«Σ’ ένα ταρατσάκι ο Σολωμός»
Σ’ ένα ταρατσάκι πίκρας λιθάρια στοιβάζοντας στο στήθος
σπουδάζει ο μαύρος Διονύσιος το φως και τις υψηλές του
διασυνδέσεις.
Την αγαπάει όπως το σωστό. Την Ελλάδα. Εκεί το
δέρμα του έρωτα λάμπει τέλειο σαν φύση.
Ένα άγγιγμα μόλις της ζωής η αγάπη και χάθηκε η ζωή.
Θροΐζουν τα φύλλα και στρέφεται το ερπετό να πιεί νερό.
Αδ… Αδ… Αδάμ. Η γυναίκα στο στόμα άδηλη.
«Δε θα με αιφνιδιάσει ποτέ η Κυνηγός», είπε και τα χέρια
του μύριζαν ακόμη φρέσκια ρίγανη απ’ την τελευταία του
περιπλάνηση.
Νυχτερινό και ατσάκιστο ένδυμα. Ίσως με κάτι λευκό θα
’πρεπε να το ξανοίξει. Το σώμα του γενικά το βλέπει σαν
ωραίο επιχείρημα για ν’ απουσιάζει.
Ο ένας χρόνος μετά τον άλλον τον αιχμαλωτίζει, ενώ ο
άπειρος χρόνος της ελευθερίας του τον τυφλώνει. Μικρός
αγάπησε τη μάνα του σαν κάθε ζώο που ανατέλλει.
Οι ήλιοι που λατρεύει μες στη μέρα τον καίνε τη νύχτα.
Το πρωί οι υπηρέτες τού τραβάνε τα ριντό και πέφτει
στον ύπνο του κόσμου. Αυλαία.
Το σώμα είναι για να βγάζει σκέψεις όπως το δάσος πουλιά
κι ανθισμένους κλώνους.
Ο μεγάλος εχθρός, ο θάνατος (ή μήπως ο καλύτερός του
φίλος;), εμφανίστηκε στο όνειρό του με φανταχτερή
ρεντινγκότα σαν φιδιού γυαλιστερή σάρκα. «Πού τα βρήκες
αυτά τα ρούχα;» ρώτησε ο κοιμώμενος, και το άλλο έγινε
γυναίκα και τον τύλιξε.
Τα σύνεργα της τουαλέτας ήταν ό,τι απόμεινε από το
δικαστικό αγώνα. Χτένα από χελώνα και καρφίτσες για τη
γραβάτα, που μόλις τις συγκρατούσε για να μην του
καρφωθούν στο λαιμό. Λίμες για τα νύχια φονικές κι ένα
λεκανάκι από ελεφαντόδοντο, όπου στύβει, στύβει πανιά
μοβ.
Έκθαμβος κοιτάει το δέρμα να φεγγοβολάει της
φαρμακωμένης. Ίσως και το φως να ’χει πίσω του μια
δηλητηριασμένη ιστορία.
Η μέλισσα λένε χωρίς φύλο ενώ πετάει προς τα λουλούδια
ερωτική. Ο ποιητής χωρίς φύλο κι η μοναξιά του σαν
άνοιξη μυρίζει ξαφνικά πιο έντονα από μια μνήμη σαρκική
που θα ’χε ταριχέψει.

Έχοντας τοποθετήσει τον Σολωμό σ’ ένα ταπεινό ταρατσάκι η Κατερίνα Αγγελάκη – Ρουκ δεν προτίθεται να αφιερώσει ανέξοδους στίχους θαυμασμού στον μεγάλο ποιητή. Με μία αυτάρκεια αφοπλιστική παρακολουθεί τις κινήσεις του Σολωμού, βλέπει τη ζωή του να κυλά. Τον ιδιωτικό του βίου, τα γραπτά του. Γίνεται μία αυτόπτης μάρτυρας που δεν εξαντλεί την ματιά της σε ευκολίες. Δεν υπάρχει απλώς για να τον επιβεβαιώνει.
Η Ρουκ μπορεί να δει τη μέλισσα χωρίς φύλο, μπορεί και βλέπει τον ποιητή χωρίς φύλο. Που θα πει διαθέτει μία ολιστική αναγνωστική προσέγγιση χωρίς διακρίσεις και απαράβατες ιεραρχήσεις με ανδρικό προβάδισμα. Διαθέτει δηλαδή, την ικανότητα της εποπτείας, της υψηλής επίβλεψης.
Αυτή η λειτουργία της «κριτικής επίβλεψης» πλάι στην συνάρτηση φαντασίας / τεχνικής, στην ανατρεπτική γραφή και το εναλλακτικό όραμα θα μπορούσε να είναι η τέταρτη ποιότητα, η προσθήκη που ίσως να έδινε μία άλλη διάσταση στον συλλογισμό της Ostriker περί μητέρων στην ποίηση που ήταν και ο βασικός άξονας αυτού του κειμένου.
Αλίμονο, σ’ έναν κόσμο γεμάτο πατέρες-ποιητές, ας τιμήσουμε εξίσου και το αντίθετο, το συμπληρωματικό, το αναλογικά ισόρροπό τους. Τις μητέρες-ποιήτριες που τους κοιτούν ευθεία στα μάτια και τους επιβλέπουν. Τους διαβάζουν κριτικά, τους αντιστέκονται, τους προκαλούν δημιουργικά. «Αδ… Αδ… Αδάμ. Η γυναίκα στο στόμα άδηλη», όχι πια.