν στη σκηνή του θεάτρου. Τα δικά μας υπήρξαν και αυτά θεατές από ψηλά κι από την πιο ασήμαντη και φτηνή θέση, εγκλημάτων που διαδραματίζονταν στην ελληνική γη, ανίκανα να ορίζουν και ν’ αλλάζουν τη μοίρα των όσων έγιναν και γίνονται στον τόπο.

Τα όνειρα σε τούτα τα παιδιά υπήρξαν κυρίαρχα, σημαντικά και διαψευσμένα. Στον καιρό της Κατοχής τα μετέπειτα παιδιά της γαλαρίας ζούσαν απάνω στη σκηνή και παίζανε το ρόλο τους, τον όποιο ρόλο τους, έστω και τον πιο μικρό, με αυταπάρνηση, με το αίμα τους, με τη ζωή τους, χωρίς καιροσκοπισμό και ιδιοτέλεια, χωρίς προοπτική ανταλλάγματος. Μ’ ένα μονάχα στόχο, την επαλήθευση ενός επίμονου ονείρου. Και ήταν το όνειρο για μια ελεύθερη ζωή σχηματισμένη μακριά από απάνθρωπους νόμους, από ανάλγητους κρατικούς μηχανισμούς, από εξορίες και φυλακές και εκτελέσεις. Τίποτα δεν έγινε αλήθεια. Μετά τον πόλεμο κυβέρνησαν τον τόπο ξανά φθαρμένοι άνθρωποι, ανίκανοι να συλλάβουν έστω και στο ελάχιστο απ’ ότι γεννιόνταν κείνο τον καιρό κι αναρριγούσε ολόκληρο τον κόσμο. Εάν μας λέγαν τότε μερικά από τα ονόματα που κυβερνήσανε κατόπιν ότι θα ξανάβγαιναν στην πολιτική σκηνή να διαφεντέψουνε τη χώρα μας, θα γελούσαμε δίχως τελειωμό με την καρδιά μας. Γιατί πιστέψαμε βαθιά μέσα μας πως όλα αυτά τα ονόματα ήσαν φαντάσματα του παρελθόντος, απόντα στα δύσκολα χρόνια που περνούσαμε, για πάντα απόντα από τον τόπο.

Κι όμως συνέβη αυτό. Ξανάρθανε τα φαντάσματα κι αρχίσαν να πλαστογραφούν γι’ άλλη μια φορά την ελληνική ιστορία. Και τα παιδιά που πολεμήσανε κι ονειρευτήκανε, γίναν παιδιά της γαλαρίας, όσα δεν διώχτηκαν και δεν εξαφανίστηκαν στις φυλακές και στα ξερά νησιά του Αιγαίου.

Είναι τρισάθλια αντίληψη πως όλα τα παιδιά της γαλαρίας υπήρξαν οπαδοί του Ζαχαριάδη και του Μάρκου. Ακόμα κι αυτοί που ήσαν οπαδοί, απείχαν χιλιάδες μίλια μακριά απ’ τους γελοίους νεολαίους της σημερινής ΚΝΕ. Τα παιδιά της γαλαρίας δεν ήσαν φαύλα, δεν ήσαν χίτες, δεν ήσαν ανώμαλοι με τον φασισμό στο ‘να πλευρό τους. Δεν συμβιβάστηκαν με τους νικητές Γερμανούς, δεν υπήρξαν «πατριώτες» με το περιεχόμενο του χωροφύλακα και του μπράβου.

Είχαν τη σκέψη όργανο, τα μάτια υγρά κι ακούραστα να βλέπουνε τον κόσμο και την ψυχή παρθενική και απροσάρμοστη στη μεταπολεμική ελληνική αθλιότητα.

Τα Δεκεμβριανά δεν ήταν αντίδραση κομμουνιστών – όπως το πλαστογράφησαν οι ίδιοι κι όπως το απέδωσε η επίσημη ιστορία των φαντασμάτων. Ήταν η αγανάκτηση των παιδιών της γαλαρίας που βλέπαν τους συντρόφους τους και τα όνειρά τους στα φέρετρα, από σφαίρες που ρίξαν δωσίλογοι και φασίστες, φορώντας γαλάζιους μανδύες εθνικοφροσύνης. Και όλα αυτά τα ελληνικά αποβράσματα με την επίσημη υποστήριξη του νεαρού τότε κράτους, είχανε ένα εχθρό: την ψυχή των παιδιών της γαλαρίας. Εκατομμύρια ελληνικά παιδιά που πιστέψαν στην απελευθέρωση, αλλά βρέθηκαν ευθύς αμέσως απέναντι στον ίδιο χωροφύλακα, στο ίδιο δικαστή, στα ίδια ανάλγητα αρμόδια πρόσωπα που αντιμετώπιζαν πριν λίγα κιόλας χρόνο, όταν ακόμη υπήρχαν Γερμανοί. Και θέλησαν, πριν αποκλειστούν στη γαλαρία τους, να διαμαρτυρηθούν κραυγάζοντας για τελευταία φορά. Κι ύστερα να σωπάσουν – σαράντα χρόνια τώρα (σαράντα χρόνια τα περιέχω μέσα μου και τα δουλεύω για να τα πω κάποια φορά).

Όχι, η εθνική αντίσταση δεν ήταν έργο των κομουνιστών ούτε των εξ Αιγύπτου εθνικοφρόνων. Ανάμεσα στους δυο αυτούς μοιραίους πόλους βρίσκεται μια Ελλάδα που ονειρεύεται και άπειρες φορές προδομένη τραυματίζεται θανάσιμα. Και τότες ξεσπά – δεν έχει σημασία κάτω από ποια σημαία. Και είτε νικά είτε νικιέται εκφράζει απελπισία κι αγανάκτηση.

Τα παιδιά της γαλαρίας σήμερα έχουνε άσπρα μαλλιά. Όσα απόμειναν ξέχασαν τα όνειρά τους, έχουν συμβιβαστεί οριστικά με ό,τι ορίζει τη μοίρα τους, έξω απ’ αυτούς. Μονάχα μερικοί, μέσα σ’ αυτούς κι εγώ, με πείσμα κι επιμονή θυμούνται και εννοούν να θυμίζουν. Κι όσο βαστάξει αυτό το παιχνίδι.

Πόσο ηλίθια ηχούν τα λόγια και τα συνθήματα των αρχηγών στις εκλογές . Πόσα ψέματα για να σκεπάσουν τη μόνη αλήθεια. Τα παιδιά της γαλαρίας όπου να ‘ναι τελειώνουν τη θητεία τους. Γι’ αυτό και η νίκη του ασαφούς και ερμαφρόδιτου ελληνικού σοσιαλισμού.

Τα Δεκεμβριανά (1944)

Με την ονομασία αυτή είναι γνωστή η ένοπλη σύγκρουση, που έλαβε χώρα στην Αθήνα, μεταξύ του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ από τη μία πλευρά και των κυβερνητικών και βρετανικών δυνάμεων από την άλλη. Ξεκίνησε στις 3 Δεκεμβρίου 1944 με την αιματηρή κατάληξη του συλλαλητηρίου της Πλατείας Συντάγματος και τελείωσε τυπικά με την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας στις 12 Φεβρουαρίου 1945. Ήταν το προανάκρουσμα του Εμφυλίου Πολέμου (1946 – 1949), αν και για ορισμένους ιστορικούς η εμφύλια διαμάχη είχε ξεκινήσει πριν από την Απελευθέρωση.
Η αντιπαράθεση αυτή προήλθε από το κενό εξουσίας, που δημιουργήθηκε στην Ελλάδα μετά την αποχώρηση των γερμανικών δυνάμεων κατοχής τον Οκτώβριο του 1944. Το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, υπό την καταλυτική επιρροή του ΚΚΕ και με νωπές τις αντιστασιακές δάφνες της Κατοχής, είχε ένα καλά συγκροτημένο στρατιωτικό σώμα και διεκδικούσε μερίδιο στην εξουσία, αν όχι όλη την εξουσία. Απέναντί του οι αστικές δημοκρατικές δυνάμεις ήταν τελείως αδύναμες να του αντιπαρατεθούν, όντας σχεδόν 9 χρόνια εκτός εξουσίας (Δικτατορία Μεταξά, Κατοχή), ενώ μεγάλο μέρος του κρατικού μηχανισμού έφερε τη στάμπα του δωσίλογου. Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, η συνδρομή των Βρετανών, που ασκούσαν μεγάλη επιρροή στα ελληνικά πράγματα και ως συμμαχική δύναμη, ήταν εκ των ων ουκ άνευ για την επιβίωση της αστικής δημοκρατίας. Να μην ξεχνάμε ότι στην υπόλοιπη Ευρώπη και τον Ειρηνικό συνεχιζόταν με σφοδρότητα ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, με τη ζυγαριά να κλείνει αποφασιστικά υπέρ των Συμμάχων.

Στις 18 Οκτωβρίου 1944 έφθασε στην Αθήνα ο Γεώργιος Παπανδρέου και δύο μέρες αργότερα σχημάτισε την Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, στην οποία συμμετείχαν και έξι ΕΑΜικοί Υπουργοί. Ένα από τα πρώτα ζητήματα που έπρεπε να επιλύσει η νέα κυβέρνηση ήταν η αποστράτευση των αντιστασιακών οργανώσεων και η δημιουργία εθνικού στρατού. Στις 5 Νοεμβρίου ο Γεώργιος Παπανδρέου ανακοίνωσε ότι ύστερα από τη συνεργασία που είχε με τον στρατηγό Σκόμπι (επικεφαλής των Βρετανικών Δυνάμεων στην Ελλάδα), ο ΕΛΑΣ και ο ΕΔΕΣ θα αποστρατεύονταν ως τις 10 Δεκεμβρίου 1944.

Όμως, η απόφαση αυτή δεν άρεσε στο ΚΚΕ, καθώς μία ενδεχόμενη αποστράτευση του ΕΛΑΣ θα του αφαιρούσε ένα ισχυρό χαρτί στην πρόθεσή του να επιβάλει στην Ελλάδα ένα κομμουνιστικό καθεστώς σοβιετικού τύπου. Οι διαπραγματεύσεις για την αποστράτευση των αντιστασιακών οργανώσεων ναυάγησαν στις 28 Νοεμβρίου και την 1η Δεκεμβρίου οι Υπουργοί του ΕΑΜ αποχώρησαν από την κυβέρνηση Παπανδρέου. Ήταν φανερό ότι οι δύο πλευρές οδηγούνταν σε σύγκρουση, την οποία επιδίωκε το ΚΚΕ από τις 20 Νοεμβρίου με απόφαση του Πολιτικού του Γραφείου, σύμφωνα με νεότερα στοιχεία.

Σε μία επίδειξη ισχύος, το ΕΑΜ διοργανώνει την Κυριακή 3 Δεκεμβρίου ένα μεγάλο παναθηναϊκό συλλαλητήριο στην Πλατεία Συντάγματος, παρά την κυβερνητική απαγόρευση. Υπολογίζεται ότι πήραν μέρος πάνω από 100.000 άνθρωποι, ενώ κάποιοι ιστορικοί τους ανεβάζουν και στις 500.000. Το συλλαλητήριο βάφτηκε στο αίμα, καθώς οι διαδηλωτές δέχθηκαν καταιγισμό πυρών από την πλευρά των δυνάμεων ασφαλείας, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 30 άτομα και να τραυματισθούν 148.
Για το ποιος ήρξατο χειρών αδίκων υπάρχουν τρεις εκδοχές: α) ότι πυροβόλησε κάποιος από το πλήθος, με αποτέλεσμα να απαντήσουν οι αστυνομικές δυνάμεις, β) ότι πυροβόλησε απρόκλητα η αστυνομία και γ) ότι τα πυρά ήταν βρετανικά για τη δημιουργία προβοκάτσιας. Χρόνια αργότερα, στις 12 Δεκεμβρίου 1958, ο αστυνομικός διευθυντής Αθηνών κατά τη διάρκεια των «Δεκεμβριανών», Άγγελος Έβερτ (πατέρας του πολιτικού και αρχηγού της Ν.Δ. Μιλτιάδη Έβερτ), σε συνέντευξή στην εφημερίδα «Ακρόπολις» θα παραδεχτεί ότι ήταν αυτός που διέταξε τη βίαιη διάλυση της διαδήλωσης βάσει διαταγών που είχε λάβει, επειδή υπήρχε κίνδυνος κατάλυσης του κράτους.

Την επομένη, μετά τις κηδείες των θυμάτων, οι συγκρούσεις γενικεύτηκαν, με τη συμμετοχή στρατιωτικών δυνάμεων του ΕΛΑΣ. Το ΕΑΜ συγκρότησε νέα διαδήλωση, με αποτέλεσμα να υπάρχουν κι άλλοι νεκροί. Το ίδιο βράδυ, ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου υπέβαλε την παραίτησή του, αλλά μεταπείστηκε από τους Άγγλους και παρέμεινε στη θέση του. Η πλάστιγγα άρχισε να γέρνει με το μέρος του ΕΛΑΣ, που έλεγχε σχεδόν όλη την Αθήνα, εκτός από το κέντρο της πρωτεύουσας. Οι δυνάμεις του ανέρχονταν σε περίπου 20.000 άνδρες (10.000 μάχιμους και άλλους τόσους εφεδρικούς). Η κυβέρνηση Παπανδρέου μπορούσε να υπολογίζει σε περίπου 10.000 μάχιμους, στους οποίους συμπεριλαμβάνονταν και οι άνδρες της εμπειροπόλεμης 3ης Ορεινής Ταξιαρχίας, που είχε έλθει με δάφνες από το Ρίμινι με επικεφαλής τον συνταγματάρχη Θρασύβουλο Τσακαλώτο (θείο του υπουργού Οικονομικών και στελέχους του ΣΥΡΙΖΑ Ευκλείδη Τσακαλώτου) και φυσικά στη βρετανική δύναμη υπό τον υποστράτηγο Ρόναλντ Σκόμπι, που ήταν και η καλύτερα εξοπλισμένη απ’ όλους τους εμπλεκόμενους και αριθμούσε γύρω στους 5.000 άνδρες.

«Μη διστάσεις να ενεργήσεις σαν να ήσουν σε κατακτημένη πόλη, όπου γίνεται μία τοπική εξέγερση» τηλεγραφεί στον Σκόμπι ο Βρετανός πρωθυπουργός Γουίνστον Τσόρτσιλ, που δεν διανοείτο ότι θα έχανε την Ελλάδα από τη σφαίρα επιρροής της Μεγάλης Βρετανίας. Την είχε κερδίσει με σκληρά παζάρια από τον Στάλιν στην περίφημη «Συμφωνία των Ποσοστών», που υπογράφτηκε στη Μόσχα στις 9 Οκτωβρίου, τρεις μέρες πριν από την αναχώρηση των Γερμανών από την Ελλάδα. Από την πλευρά του, ο Σοβιετικός ηγέτης τήρησε το λόγο του, αποφεύγοντας να κατηγορήσει τον Τσόρτσιλ για ανάμιξη στις εσωτερικές υποθέσεις της Ελλάδας, όπως έκαναν οι Αμερικανοί, αλλά δεν αποθάρρυνε την ηγεσία του ΚΚΕ, που δεν γνώριζε το «παζάρι της Μόσχας» και πίστευε βάσιμα σε συντροφική βοήθεια.


Η πρόθεση του ΕΛΑΣ στη Μάχη της Αθήνας ήταν να αφοπλίσει όσες αστυνομικές υπηρεσίες αντιστέκονταν, ώστε να αποδυναμώσει τον αντίπαλο. Ιδιαίτερα σκληρές μάχες δόθηκαν στην περιοχή Μακρυγιάννη για τον έλεγχο του Συντάγματος Χωροφυλακής που έδρευε εκεί (6 – 11 Δεκεμβρίου 1944). Όταν οι Βρετανοί κατάλαβαν ότι τα πράγματα λάμβαναν άσχημη τροπή γι’ αυτούς, αποφάσισαν να ενισχύσουν τις δυνάμεις τους στην Αθήνα, αποσπώντας μονάδες από το μέτωπο της Ιταλίας. Από τα μέσα Δεκεμβρίου, οι κυβερνητικές δυνάμεις άρχισαν σταδιακά να κερδίζουν έδαφος. Οι Βρετανοί με επίλεκτους στρατιώτες, άρματα μάχης και αεροπορία, αφού πρώτα εξουδετέρωσαν τη δύναμη του ΕΛΑΣ στις ανατολικές συνοικίες της Αθήνας και ιδιαίτερα στο προπύργιό του, την Καισαριανή, άρχισαν να εκκαθαρίζουν το κέντρο της πόλης, όπου συνήφθησαν ομηρικές οδομαχίες στα στενοσόκακα γύρω από την Πλατεία Ομονοίας, στου Ψυρρή και το Μεταξουργείο.

Ο Τσόρτσιλ πίστευε ότι το ελληνικό πρόβλημα δεν μπορούσε να λυθεί με στρατιωτικά μέσα, αλλά μόνο με πολιτικά. Γι’ αυτό, ανήμερα των Χριστουγέννων, ήλθε στην Αθήνα.

Σε αλλεπάλληλες συσκέψεις στο Υπουργείο Εξωτερικών (26 – 27 Δεκεμβρίου), στις οποίες συμμετείχαν και εκπρόσωποι του ΕΑΜ, αποφασίστηκε να ζητηθεί από τον εξόριστο Βασιλιά Γεώργιο Β’ να ορίσει Αντιβασιλέα και συγκεκριμένα τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Δαμασκηνό (Παπανδρέου). Ήταν μία ευφυής κίνηση του Άγγλου πολιτικού για να κρατήσει ενωμένες τις αστικές δυνάμεις, με τη γεφύρωση του χάσματος φιλομοναρχικών και βενιζελογενών δημοκρατικών.
Στα πολιτικά ζητήματα υπήρξε πλήρης διαφωνία. Ο Σιάντος απαίτησε να δοθούν στο ΕΑΜ σχεδόν τα μισά Υπουργεία, να διωχθούν από τον κρατικό μηχανισμό οι δωσίλογοι, να διαλυθεί η Χωροφυλακή, να γίνει δημοψήφισμα για το πολιτειακό το Φεβρουάριο και εκλογές τον Απρίλιο. Οι όροι, αρκούντως μαξιμαλιστικοί, απορρίφθηκαν απ’ όλους τους πολιτικούς, καθώς πίστευαν ότι θα οδηγούσαν σε κομμουνιστικοποίηση του κράτους. Το ΚΚΕ έδειξε αδιαλλαξία, έχοντας την ψευδαίσθηση ότι η έλευση του Τσόρτσιλ στην Αθήνα ήταν ένδειξη αδυναμίας και δεν προχώρησε σ’ ένα συμβιβασμό, που θα του επέτρεπε να διασώσει τις δυνάμεις του και να αποκτήσει σημαντικό μερίδιο της εξουσίας.

Στις 30 Δεκεμβρίου, ο βασιλιάς ενέδωσε στις αφόρητες πιέσεις των Βρετανών και ανακοίνωσε το διορισμό του Δαμασκηνού ως Αντιβασιλέα και την πρόθεσή του να επιστρέψει στην Ελλάδα, μόνο αν το θελήσει ο λαός. Ο Γεώργιος Παπανδρέου παραιτήθηκε από την πρωθυπουργία και στις 3 Ιανουαρίου 1945 τον διαδέχθηκε ο Νικόλαος Πλαστήρας.

Στις 5 Ιανουαρίου 1945 οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Αθήνα, υπό την πίεση των υπέρτερων κυβερνητικών και βρετανικών δυνάμεων. Στις 11 Ιανουαρίου ο ΕΛΑΣ υπέγραψε ανακωχή με τους Βρετανούς και στις 12 Φεβρουαρίου 1945 έληξαν και τυπικά τα «Δεκεμβριανά», με τη Συμφωνία της Βάρκιζας. Το ΕΑΜ είχε ηττηθεί στρατιωτικά και πολιτικά.

Πηγές πληροφοριών: gardikiomilaion.wordpress.com, www.sansimera.gr

 

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε


Τελευταία άρθρα

- Advertisement -