Του Παναγιώτη Μήλα
Στις αρχές Απριλίου ανακοινώθηκε το πρόγραμμα του Φεστιβάλ Αθηνών – Επιδαύρου για το 2017. Ελάχιστες ώρες μετά στο Διαδίκτυο και την επόμενη ημέρα σε μεγάλη εφημερίδα διάβασα ότι το φετινό πρόγραμμα ήταν copy paste των αντίστοιχων προγραμμάτων της προηγούμενης διεύθυνσης.
Η κριτική και το σχόλιο -όταν μπλέκουν επιδέξια και γλυκά με την είδηση- είναι απαραίτητο όπλο για ένα δημοσιογράφο. Όταν όμως κάνεις επίθεση αποκλειστικά και μόνο για να χαϊδέψεις κάποια αυτιά, τότε θα έρθει η στιγμή που θα πρέπει να μαζεύεις τα κομμάτια σου…
Αυτά σκεπτόμουν το βράδυ της Δευτέρας 19 Ιουνίου 2017 στο ρακάδικο – μεζεδοπωλείο «Ρεβαΐζι» πίσω από την εκκλησία του Αγίου Διονυσίου στον Πειραιά, στη βιομηχανική ζώνη στην πρώτη παράλληλο από το λιμάνι.
Τραπέζια απλωμένα στο χωματόδρομο, εκεί που κάποτε περνούσε το τραμ και σήμερα έχουν μείνει μόνο οι γραμμές. Τραπέζια, μεζέδες, κρασί, παρέες, γιορτινή διάθεση. Οι γαζίες ολάνθιστες, ο αέρας του λιμανιού διάχυτος, τα φώτα ευλαβικά, όλα σε μια μυστική ταύτιση. Όλα έτοιμα για συμπόσιο, για διασκέδαση, για ξεσάλωμα, για ξεφάντωμα (όπως σημαίνει η λέξη «ρεβαΐζι»).
Από αυτό το ρεβαΐζι, αυτό το γιορτάσι, αυτό το χαροκόπι, το ξέδομα, την τέρψη, ίσως θέλησε να ξεφύγει ο Κώστας Μασέλλος. Από μικρός σοβαρός και πικραμένος, με μάτια μελαγχολικά, πίστεψε πως θα τα καταφέρει πηγαίνοντας στο Περιβόλι της Παναγιάς το 1910, στη Μονή Βατοπεδίου, για να μονάσει.
«…Στο Άγιο Όρος, στα 17 μου. Που πήγα.
Μπήκα ένα βράδι στο ιερό να ψάλλω μπροστά στον εσταυρωμένο,
και καθώς σήκωσα τα μάτια, είδα να γυαλίζει ένα μαχαίρι –
το κρατούσε ανάμεσα στα δόντια και το δάγκωνε.
Ο εσταυρωμένος.
Τρόμαξα.
Πολύ.
Έφυγα σαν να με κυνηγούσαν.
Δεν είχα τρόπο να εξηγήσω τι σήμαινε εκείνο το μαχαίρι.
Ήξερα όμως, πως θα το συναντούσα από δω και πέρα στη ζωή μου,
διαρκώς…
Είπαν μετά, πώς κάτι άλλο είχε γίνει- και έφυγα.
Από αυτά τα πολλά που είπαν για εμένα μετά. Που τα ψιθύριζαν.
Πώς ήμουν αλλιώτικος.
Ναι.
Ήμουν.
Αλλιώτικος.
Το αλλιώτικο γύρευα στη ζωή μου εγώ.
Γιατί από νωρίς είχα καταλάβει, πως αλλιώτικα όλα στη ζωή.
Τίποτα «ίδιο».
Και ειδικά ο άνθρωπος, ένα αλλιώτικο.
Όλος.
Από τη φύση του.
Και αυτό το αλλιώτικο αγαπάμε.
Το ξένο. Σαν, δικό μας…».
Τελικά δεν τα κατάφερε. Άντεξε μόνο λίγες μέρες και γύρισε στη Σμύρνη. Η ζωή τον τράβηξε πίσω. Μετά το Άγιον Όρος έγινε ένας σπουδαίος ερμηνευτής σμυρναίικων τραγουδιών που έμεινε γνωστός στην Ιστορία ως Κώστας Νούρος.
“Με μια ζωή σημαδεμένη από θανάτους, απώλειες και ματαιώσεις, κατάφερε μέσω της φωνής του και των τραγουδιών του, να φωτίσει το βαθύ σκότος ενός πολιτισμού που χτίστηκε από ανθρώπους, αλλά αγνόησε τον άνθρωπο. Και συνεχίζει να αγνοεί”.
Ο Κώστας Νούρος γεννήθηκε το 1892 στην ενορία Νταραγάτσι της Σμύρνης και επειδή έχασε πολύ νωρίς (δύο ετών) τη μητέρα του από τύφο, ανέλαβε να τον μεγαλώσει η νεοκόρισσα του νεκροταφείου απέναντι από το σπίτι τους, η Χατζη-Αθανασώ. Έτσι από μικρός αρχίζει να ψέλνει στις εκκλησίες της περιοχής του. Ακόμα, από πολύ μικρός, μόλις τέλειωσε το δημοτικό, άρχισε να δουλεύει σε εργοστάσια ως εργάτης. Το τραγούδι το ξεκίνησε επίσημα στα 19, δίπλα στον Παναγιώτη Φούντα ή Τατάρη, στην ταβέρνα του Γεραλέξη στην Πούντα.
Ο ηθοποιός Τσιμάρας Τζανάτος, η σκηνοθέτις Χρύσα Καψούλη και η μουσικός Ανθή Γουρουντή αποφάσισαν να ζωγραφίσουν την προσωπογραφία του σπουδαίου αυτού τραγουδιστή. Μαζί τους οι θαυμάσιοι ηθοποιοί Λευτέρης Παπακώστας, Κατερίνα Παρισσινού και η εκπληκτική σοπράνο Χριστίνα Ασημακοπούλου. Συμμετείχαν επίσης: ο σπουδαίος τραγουδιστής των αμανέδων (και ηθοποιός) Νικόλαος Χαλδαιάκης που εκπροσωπούσε τη φωνητική “περσόνα” του Νούρου, η Ευφροσύνη Γιαννή “αφεντικό” σε φωνή, κιθάρα. Επίσης η πανέμορφη (και όχι μόνο) Δήμητρα Μακρυγιάννη. Τέλος, στήριγμα μοναδικό, το 40μελές φωνητικό σύνολο Libro Coro που τα μέλη του -ανεξάρτητα από ηλικία – πατούσαν στο πάλκο ως έμπειροι επαγγελματίες.
Ο τίτλος της παράστασης και ο υπότιτλος είναι: “Κώστας Νούρος: ξένος δυο φορές” – Γεφυρώνοντας τις Διαφορετικότητες.
Αν κάποιος διάβαζε το πρόγραμμα του Φεστιβάλ, μόνο ΑΝ το διάβαζε θα ήταν υπεραρκετό για να καταλάβει ότι το φετινό δεν έχει καμία απολύτως σχέση με όλα τα προηγούμενα. “Το άνοιγμα στην πόλη”, άνοιξε και το Φεστιβάλ, άνοιξε πάλι τα παραθυρόφυλλα στις γειτονιές, ζωντάνεψε τους κήπους, καθάρισε τις αυλές, μάζεψε μικρούς και μεγάλους γύρω από το παλκοσένικο του Κώστα Νούρου και μίλησε με λόγια απλά, κατανοητά και τολμηρά στις καρδιές μας.
Αν υποθέσουμε ότι ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ είχε κάνει ένα τεράστιο και ολοστρόγγυλο μηδενικό με τις όποιες επιλογές του, και μόνο ο «Κώστας Νούρος» θα ήταν αρκετός για να του χαρίσει το χρυσό μετάλλιο.
Το ίδιο θα έλεγα αν ο Μίκης Θεοδωράκης είχε γράψει μόνο τη «Δραπετσώνα», ο Μάνος Χατζιδάκις μόνο το «Είμαι αητός χωρίς φτερά», ο Γιάννης Ρίτσος μόνο την «Ελένη»…
Όπως λένε οι πηγές, ο Κώστας Νούρος τραγούδησε στα καλύτερα μαγαζιά της Σμύρνης, στην Τερψιθέα, δίπλα στου Χατζηφράγκου, στο Ασανσέρ, στο Καρατάσι, στον Νικόλα του Τζίτζικα έξω απ’ τη Σμύρνη, στου Μιχάλη του Χαβούτη και αλλού. Ήταν φημισμένος τραγουδιστής πριν ακόμα φτάσει στην Αθήνα. Με την πρώτη του εμφάνιση σε κέντρο κατέπληξε και συγκίνησε τους πάντες γύρω του. Πολύ σύντομα η φήμη του ξεπερνά τις γειτονιές και ξαπλώνεται σ’ όλη τη Μικρά Ασία, όπου υπήρχε Ελληνισμός. Ήταν το αηδόνι που τους μάγευε, «Το αηδόνι της Σμύρνης». Σε περιοδεία στο Αϊδίνι το 1911 παντρεύεται την πρώτη του γυναίκα, την Καλλιόπη Σιντιρλάλα, που πέθανε όμως τρία χρόνια μετά (1914), είκοσι ενός μόλις ετών. Στις 15 Οκτωβρίου του 1915 παντρεύεται τη δεύτερη γυναίκα του, τη Μαρία Καστανά από το Κερατοχώρι.
Το 1917 χάνει τη μονάκριβη κόρη του και σε σαράντα μέρες και τη γυναίκα του. Τότε φεύγει για τη Σάμο. Ο πόλεμος του ’40 τον βρίσκει στην Κοκκινιά σε ηλικία 48 χρονών. Βρίσκει το κουράγιο και στρατεύεται για την «ψυχαγωγία» των στρατιωτών. Το 1943 ξανά στη Σάμο, και στους βομβαρδισμούς περνά με βάρκα στο Κουσάντασι, πρόσφυγας και μόνος ξανά στη ζωή του. Κατεβαίνει στην Παλαιστίνη και από εκεί στη Γάζα, όπου αρχίζει να τραγουδάει σε διάφορες ψυχαγωγικές εκδηλώσεις του Στρατού. Το τέλος του πολέμου, το 1945, τον βρίσκει στο Κάιρο όπου μένει τραγουδώντας. Επιστρέφει στην Ελλάδα και συνεχίζει μεροδούλι – μεροφάι πάνω στα πάλκα μέχρι τα εβδομήντα του χρόνια. Το 1962 αποφασίζει να αποσυρθεί από το τραγούδι και να πάρει τη σύνταξή του. Ήταν πικραμένος, κουρασμένος κι ένιωθε αδικημένος, μόνος και ξεχασμένος από γνωστούς και φίλους. Τα χρήματα της σύνταξής του δεν έφταναν για να ζήσει. Τα υπόλοιπα 10 χρόνια θα τα περάσει μεταξύ του σπιτιού και του «καφενείου των Φιλάθλων». Αφήνει την τελευταία του πνοή στις 26 Μαΐου 1972, σε ηλικία 80 χρονών, στην οδό Γρεβενών 33, στη Νίκαια (δηλαδή στην Κοκκινιά).
Ο «Κώστας Νούρος» είναι θέατρο, είναι βαριετέ, είναι επιθεώρηση, είναι μιούζικαλ, είναι χορόδραμα, είναι όπερα, είναι οπερέτα. Ο «Κώστας Νούρος» είναι σινεμά, είναι φιλμ νουάρ, είναι περιπέτεια, είναι δράση, έχει αστυνομική πλοκή, έχει βία, έχει θύτες και θύματα. Ο «Κώστας Νούρος» έχει πάθη, έχει έρωτες, έχει δολοπλοκίες, έχει ζήλιες, έχει μίση. Ο «Κώστας Νούρος» σε κάνει να τραγουδάς, σε κάνει να γελάς, σε κάνει να σκέπτεσαι και να προβληματίζεσαι, σε κάνει να θυμώνεις, σε κάνει να παίρνεις δύσκολες αποφάσεις και τέλος – γιατί όχι – σε κάνει ακόμη και να κλαις.
Όλη η παράσταση, οι ερμηνείες, οι ηθοποιοί, οι μουσικοί, οι τραγουδιστές, τα παιδιά, τα εφηβάκια και οι μεγαλύτεροι δεν μπορούν και δεν πρέπει να μπουν στην κρίση αν έκαναν ή όχι καλά αυτό που τους ανατέθηκε. Ήμουν δίπλα τους σε απόσταση αναπνοής. Τους είδα, τους άκουσα και τους ένιωσα όπως νιώθει ο γονιός το παιδί του. Είδα το μυαλό τους, άκουσα την ψυχή τους, διάβασα τα μάτια τους. Ήταν όλοι καλύτεροι και από άριστοι. Όλα όσα ζήσαμε εκείνο το βράδυ ήταν χειροποίητα. Ήταν αυθεντικά. Χωρίς περιττά φτιασίδια. Χωρίς δήθεν μεγαλόπνοα μηνύματα. Και όμως όλα ήταν μοντέρνα. Όλα ήταν ροκ. Όλα ήταν έντιμα.
Η συνεργασία Τζανάτου, Καψούλη, Γουρουντή είχε αυτό το μοναδικό αποτέλεσμα. Πιστεύω – χωρίς να ξέρω τι έγινε στα παρασκήνια – ότι ο Τσιμάρας Τζανάτος υπήρξε ένας οδοστρωτήρας που με τη συμπαράσταση της Χρύσας και της Ανθής παρέσυρε και διέλυσε κάθε εμπόδιο. Ένας σπουδαίος καλλιτέχνης της γενιάς του που υποδύθηκε με ποίηση και πυγμή ένα σπουδαίο καλλιτέχνη, μιας άλλης, μιας παλαιότερης γενιάς. Κι έτσι όλα πήραν τον δρόμο τους. Περίπου 60 άτομα ακολούθησαν τον Τσιμάρα και έτσι ο Νούρος ξεκίνησε το δεύτερο ταξίδι του…
«Είχα δει ένα όνειρο μικρός:
Ήμουν εγώ μέσα στη κοιλιά της.
Αλλά την έβλεπα.
Σαν από έξω, να ήμουν.
Τεράστια η μάνα μου. Σαν μάνα.
Τεράστιες οι μανάδες που είναι πάντα…
Άρχισε να πρήζεται.
Φούσκωνε.
Σαν τεράστιο λευκό μπαλόνι
Που δεν χωρούσε.
Στο κρεβάτι της, στην αρχή. Δεν χωρούσε.
Στο δωμάτιο, έπειτα. Δεν χωρούσε.
Ούτε στο σπίτι. Χωρούσε.
Άρχισαν να ραγίζουν οι τοίχοι του…
Κι ήρθαν, λέει, οι γιατροί και είπαν:
«Το παιδί είναι πολύ μεγάλο- και την διαστέλλει.
Να την πάτε στη θάλασσα να γεννήσει…»
Άκουγα τη θάλασσα. Και φωνές. Που έψελναν.
Για τη μάνα μου.
Που είχε γίνει μεγάλη σαν φεγγάρι.
Κι έλαμπε το δέρμα της σαν λουστρίνι λευκό.
Και με έδειχνε ο κόσμος να σαλεύω μέσα της.
Να παλεύω. Για να βγω.
Φωτισμένα τα σκοτεινά νερά.
Κι ή θάλασσα άσπρη σαν γάλα που έφεγγε…».
“Κώστας Νούρος: ξένος δυο φορές”
Γεφυρώνοντας τις Διαφορετικότητες – Το άνοιγμα στην πόλη – Δημοτικό Θέατρο Πειραιά – Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου 2017
Ο Κώστας Μασσέλος ή Νούρος υπήρξε μια ιδιαίτερη περίπτωση τραγουδιστή, του οποίου το ταλέντο άνθησε τόσο στη Σμύρνη όσο και στον Πειραιά. Η φωνή, αλλά και η ζωή του σφράγισαν μοναδικά και ανατρεπτικά το ρεμπέτικο. Μοναχικός και αλύτρωτος τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο βίο του, σφράγισε με τη βελούδινη φωνή του την πρώτη περίοδο του σμυρνέικου/ρεμπέτικου τραγουδιού και δημιούργησε ρήγμα στα στερεότυπα ερωτικής συμπεριφοράς του ρεμπέτη. Δύο φορές πρόσφυγας, μπόλιασε με τη φινέτσα του το μπρούτο πειραιώτικο ρεμπέτικο, μένοντας συγχρόνως αόρατος, μια ντελικάτη φιγούρα που δεν χωρούσε στα στερεότυπα μιας συντηρητικής κοινωνίας.
Ο Νούρος, μια προσωπικότητα πολυσχιδής και λεπτή, ένας άνθρωπος λεβέντης, έφυγε απ’ τη ζωή μόνος και απένταρος. Μόνος σε πολλαπλά επίπεδα. Μακριά από συγγενικό κύκλο και με την αίσθηση ότι τον είχαν ξεχάσει όλοι αυτοί που κάποτε τον θαύμαζαν κι ακόμα, μ’ αυτή την επιπλέον βαριά μοναξιά που νιώθουν οι ομοφυλόφιλοι. Τη μοναξιά του “διαφορετικού”.
Ο “Κώστας Νούρος: ξένος δυο φορές” ήταν μια παράσταση ερευνητική και δημιουργική, μια παράσταση αισθητική και ιαματική, πνευματική, ανθρώπινη και βιωματική. Ένα τολμηρό οδοιπορικό στην αγωνιώδη προσωπική περιπλάνηση μιας ζωής.
Μια παράσταση που μονάχα θεατράνθρωποι με την καθαρόαιμη καλλιτεχνική συνείδηση και την ευγένεια παιδείας του Τσιμάρα Τζανάτου και της Χρύσας Καψούλη, μαθημένοι να σέβονται και να συναισθάνονται, μπορούν να παρουσιάσουν.
Κείμενα – Μουσική δραματουργία: Ανθή Γουρουντή, Χρύσα Καψούλη, Τσιμάρας Τζανάτος
Σκηνοθεσία: Χρύσα Καψούλη
Μουσική – Ενορχήστρωση – Τραγούδια: Χάρης Βλαστάκης, Ανθή Γουρουντή
Βοηθός σκηνοθέτη: Λευτέρης Παπακώστας
Β΄ βοηθός σκηνοθέτη: Κατερίνα Παρισσινού
Φωνητική προετοιμασία: Κλεοπάτρα Παπαχειμώνα
Σκηνική επίβλεψη – Επιμέλεια κοστουμιών: Σπύρος Γκέκας
Εικαστική επιμέλεια – Γραφιστικά: Σταύρος Παπαγιάννης – Stage Design Office
Φροντιστήριο: Φραγκίσκος Δακτυλίδης
Ερμηνευτές: Τσιμάρας Τζανάτος, Νικόλαος Χαλδαιάκης, Κατερίνα Παρισσινού και το πειραϊκό φωνητικό σύνολο Libro Coro
Συνεργάζονται: Χριστίνα Ασημακοπούλου (σοπράνο), Λευτέρης Παπακώστας (ηθοποιός)
Συμμετέχει: Η Δήμητρα Μακρυγιάννη
Μουσικοί: Σταυρούλα Μέντη (βιολί), Στάθης Κοντοπάνος (ούτι), Δημήτρης Ασλανίδης (κοντραμπάσο), Ανθή Γουρουντή (πιάνο), Ευφροσύνη Γιαννή (Κιθάρα – φωνή), Νικόλαος Χαλδαιάκης (τραγούδι).
* Στην παράσταση ακούγεται το τραγούδι “Πέραμα” του Γιάννη Μαρκόπουλου, με την ευγενική παραχώρηση του ιδίου. Ποίηση Γιώργου Χρονά.
“Τη μέρα που ήρθα και σε βρήκα
κάτω στο Πέραμα με τους γέρους
στη θάλασσα να βρίζεις
τη κάμαρα που σε γέννησε
και τον Ξέρξη
Στάθηκα δίπλα σου και σου είπα
τα κεραμίδια θα γίνουνε τσιμέντο
τα ξύλα θα γίνουνε πέτρες
η αγάπη θα γίνει χρήμα
Τη μέρα που ήρθα και σε βρήκα
κάτω στο Πέραμα με τους γέρους
στάθηκα δίπλα σου και σου είπα
θα μας ξεχάσουνε την Πέμπτη
το Σάββατο, το Σάββατο την ίδια ώρα
θα αναστηθούμε”.
Παράσταση σε ταβέρνες
Ώρα προσέλευσης: 20:30.
Αναλυτικά οι τοποθεσίες:
Σάββατο 10 Ιουνίου | “Ρεβαίζι” Θερμοπυλών 28, Πειραιάς
Κυριακή 11 Ιουνίου | “Ρεβαΐζι” Θερμοπυλών 28, Πειραιάς
Δευτέρα 12 Ιουνίου | “Μπαρμπαδήμος” Αγ, Γεωργίου 76, Κορυδαλλός
Πέμπτη 15 Ιουνίου | “Ρούκουνας” Ελ. Βενιζέλου 166, Κερατσίνι
Παρασκευή 16 Ιουνίου | “Ρούκουνας” Ελ. Βενιζέλου 166, Κερατσίνι
Δευτέρα 19 Ιουνίου | “Ρεβαΐζι” Θερμοπυλών 28, Πειραιάς
(Εδώ να θυμίσω πως το «Ρεβαΐζι», ο «Ρούκουνας» και ο «Μπαρμπαδήμος» ήταν – και είναι – από τα πιο ιστορικά στέκια στο Πειραιά, στο Κερατσίνι και στον Κορυδαλλό).
Εκτός από το «Πέραμα», όλοι οι άλλοι στίχοι που δημοσιεύονται στο παραπάνω κείμενο είναι του Τσιμάρα Τζανάτου, “κλεμμένοι” από την προσωπική του σελίδα στο facebook.
***
“Στην Αθήνα…” Στίχοι και μουσική του Παναγιώτη Τούντα. Χασάπικο του 1930. Τραγουδάει ο Κώστας Νούρος. Μπορείτε να το ακούσετε: ΕΔΩ