Τα «Κομμάτια και θρύψαλα» ανιχνεύουν την παθογένεια αστών, μικροαστών και εργατών, επιστημόνων και εμπόρων…
Αυτό έγραψε ο Κώστας Γεωργουσόπουλος για το έργο του Γιώργου Σκούρτη «Κομμάτια και θρύψαλα».
Και πρόσθεσε:
«Από τις ταραγµένες ηµέρες µετά τη µεταπολίτευση, όταν ακόµη µαζεύαµε τα κοµµάτια και τα θρύψαλα µιάς επτάχρονης ταπείνωσης ως κράτος και ως δηµόσιο ήθος, όπου µόνο λίγοι άνθρωποι είχαν υπερασπίσει την αξιοπρέπεια και τα ιστορικά και πολιτιστικά τιµαλφή αυτού του τόπου, ο Γιώργος Σκούρτης, ο Κουν και οι συνεργάτες του στο εργαστήρι θεατρικών θαυµάτων του Θεάτρου Τέχνης είχαν µετά λόγου αληθείας παραδώσει στην ελληνική κοινωνία, όση τουλάχιστον είχε την έγνοια µιάς καταβύθισης στις ενοχές της, στις ανοχές της και στις αναπηρίες της, ένα σπονδυλωτό θεατρικό κείµενο, όπου ο συγγραφέας τολµούσε να βάλει το δάχτυλο επί τον τύπον των ήλων αλλά και στο είδος των ήλων – καρφιών και συνάµα στο σφυρί του σταυρωτή και στον ίδιο τον σταυρωτή.
Τα «Κοµµάτια και θρύψαλα» του Σκούρτη του 1977, είχαν συνταράξει τότε συνειδήσεις και µε είχαν οδηγήσει να γράψω επί λέξει τα εξής:
«Αν τα “Κοµµάτια και θρύψαλα” περάσουν µέσα στα άλλα χίλια δυο µικρογεγονότα της θεατρικής πιάτσας, αν αντιµετωπιστούν ως υπόθεση του συγγραφέα τους ή του θιάσου που τα παίζει, αν δεν ερεθίσουν, δεν δηµιουργήσουν “το πνευµατικό θέµα” της χρονιάς, αν δεν προκαλέσουν ζυµώσεις, τότε δεν ξέρω τι είναι εκείνο που µπορεί πια να αφυπνίσει ή να διεγείρει τη νυσταλέα µακαριότητα µας· γιατί µακάριος δεν είναι µόνο ο αδιάφορος, µακάριος είναι και ο αλαζόνας του δόγµατος, όποιου δόγµατος».
***
«Είκοσι ένα χρόνια µετά (1998) ο Αρµένης εγκαινιάζει το δικό του θεατρικό στέκι, σε µιαν εποχή µεγάλης εσωτερικής πολιτικής ταραχής (υπόθεση Κοσκωτά, ειδικό δικαστήριο, κυβερνήσεις Φρανκενστάιν) και υποχρεώνοµαι να επαναλάβω τα λόγια που ανέφερα παραπάνω. Τι σήµαινε αυτό; Πως µια εικοσαετία µετά την ψυχαναλυτική ανάλυση του Σκούρτη στο φροϊδικό ντιβάνι του θεάτρου και ενώ είχε µεσολαβήσει το κίνηµα και ο θρίαµβος, τουλάχιστον ο εκλογικός, της Αλλαγής, τίποτε δεν είχε αλλάξει στα ήθη µας, στην αγωγή µας και τα ίδια σύνδροµα ταλάνιζαν την κοινωνία µας. Είκοσι ένα χρόνια µετά οι βασανιστές κυκλοφορούσαν ελεύθεροι ή τους δολοφονούσαν κάποιοι άγνωστοι που χωρίς κανείς να τους έχει εξουσιοδοτήσει αναλάµβαναν στα τυφλά την πολιτική ευθύνη, που δεν την αναλάµβανε, βεβαίως, η οργανωµένη Πολιτεία που είχε επτά χρόνια ταπεινωθεί.
Οι φοιτητές και τα πολιτικά στελέχη που αντιστάθηκαν στη χούντα µέσα σε µια εικοσαετία είχαν γίνει εξουσία, είχαν εξαγοράσει τα πάθη µε παχυλούς µισθούς στα γρανάζια του συστήµατος, του ίδιου συστήµατος που είχαν πολεµήσει. Με λίγες τιµητικές εξαιρέσεις. Ένα κίνηµα που διαλαλούσε πως έφερνε τον λαό στην εξουσία άφηνε πάλι πίσω του ένα λούµπεν προλεταριάτο, µια στρατιά γυναικών αντικείµενο σκευής εργασιακής εκµετάλλευσης που πνιγµένη στην αλυσίβα του νεροχύτη αναρωτιόταν πάλι, «εγώ τι κόµµα είµαι;»!
Είκοσι ένα χρόνια µετά τα οργανωµένα συµφέροντα, το κεφάλαιο αναγεννηµένο από τις στάχτες του χουντικού φοίνικα τροφοδοτεί το κράτος µε νέα εξοπλιστικά συστήµατα, πνίγει το µικροµαγαζάκι της γειτονιάς υψώνοντας πολυκαταστήµατα και σπέρνει την ελληνική ύπαιθρο µε πανεπιστηµιακές σχολές, όπως χρόνια πριν, µε στρατόπεδα για να ενισχύσει το συρρικνωµένο πορτοφόλι του επαρχιώτη νοικοκύρη. Και ιδού από το 1998-99 έως σήµερα έχουν περάσει δέκα πυκνά χρόνια και τα «Κοµµάτια και θρύψαλα» είναι ο καθρέφτης που κοιτώντας µέσα του το πολιτικό, οικονοµικό και πολιτιστικό µας παρόν αντικρύζει την τερατώδη µορφή της, παραµορφωµένη, χαρακωµένη ή διά της πλαστικής τσιτωµένη. Το είχα σε ανύποπτο χρόνο διατυπώσει το αίτηµα. Κάθε µια δεκαετία να παίζεται αυτό το τραυµατικό κείµενο του Σκούρτη για να διαπιστώνουµε κάθε φορά, αν κάναµε έστω ένα βήµα ώστε να θεραπεύσουµε, και όχι βέβαια µε γιατροσόφια, µπότοξ ή ποµάδες το αποτρόπαιο προσωπείο που επιβάλαµε πάνω στο αρχαίο ή το παλαιότερο αφτιασίδωτο πρόσωπό µας και φέτος µέσα σε αυτή την πρωτοφανή και ιστορικά ανεπανάληπτη έκπτωση αξιών, και όχι µόνο χρηµατοπιστωτικών, ξαναϋψώνει ενώπιόν µας τον καθρέφτη για να αντικρύσουµε τη ρηµαγµένη, αναπαράλλαχτα όπως πριν από 33 χρόνια µιζέρια µας.
Ο Σκούρτης θεώρησε σκόπιµο να προσθέσει δυο – τρία νέα τραύµατα, αφαιρώντας ανάλογα παλιά. Η συλλογιστική δεν άλλαξε, αντίθετα το έκτρωµα φαντάζει πλέον πτωµατικό.
Και θέλω να είµαι ειλικρινής απέναντι στην Ιστορία. Χωρίς να αποσύρω την παλιά µου έκκληση, έτσι για την τιµή των όπλων (εξάλλου οι περισσότεροι από µας κάνουµε προτάσεις για να γραφτεί πως δεν έγιναν αποδεκτές στην πλάκα του τάφου µας!), γνωρίζω πως καμία συνείδηση δεν θα εξεγερθεί, καµία φιλοτιµία δεν θα αφυπνιστεί γιατί όλα αυτά έχουν πνιγεί µέσα στον τηλεοπτικό βόθρο, τη γαστρονοµική ουτοπία αλλά και τον πανικό που έχει πετύχει να διοχετεύσει στις συνειδήσεις το διεθνές δόγµα του σοκ.
Ν’ ανοίξουν κάποια άλλα από τα τηλεοπτικά παράθυρα, για να µπει λίγο φως, διαλεκτικό και ανθρωπολογικά αποδεικτικό, για να µη φτάσουµε, όπως σε ένα από τα αριστουργηµατικά του «Κοµµάτια» να ταυτιστούµε µε τους θύτες µας, να ευγνωµονούµε τους σταυρωτήδες µας και να ονοµάζουµε σωτήρες τους οδοστρωτήρες».
***
Και από την κριτική του Κώστα Γεωργουσόπουλου στην εφημερίδα «Τα Νέα» για τον Γιώργο Σκούρτη και την πρώτη του συνεργασία, με τους «Θεατρίνων θεατές»:
To τέλμα. Ο πρόσφατα φευγάτος από τη γειτονιά των ζώντων Γιώργος Σκούρτης, ένας από τους περίπου 15 μετακαμπανελικούς μας θεατρικούς δημιουργούς από το 1970 που πρωτοπαρουσιάστηκε στο Θέατρο Τέχνης με τους «Νταντάδες» άφησε έντονο και ιδιάζον το στίγμα του στη μεταπολεμική μας δημιουργία…
…Το αριστούργημα βέβαια του Σκούρτη είναι βέβαια το «Κομμάτια και θρύψαλα» που ακτινοσκοπεί τους όγκους που ανέπτυξε στο κοινωνικό σώμα η δικτατορία, έργο σπονδυλωτό σαν τις πλάκες ακτίνων που απλώνουν στον πίνακα οι γιατροί και προσεγγίζουν τις αλλοιώσεις των ιστών.
Τα κομμάτια και θρύψαλα ανιχνεύουν την παθογένεια αστών, μικροαστών και εργατών, επιστημόνων και εμπόρων…
…Στο Studio Κυψέλης, ο θίασος «Θεατρίνων θεατές» είχε το προνόμιο να έχει τον συγγραφέα ως το μοιραίο τέλος παρόντα στις δοκιμές και στο ύφος της παράστασης…
…Η παράσταση που δίδαξε με έξοχους ρυθμούς και ισορροπίες ο Γιώργος Λιβανός τίμησε το συγγραφέα που για χρόνια ήταν σχεδόν απαγορευμένος. Η Βολίδη στα εικαστικά, ο Τσιλίκης στα τραγούδια του συγγραφέα, ο Σίμωνας Πάτροκλος στις χορογραφίες στήριξαν με κύρος και ουσία τους αξιόλογους ηθοποιούς που έπαιξαν ο καθένας σε αυτό το σπονδυλωτό έργο. Ξεχωρίζω την πείρα της Καίτης Ιμπροχώρη και παραθέτω τους ταλαντούχιους δημιουργούς: Όλγα Πρωτονοταρίου, Σόνια Κωτίδου, Μαρία Φλωράτου, Σοφία Μπεράτη και Γιάννη Τσιώμου, Νίκο Χαλατζίδη, Ανδρέα Ζαχαριάδη, Μάνο Χατζηγεωργίου. Στο πιάνο η Νίκη Γκουντούμη.