Πάντα μέσα από ένα διάτρητο παρόν, ο θάνατος πλήττει το μέλλον, όχι το παρελθόν. Ο νεκρός έζησε, αλλά δεν μπορεί να ξαναζήσει, ούτε να αλλάξει κάτι από τα όσα ήδη έχουν παρέλθει. Η ορφάνια του βίου του είναι ότι, ενώ άλλοτε συμπορευόταν με τη ζωή, ακολουθούσε τις καμπές του χρόνου, είχε την ελευθερία να αναμορφώνει κατά βούληση το νόημα του παρελθόντος, τώρα -νικημένη σκιά καθώς είναι- μένει αμέτοχος. Σαν αδέσποτη μνήμη, η ζωή του παραδίδεται στους άλλους ενώ το μέλλον του ξεριζώνεται τελεσίδικα. Κάθε άνθρωπος χωρίς μέλλον, ήτοι κάθε νεκρός, αποκεφαλίζεται, καταντάει ιστορία στα χείλη των άλλων, αφορμή για ατελεύτητες δηλώσεις και παρεξηγήσεις. Υπάρχει ένας άταφος βιωμένος χρόνος που κληροδοτείται εξ ολοκλήρου ή εξ αδιαιρέτου στους επιζώντες. Το απισχνασμένο κορμί μπορεί να σφαλίστηκε στο μνήμα, αλλά τα πεπραγμένα του βιωμένου χρόνου δεν περιχωρούνται.
Είναι απεριχώρητα. Σβήνουν και ανάβουν με το ρυθμό που σβήνουν και ανάβουν τα ίχνη κάθε αδέσποτης ζωής.
ΖΩΝΤΕΣ ΚΑΙ ΤΕΘΝΕΩΤΕΣ
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗΣ
Παντού νεκροί και πτώματα. Όλες τις ώρες και όλες τις μέρες. Βρέφη και διαλυμένα γερόντια, έφηβοι και ανέγγιχτες θυγατέρες πέφτουν ξέπνοοι σαν να κατρακυλούν αθόρυβα από τον ουρανό. Τους σηκώνουν άρον άρον και τους τραβούν στα νεκροτομεία, τους βάζουν στα άθλια συρτάρια του ψυκτικού νεκροθαλάμου, για να τους φυτέψουν την άλλη μέρα στη νεκρούπολη της ενορίας τους. Μελλοντικός νεκρός ο καθένας μας, κυκλοφορεί ανάμεσα σε τωρινούς και αβοήθητους νεκρούς.