Ο Λεωνίδας Τριβιζάς, πλήρης ημερών και προσφοράς, έφυγε από τη ζωή τη Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2022 σε ηλικία 93 ετών. Είχε γεννηθεί στην Κέρκυρα στις 3 Μαΐου του 1929.
Ήταν σκηνοθέτης του θεάτρου και καθηγητής σε δραματικές σχολές. Σκηνοθέτησε έργα κλασικού αλλά κυρίως σύγχρονου, ξένου δραματολογίου και σε μικρότερη κλίμακα νεοελληνικά έργα.
Συμμετείχε στην ίδρυση και λειτουργία εναλλακτικών, πειραματικών θεατρικών σχημάτων που παρουσίασαν ένα δραματολόγιο στηριγμένο σε καλλιτεχνικά και κοινωνικοπολιτικά κριτήρια (Κυκλικό Θέατρο, Λαϊκή Πειραματική Σκηνή).
Επιπλέον, ασχολήθηκε με την αναβίωση του αρχαίου δράματος, προσεγγίζοντάς το μέσω μιας ανανεωτικής και μοντέρνας αισθητικής.
Ο Λεωνίδας Τριβιζάς φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης, από όπου αποφοίτησε το 1956. Οι πρώτες σκηνοθετικές του απόπειρες πραγματοποιήθηκαν το 1958 με τον βραχύβιο θίασο «Ελεύθερο Θέατρο» και το 1960 με τη «Νέα Σκηνή» του Κωστή Λειβαδέα.
Στη συνέχεια ίδρυσε το δικό του θεατρικό σχήμα, το «Κυκλικό Θέατρο» (1961–1963). Ακολούθησαν οι συνεργασίες του με το Εθνικό Θέατρο (1965–1967) και στο ελεύθερο θέατρο με τον θίασο του Αλέκου Αλεξανδράκη και τον θίασο του Δημήτρη Χορν.
Την περίοδο της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών (1967-1974) αυτοεξορίστηκε στο Παρίσι, όπου μεταξύ άλλων παρακολούθησε τα μαθήματα του Ρολάν Μπαρτ στην École pratique des hautes études.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα πρωτοστάτησε στην ίδρυση και λειτουργία του Λαϊκού Πειραματικού Θεάτρου (1975–1984) και της ομώνυμης Δραματικής Σχολής. Επανήλθε ως σκηνοθέτης το καλοκαίρι του 1996 σκηνοθετώντας την τραγωδία του Σαίξπηρ «Βασιλιάς Ληρ» (θίασος Κ. Καζάκου).
Τελευταία καταγεγραμμένη σκηνοθετική του δουλειά υπήρξε η παράσταση «Ο Φάλσταφ», μια ελεύθερη απόδοση της σαιξπηρικής κωμωδίας «Οι πρόσχαρες κυρίες του Ουίνδσορ» (θίασος Κ. Καζάκου, 1998).
Επαγγελματική πορεία
Κατά τη θεατρική περίοδο 1958/59 ο Λ. Τριβιζάς μαζί με άλλους νεαρούς αποφοίτους της Δραματικής Σχολής του Θεάτρου Τέχνης (Κ. Καζάκος, Χρ. Μπίστης, Κ. Αρσένη, Μ. Βούρτση κ.ά.) συγκρότησαν τον θίασο Ελεύθερο Θέατρο και οργάνωσαν έναν κύκλο περιοδειών σε διάφορες περιοχές της Βόρειας Ελλάδας (Θεσσαλονίκη, Καβάλα, Καστοριά κ.α.).
Το καλοκαίρι του 1960 συνεργάστηκε με τον θίασο «Νέα Σκηνή» του Κωστή Λειβαδέα και σκηνοθέτησε την τραγωδία του Ευριπίδη «Ιφιγένεια εν Αυλίδι», καθώς και την κωμωδία «Η ζωή με τον πατέρα» των Χ. Λίντσεϋ και Ρ. Κρουζ.
Η πρώτη σκηνοθεσία του Λ. Τριβιζά στο αρχαίο δράμα εμπεριείχε τα στοιχεία που προσπάθησε να εισάγει ο Κωστής Λειβαδέας στην αναβίωση των αρχαίων τραγωδιών, δηλαδή ανάδειξη δραματικών και ρεαλιστικών στοιχείων, ανάδειξη της ατομικότητας των μελών του χορού, πεζός λόγος έναντι ποιητικού.
Το 1961 ο Λεωνίδας Τριβιζάς δημιούργησε το Κυκλικό Θέατρο στο υπόγειο μιας πολυκατοικίας, στην οδό Δημοκρίτου και Αλεξάνδρου Σούτσου. Όπως υποδηλώνει και η ονομασία του θιάσου, η σκηνή του θεάτρου είχε κυκλικό σχήμα. Στην ιστορία του ελληνικού μεταπολεμικού θεάτρου οι δύο αυτές «χωροθετικές» επιλογές του Τριβιζά έχουν οριστεί ως σημείο ρήξης με τις μέχρι τότε παγιωμένες στην Ελλάδα αντιλήψεις για τη θεατρική επικοινωνία μέσω της παραδοσιακής ιταλικής σκηνής και ως στοιχείο πρωτοπορίας που δημιουργούσε νέες προοπτικές για τους σκηνοθέτες, τους ηθοποιούς αλλά και τους θεατές.
Η λειτουργία του Κυκλικού Θεάτρου τερματίστηκε το 1963, έπειτα από καταγγελία ενοίκου της πολυκατοικίας όπου στεγαζόταν το θέατρο. Υποστηρίχθηκε ότι δεν τηρούνταν οι πολεοδομικές προδιαγραφές που επέβαλε η νομοθεσία για τη λειτουργία ενός χώρου δημοσίων θεαμάτων.
Τον Φεβρουάριο του 1964, έπειτα από δικαστική διαμάχη και μέσα σε φορτισμένο κλίμα το θέατρο κατεδαφίστηκε. Ο Λ. Τριβιζάς στο Κυκλικό Θέατρο παρουσίασε τέσσερα έργα, όλα προερχόμενα από το ξένο σύγχρονο ρεπερτόριο, τα οποία παίχτηκαν για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Το πρώτο έργο που ανέβασε ήταν η κωμωδία του Ούγκο Μπέττι «Μια όμορφη Κυριακή του Σεπτέμβρη». Η παράσταση έγινε δεκτή με θετικά σχόλια από μεγάλο μέρος της θεατρικής κριτικής. Ακολούθησαν τρία έργα με πολιτικοκοινωνικό περιεχόμενο: Το δράμα «Ένας όμηρος» του Μπρένταν Μπίαν, το έργο «Ερρίκος ο Η’ και οι γυναίκες του» του Χέρμαν Γκρέσικερ και το έργο του Ζαν Πωλ Σαρτρ «Νεκροί χωρίς τάφο». Ως επιλογές δραματολογίου τα έργα αυτά προκάλεσαν αντιφατικές κριτικές, όμως ήταν σχεδόν κοινή παραδοχή ότι η σκηνοθεσία πέτυχε να αναδείξει το πνεύμα του εκάστοτε συγγραφέα.
Στις παραστάσεις του Κυκλικού Θεάτρου ο Λ. Τριβιζάς συνεργάστηκε με σημαντικούς καλλιτέχνες όπως οι συνθέτες Μίκης Θεοδωράκης και Γιάννης Μαρκόπουλος, ο σκηνογράφος Γιάννης Καρύδης, οι ηθοποιοί Νέλλη Αγγελίδου, Αλέκα Παΐζη, Τίτος Βανδής κ.ά.
Μετά το βίαιο κλείσιμο του Κυκλικού Θεάτρου και μέχρι και τη Δικτατορία των Συνταγματαρχών ο Λ. Τριβιζάς σκηνοθέτησε μια σειρά παραστάσεων για θιάσους του ελεύθερου θεάτρου αλλά και για το Εθνικό Θέατρο. Το 1962 άρχισε τη μακροχρόνια συνεργασία του με τον θίασο του Αλέκου Αλεξανδράκη, η οποία απέδωσε πέντε θεατρικές παραγωγές. Συγκεκριμένα σκηνοθέτησε τα έργα: «Μια ιστορία του Ίρκουτσκ» του Αλεξέι Αρμπούζωφ (1962), «Το σινικό τείχος» του Μαξ Φρις (1963), το μονόπρακτο «Ο θάνατος της Μπέσσυ Σμιθ» του Έντουαρντ Άλμπι και το μονόπρακτο «Ο ταξιδιώτης της Α’ θέσεως» του Αντόν Τσέχωφ σε κοινή παράσταση (1964), το «Ένας μήνας στην εξοχή» του Ιβάν Τουργκένιεφ (1964) και το «Μπλουζ για τον κύριο Τσάρλυ» του Τζέιμς Μπόλντουιν (1965).
Παράλληλα, το καλοκαίρι του 1963 σκηνοθέτησε τη μουσική παράσταση «Μαγική πόλις» του Μάνου Χατζιδάκι και του Μίκη Θεοδωράκη (θέατρο Παρκ), ενώ τη σεζόν 1964/65 επανήλθε στο έργο «Ένας όμηρος» του Μπ. Μπίαν σκηνοθετώντας το αυτή τη φορά για λογαριασμό του θιάσου του Τίτου Βανδή (θέατρο Μεταλλείον).
Το 1968, λίγο πριν φύγει για το Παρίσι συνεργάστηκε με τον Δημήτρη Χορν σκηνοθετώντας τον στο έργο «Ντον Ζουάν» του Μολιέρου (θέατρο Βρετάνια). Θετικό ήταν το πρόσημο των κριτικών σε σχέση με τις σκηνοθετικές του προσπάθειές σε αυτές τις παραστάσεις. Οι περισσότεροι κριτικοί έκαναν λόγο για δημιουργία εύρυθμων και καλά συντονισμένων παραστάσεων, όπου η σκηνοθετική γραμμή υπηρέτησε τα θεατρικά κείμενα.
Το 1965 ο Λ. Τριβιζάς προσλαμβάνεται στο Εθνικό Θέατρο. Η πρώτη παραγωγή που κλήθηκε να σκηνοθετήσει ήταν η κωμωδία του Αριστοφάνη «Πλούτος». Οι κριτικές για την παράσταση υπήρξαν αντικρουόμενες. Μέσα από τις κριτικές αναδεικνύεται ότι ο σκηνοθέτης «εγκλωβίστηκε» ανάμεσα στη δική του ανανεωτική αντίληψη για την αναβίωση του αρχαίου δράματος και στα όρια που έθετε η παράδοση του Εθνικού Θεάτρου στο ανέβασμα της αττικής κωμωδίας.
Τις επόμενες δύο θεατρικές σεζόν σκηνοθέτησε τέσσερα έργα στο Εθνικό Θέατρο, έργα που προέρχονταν από διαφορετικά είδη ρεπερτορίου. Παρουσίασε δύο νεοελληνικά έργα διαφορετικών δραματουργικών προσανατολισμών, την «ιστορική τραγωδία» του Παντελή Πρεβελάκη «Το ιερό σφάγιο» (1966) και το δράμα της Λούλας Αναγνωστάκη «Η συναναστροφή» (1967). Επίσης σκηνοθέτησε και δύο έργα του σύγχρονου ξένου ρεπερτορίου, τον «Ιβάνωφ» του Α. Τσέχωφ και τον «Ερρίκο Δ’» του Λ. Πιραντέλλο.
Η τελευταία αυτή παράσταση έγινε δεκτή με αρκετές θετικές κριτικές, σε αντίθεση με την παράσταση του «Ιβάνωφ», όπου η κριτική θεώρησε ότι η σκηνοθεσία του Λ. Τριβιζά δεν βοήθησε να μειωθούν τα προβλήματα που φέρει δραματουργικά το ίδιο το θεατρικό κείμενο. Για τη σκηνοθεσία του στον «Ερρίκο Δ’» στο πλαίσιο της θεατρολογικής έρευνας, ειπώθηκε ότι «ανέδειξε μέσα από τη σκηνογραφική λιτότητα τις μεταθεατρικές αναφορές του έργου και εστίασε στην τρέλα του αμνησιακού ήρωα, ποντάροντας στην υποκριτική δεξιοτεχνία του πρωταγωνιστή του, Δημήτρη Χορν».
Η Μεταπολίτευση υπήρξε αφετηρία μιας δημιουργικής και γόνιμης καλλιτεχνικής περιόδου για τον Λ. Τριβιζά. Μετά την επιστροφή του από το Παρίσι πρωτοστάτησε στην ίδρυση και λειτουργία του Λαϊκού Πειραματικού Θεάτρου και της ομώνυμης Δραματικής Σχολής (1975). Ο θίασος στεγάστηκε αρχικά στο θέατρο Αθηνά και έπειτα στο Θέατρο Πορεία. Ανέβασε είκοσι οκτώ θεατρικά έργα μιας ευρείας γκάμας ρεπερτορίου: δώδεκα έργα ξένου σύγχρονου ρεπερτορίου, επτά νεοελληνικά, δύο κλασικά έργα, τρία παιδικού θεάτρου και τέσσερα αρχαία δράματα.
Έξι από τα επτά νεοελληνικά έργα παρουσιάστηκαν επί σκηνής για πρώτη φορά και τα περισσότερα εστίαζαν στον κοινωνικό και πολιτικό αποκλεισμό (Μουγγός, Άγις, Εξορία, Το διπλανό κρεβάτι, Λάκκος της αμαρτίας και Ρωμέικο πανόραμα).
Τα έργα του σύγχρονου ξένου ρεπερτορίου που επιλέχθηκαν ήταν κυρίως έργα έντονου πολιτικού και κοινωνικού προβληματισμού (Καπιτάν Σελλ – Καπιτάν Έσο, Μάνα, Φως στα σκοτάδια, Κατ’ οίκον εργασία, Άνω Αυστρία, Οι παραθεριστές κ.ά.).
Από το κλασικό ρεπερτόριο παρουσιάστηκαν τα έργα: Τίμων ο Αθηναίος του Σαίξπηρ και Μισάνθρωπος του Μολιέρου. Για το δραματολόγιο στο οποίο επικεντρώθηκε χαρακτηρίστηκε ως σκηνοθέτης των επικίνδυνων πειραμάτων.
Ενδεικτική για τη δραματουργία που θέλησε να προβάλει ήταν η δήλωσή του με αφορμή την παράσταση του έργου «Λάκκος της αμαρτίας» του Γιώργου Μανιώτη. Δήλωσε ότι το έργο «αρθρώνει για πρώτη φορά στον τόπο μας, το πρόβλημα μιας κατηγορίας περιθωριακών ατόμων, που θέλουμε ν᾽ αγνοήσουμε την ύπαρξή τους και που, όταν δεν το καταφέρνουμε, καταφεύγουμε στις διώξεις, στην ταπείνωση και τον εξευτελισμό».
Μία ακόμα παράσταση του Λ. Τριβιζά που προκάλεσε συζητήσεις την εποχή που παρουσιάστηκε, αλλά και το ενδιαφέρον της μετέπειτα θεατρολογοκής έρευνας ήταν το «Ρωμέικο πανόραμα», μία σπονδυλωτή παράσταση, επιθεωρησιακού τύπου με έντονο πολιτικό χαρακτήρα και αναγωγές στη νεώτερη ελληνική ιστορία.
Επίσης με το Λαϊκό Πειραματικό Θέατρο ο Λ. Τριβιζάς ασχολήθηκε συστηματικά και με την αναβίωση του αρχαίου δράματος. Παρουσίασε την κωμωδία του Αριστοφάνη «Θεσμοφοριάζουσες» (1978), τις τραγωδίες του Ευριπίδη «Ορέστης» (1979) και «Φοίνισσες» (1983), καθώς και την τραγωδία του Αισχύλου «Επτά επί Θήβας» (1980). Την ίδια περίοδο σκηνοθέτησε και για λογαριασμό του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος την τραγωδία του Ευριπίδη «Εκάβη» (1981).
Στις σκηνοθετικές αυτές προσπάθειες εισήγαγε διάφορους πειραματισμούς και ακολούθησε σκηνοθετικές τακτικές ανανέωσης σε σχέση με την παράδοση που είχε παγιωθεί στην Ελλάδα στην αναβίωση του αρχαίου δράματος. Η πρόταση του στηρίζονταν στην «αντικλασική» αισθητική, στην ανάδειξη του πολιτικού και ιδεολογικού στοιχείου κ.ά. Ενδεικτικά, στην παράσταση της Εκάβης «η σύλληψη του σκηνικού χώρου στηρίχθηκε σε ένα γυμνό κυκλικό ξύλινο πατάρι και στο εύρημα των κινητών τριγωνικών υφασμάτινων ιστίων».
Ο Λεωνίδας Τριβιζάς σε όλη την πορεία του Λαϊκού Πειραματικού Θεάτρου συνεργάστηκε με σημαντικούς δημιουργούς και καλλιτέχνες. Στην αρχή είχε τη συμπαράσταση της Ξένιας Καλογεροπούλου, του Γιάννη Φέρτη, του Μάριου Πλωρίτη, του Πέτρου Μάρκαρη, του Κωστή Σκαλιόρα, της Ελένης Βαροπούλου κ.ά.
Στην πορεία συνεργάστηκε με συνθέτες όπως ο Θάνος Μικρούτσικος, ο Λουκιανός Κηλαηδόνης, ο Γιώργος Κουρουπός, με εικαστικούς καλλιτέχνες όπως ο Γιάννης Κόκκος, ο Γιώργος Πάτσας, ο Δαμιανός Ζαρίφης και με ηθοποιούς όπως ο Δημήτρης Χορν, η Αλέκα Παΐζη, η Νέλλη Αγγελίδου, η Εύα Κοταμανίδου, ο Δημήτρης Καταλειφός κ.ά.
Προς τα τέλη της δεκαετίας του ’70 σε αρκετά κριτικά σημειώματα παρατηρείται ότι ο Λ. Τριβιζάς με την επιμονή του στο πολιτικοποιημένο και κοινωνικά καταγγελτικό δραματολόγιο άρχισε να μην συμβαδίζει με την εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας, χάνοντας ταυτόχρονα τον σφυγμό της εποχής και το ενδιαφέρον του κοινού.
Σταδιακά, το Λαϊκό Πειραματικό Θέατρο άρχισε να αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά προβλήματα και το 1984 υπό το βάρος τους σταμάτησε τη λειτουργία του. Όλη την περίοδο που είχε προηγηθεί ο Τύπος της εποχής είχε συνεχή δημοσιεύματα και αντεγκλήσεις αναφορικά με τη μη ένταξη του Λαϊκού Πειραματικού Θεάτρου στις κρατικές επιχορηγήσεις.
Για την επόμενη δεκαετία ο Λ. Τριβιζάς θα απέχει από κάθε επαγγελματική σκηνοθετική δράση, παρόλο που στο διάστημα που μεσολάβησε υπήρχαν δημοσιεύματα που αναφέρονταν σε διεργασίες επιστροφής του. Επέστρεψε για λίγο σκηνοθετώντας δύο παραστάσεις σαιξπηρικών έργων για τον θίασο του Κώστα Καζάκου (Βασιλιάς Ληρ, 1996 και Ο Φάλσταφ ή Οι πρόσχαρες κυρίες του Ουίνδσορ, 1998). Η κριτική σε σχέση με την παράταση του Βασιλιά Ληρ ήταν σε γενικές γραμμές θετική με τη σκηνοθεσία – διδασκαλία του Λ. Τριβιζά, υπογραμμίζοντας όμως, ότι δεν πέτυχε να αναδείξει όλες τις διαστάσεις του τραγικού που φέρει το έργο.
Τέλος, ο Λ. Τριβιζάς παράλληλα με τη σκηνοθετική του πορεία στο θέατρο, ασχολήθηκε και με τη σκηνοθεσία θεατρικών έργων στο ραδιόφωνο. Ενδεικτικά αναφέρονται τα έργα: Βόυτσεκ του Γκ. Μπύχνερ (1964), Τα πατατάκια για όλες τις ώρες του Α. Γουέσκερ (1964), Σινικό τείχος του Μαξ Φρις (1964), Δόνα Ροζίτα του Φ. Λόρκα (1967), Μπλοκ C του Η. Βενέζη κ.ά.
Πηγή: Βικιπαίδεια