Της Ειρήνης Αϊβαλιώτου
Κάποιες φορές ταξιδεύοντας στην ελληνική περιφέρεια πέφτουμε πάνω σε εστιατορικά «διαμάντια» που έχουν μεγάλη αξία, αν και δεν τους φαίνεται με την πρώτη ματιά χωμένα όπως είναι σε μικρές πόλεις ή κεφαλοχώρια.
Η αξία τους έγκειται αφενός στις απλές αλλά τόσο φορτωμένες με μνήμες συνταγές τους που είναι πάντα πιστά εκτελεσμένες από χέρια ικανά που διαφυλάττουν με μεράκι τις γεύσεις ενός άλλου καιρού, αφετέρου στην αίσθηση φιλοξενίας που αποπνέουν, μην ξεχνώντας δε και το πολιτισμικό τους αποτύπωμα.
Υπάρχει ένα εστιατόριο που επισκεπτόμαστε αδιάλειπτα κάθε καλοκαίρι τις τελευταίες δεκαετίες. Δεν πέσαμε τυχαία πάνω του. Το επισκεφτήκαμε κάποτε οδηγημένοι από τη φήμη του, ακόμα πολύ νέοι εμείς, και την κυριολεξία ο Λεωνίδας και η κυρία Κάκια μας μεγάλωσαν.
Από τότε κάθε φορά που μετά την παράσταση στο Φεστιβάλ Επιδαύρου διασχίζω τη μεγάλη σάλα και κατευθύνομαι προς τη νοσταλγική αυλή με την κληματαριά, η στρατηγική παρουσία της κυρίας Κάκιας πίσω από τον πάγκο με τα φαγητά είναι μια «σταθερά», θερμή, ευγενική και καθησυχαστική.
Είναι η αύρα της παλιάς Επιδαύρου. Είναι η εμπιστοσύνη ότι κάτι αλλάζει -και σωστά- αλλά και ότι κάτι μένει εκεί ακλόνητο να μας θυμίζει τον παλιό καλό καιρό και να μας δένει με μια άγκυρα ψυχής «ἀσφαλῆ τε καί βεβαίαν».
Τα οικεία και αγαπημένα φαγητά της σπιτικής κουζίνας αλλά και κάποιες από τις παλιές γευστικές δόξες επανέρχονται κάθε καλοκαίρι δυναμικά στην καρδιά μας.
Στη χώρα μας όλοι όσοι θέλουν να αποκαλούνται σεφ αισθάνονται την υποχρέωση να βάλουν το χεράκι τους πάνω από την εθνική κουζίνα. Να την «πειράξουν», μιας και προφανώς τη νιώθουν υποδεέστερη του επιπέδου τους ή ανιαρή· να κάνουν κάτι που θεωρούν πρωτότυπο γιατί το καθιερωμένο παραδοσιακό πρότυπο δεν καλύπτει το εγώ τους· προσθέτοντας, μεταλλάσσοντας και φλυαρώντας μαγειρικά για να νιώσουν αντάξιοι του τίτλου τους.
Εμείς όμως θέλουμε να γευτούμε τα απλά αμπελοφάσουλα και την απαλή φάβα, τα γεμιστά της μαμάς και τους κεφτέδες της γιαγιάς από την κουζίνα του χωριού. Αν επιθυμούμε να φάμε «αποδομημένο» μουσακά θα επισκεφθούμε ένα καλό αθηναϊκό εστιατόριο και θα έχουμε εκ προοιμίου αποδεχτεί ότι δεν θα φάμε μουσακά, αλλά κάτι «πειραγμένο».
Στο αγαπημένο Λυγουριό, μόλις τρία χιλιόμετρα από το αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου και μόλις λίγα μέτρα από τον ελαιώνα της οικογένειας Λιακοπούλου, το απλό, μεστό, νόστιμο φαγητό που αναζητάς, το βρίσκεις στον «Λεωνίδα».
Εκεί που έτρωγαν ο Μινωτής, η Συνοδινού, ο Νέζερ, ο Αλεξανδράκης, η Βουγιουκλάκη, η Νόνικα Γαληνέα, η Μελίνα Μερκούρη, η Ειρήνη Παππά, πρόσφατα η Κάθριν Χάντερ και όλοι οι ηθοποιοί που πέρασαν κάποια στιγμή από την Επίδαυρο. Εκεί που ξαποσταίνουν και χαλαρώνουν οι θίασοι στα διαλείμματα των προβών. Εκεί που δοκίμασαν την ελληνική κουζίνα οι επιφανείς ξένοι επισκέπτες, όπως ο Μιτεράν και ο Ζακ Λανγκ. Εκεί που δίδαξε μαγειρική η μεγάλη Κατίνα Παξινού το νεαρότατο τότε ζευγάρι του Λεωνίδα και της Κάκιας. Γιατί -ναι- η Παξινού ήταν και σπουδαία μαγείρισσα.
Έτσι σήμερα μια οικογένεια, η οικογένεια Λιακοπούλου, μέσα από πορεία ετών, γνωρίζει πώς να μάς προσφέρει μια παραδοσιακή συνταγή· όχι απλώς τεχνικά, αλλά και πολιτισμικά, διατηρώντας δηλαδή τη μνήμη της νοστιμιάς της, την ψυχή της. Χωρίς τα μέλη της οικογένειας αυτής να βαυκαλίζονται πως, αν εφαρμόσουν απλώς μια-δύο νεωτερικές τεχνικές και αλλάξουν κάποια υλικά με κάτι άλλο, θα υπερβούν την ιστορική αξία μιας καθιερωμένης συνταγής και θα δοξαστούν στα social media ως πρωτοπόροι.
Οι αναγνωρισμένες δημιουργικές περγαμηνές του «Λεωνίδα», όπου θα έπρεπε όλοι να γνωρίζουν, είναι το λαχταριστό αρνάκι ψητό με τις πατατούλες του, η τυρόπιτα με την τοπική εξαίσια φέτα, το μοσχαράκι με τη σάλτσα ψητού που εκμυστηρεύτηκε η σύζυγος ενός τεχνικού του Εθνικού Θεάτρου στην κυρία Κάκια, τα πεντανόστιμα «παπουτσάκια» με τα στιβαρά στην ουσία τους προϊόντα της αργολικής γης.
Συνταγές παραδοσιακές μεν, αναλλοίωτες δε. Αυτές οι συνταγές, συνταγές που έχουν καθιερωθεί μέσα στα χρόνια και από πολλαπλές γενιές είναι κάτι σπάνιο σήμερα, άρα και «ιερό». Απαιτούν σεβασμό και προσπάθεια στην άριστη τεχνικά εκτέλεσή τους, στη διατήρηση της αλήθειας τους. Δοξάζουν δε τη μεγάλη, την τεράστια ελληνική κουζίνα. Κεφτεδάκια διά χειρός, παστίτσιο κυριακάτικο, μουσακάς σπιτικός, φασολάκια λαδερά, μελιτζάνες ιμάμ. Φαγητά πέρα από κάθε «κοινότοπη πρωτοτυπία». Μόνο μια απλή και αυθεντική γευστική «αλήθεια» που υπηρετεί το πιάτο μας και τον ουρανίσκο μας.
Η κυρία Κάκια σήμερα, κέρβερος πάνω από την κουζίνα, τους φούρνους και τις εστίες, άοκνη φυλάγει Θερμοπύλες. Οι δε συνεργάτες και τα παιδιά της Νίκος και Γιώργος. Η νύφη της Σοφία Καψάλη, τα τέσσερα εγγόνια της – όλοι τους εκπαιδευτικοί και επιστήμονες – φρουροί και οικοδεσπότες μαζί, φροντίζουν και υποδέχονται τους ανυπόμονους πελάτες και καταφέρνουν να συνδυάζουν τον αέρα της ιστορικότητας με τη θέρμη και την οικειότητα του φροντισμένου σπιτικού φαγητού.
Η δόξα του «Λεωνίδα» δεν πρόκειται να σβήσει. Πάντα θα φέρνει στο προσκήνιο το συναίσθημα και την υγιή γευστική νοσταλγία. Κι αν νομίσετε ότι όσα γράφω είναι μια αναχρονιστική αναπόληση, θα σας διαψεύσω. Είναι μια ανθρώπινη ανάγκη.
∗∗∗
11.11.1990: Ο Αλέξης Μινωτής, το ελαιόλαδο και ο θρυλικός Λεωνίδας
***