«Κλαυσίγελως»
Του Ανδρέα Μήτσου
Έσκασε στα γέλια. Γέλαγε για ώρα ατελείωτη. Γέλαγε χωρίς να σταματάει.
Πότε με ψιλά, μακρόσυρτα γελάκια, ίδια με το σύριγμα της χύτρας που κοχλάζει, ή όπως το λαχάνιασμα, ο γρήγορος ανασασμός μωρού που βλέπει κακό όνειρο, κι άλλοτε τα γέλια του ήταν βροντερά, βαρύγδουπα, απόλυτα ηδονιστικά, σαν να χαιρόντανε πάρα πολύ για κάτι, να το απολάμβανε αυτό το κάτι, όσο δεν γινόνταν, όσο δεν έπαιρνε περισσότερο. Τόσο που να τρέχουν δάκρυα από τα μάτια του. Δάκρυα πολλά κι ασυγκράτητα.
Πως ψόφησε «ο οικουρός όφις», «το στοιχειό του σπιτιού», – όπως το αποκαλούσε, – το αγαπημένο του γούρι, λίγο τον ένοιαζε πια, αφού τώρα θα του χρωστούσε χάρη, γιατί τώρα, και πεθαμένο ακόμα, εκείνο θα τον ξεπλήρωνε.
Το είχε βρει τεντωμένο στην αυλή, κοντά στο πηγάδι.
Μεγάλο φίδι, τεράστιο.
Το πήρε μ’ ένα μακρύ καλάμι και το μετέφερε στο ερειπωμένο αχούρι που ήταν παλιά ο στάβλος για το άλογο του παππού. Εκεί το σκέπασε με ξερά κλαριά, φύλλα και πέτρες.
Αυτό συνέβη, τρεις μήνες πριν. Τρεις μήνες μεσολάβησαν μέχρι σήμερα, σήμερα που γελάει έτσι αχαλίνωτα, έτσι σπαραχτικά, ξαπλωμένος πάνω στην siegelongue, την αγαπημένη του πολυθρόνα.
Σ’ αυτούς τους τρεις μήνες δεν συνέβησαν πολλά. Ένα όμως του έφτανε.
Τον άφησε. Εκείνη τον άφησε. Την ίδια ακριβώς μέρα που βρήκε το πεθαμένο φίδι στην πλακόστρωτη αυλή του. Της τηλεφώνησε για να της το αναγγείλει, κι εκείνη δεν του απάντησε. Εκείνη που ορκιζότανε έρωτα, αιώνια πίστη και λατρεία. Άλλαξε διαμονή, κινητό τηλέφωνο, σβήστηκε, απαλείφθηκε, «διαγράφηκε», «έκανε delete», – όπως το λένε οι ρέκτες του διαδικτύου – από τα social media. Χάθηκε.
Τώρα, άλλον έρωτα βρήκε, άντρα, γυναίκα, σκύλο; Δεν μπόρεσε να μάθει.
Επί τρεις μήνες έβραζε. Θύμωνε, βλαστημούσε. Έκλαιγε. Μνημορραγούσε.
Στους τρεις μήνες ακριβώς την είδε, στην Πάτρα, την πιο κοντινή πόλη από εκείνη στην οποία ο ίδιος ζούσε τα καλοκαίρια. Από καθαρή τύχη, ή καλύτερα, από χαιρέκακη συμπαιγνία της, – αφού μόνο σ’ αυτά τα παιχνίδια παίρνει μέρος η τύχη – Δεν ήταν με γκόμενο, ούτε με γυναίκα ερωμένη, δεν έσερνε πίσω της κανένα σκυλί με λουρί …
Την παρακολούθησε, βρήκε που έμενε, ρώτησε το μανάβη της γειτονιάς και ιδιοκτήτη του σπιτιού της, έμαθε πως νοίκιασε το διαμέρισμα για δυο χρόνια, ότι είχε πάρει μετάθεση στο νοσοκομείο του Ρίου, πως ήταν αυστηρή και απρόσιτη, «ακατάδεχτη», αυτήν την απαξιωτική λέξη χρησιμοποίησε ο μανάβης.
Έκλεισε, δηλαδή, μια πόρτα, ήσυχα, χωρίς κανένα βρόντο, χωρίς κανένα πάταγο, και την ίδια ώρα άνοιξε μιαν άλλη. Αυτό έκανε.
Δέκα χρόνια μαζί. Και νόμιζε πως την ήξερε. Δεν μπορεί να ξέρεις τα πάντα για κάποιον, να προβλέψεις όλες τις αντιδράσεις του.
Μερικά όμως πράγματα γι’ αυτόν τα γνωρίζεις καλά.
Όπως τον ανεξήγητο, τον υπερβολικό, τον παράλογο φόβο, την υστερική ψύχωσή της με τα φίδια.
Έψαξε στα ξεραμένα χόρτα, μέσα στο ερειπωμένο χαγιάτι του περιβολιού, σήκωσε τα κλαριά, παραμέρισε πέτρες και σάπια κούτσουρα και βρήκε το σκελετό του φιδιού.
Μακριά, ατελείωτη, η ραχοκοκαλιά του, το κεφάλι ανασηκωμένο, έτοιμο να ρίξει δηλητήριο, μικρά και κοφτερά, κι αμέτρητα, τα δόντια του, οι τρύπες των ματιών να γυαλίζουν αλλόκοτα, σαν να ήταν ακόμα άθικτα τα μάτια του, σαν να παρέμεναν ζωντανά. Ο σκελετός όλος είχε καλυφθεί από πηχτό γαλάκτωμα, ένα στρώμα υγρό και γυαλιστερό, που έμοιαζε με πουκάμισο φιδιού. Ήταν όμως το δέρμα που είχε λιώσει και πήξει. Είχε σχηματίσει ένα γλοιώδες περίβλημα, μια μεμβράνη διάφανη, πάνω στο νεκρό φίδι.
Το σήκωσε με προσοχή, μην του διαλυθεί, μην τριφτεί μες στα δικά του χέρα, τοποθέτησε τον εύθραυστο σκελετό σε κουτί από γλυκό κανταΐφι, γλυκό που της άρεσε ιδιαίτερα, το συσκεύασε με πάσαν επιμέλεια, περιτυλίγοντάς το με καφέ πολυτελές χαρτί, έγραψε απ’ έξω – πιέζοντας πολύ δυνατά το στυλό – τη διεύθυνσή της, πήγε στο ταχυδρομείο του χωριού και της το ’στειλε.
Ύστερα γύρισε στο πέτρινο σπίτι, στο περιβόλι του με τις εφτά λεμονιές, τις εφτά πορτοκαλιές, τη γέρικη συκιά, την ακακία Κωνσταντινουπόλεως, τους τρεις πανύψηλους φοίνικες, τις δύο κρεβατίνες, το βαθύ πηγάδι και το ερειπωμένο αχούρι, πήγε κατευθείαν στο μπάνιο, έπλυνε βιαστικά τα χέρια του, βγήκε στον κήπο, ξάπλωσε στη μεγάλη siegelongue, στην αγαπημένη του πολυθρόνα, έκλεισε τα μάτια και άρχισε να γελάει.
Γέλαγε για ώρα ατελείωτη.
Γέλαγε χωρίς να σταματάει.