Ο Τζον Λε Καρέ κατά καιρούς είχε δημοσιεύσει αρκετά αυτοβιογραφικά κείμενα, ωστόσο η πρώτη φορά που αποφάσισε να γράψει μια πλήρη αυτοβιογραφία, ήταν με το βιβλίο “Η σήραγγα των περιστεριών: Ιστορίες από τη ζωή μου” (The Pigeon Tunnel: Stories from My Life).
Ο Τζον Λε Καρέ (John le Carré), το πραγματικό όνομα του οποίου ήταν Ντέιβιντ Τζον Μουρ Κόρνουελ (David John Moore Cornwell, 12 Οκτωβρίου 1931 – 12 Δεκεμβρίου 2020), ο συγγραφέας που έχει αποτυπώσει ίσως καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, γράφει για την αγάπη του για το γράψιμο, για την αρκετά δύσκολη παιδική του ηλικία, για τους διάσημους ανθρώπους που συνάντησε και που δεν διστάζει, αν πρέπει, να τους απομυθοποιήσει.
Γράφει για τον πατέρα του Ρόνι που τον έδερνε, που ήταν φαντασιόπληκτος και έκανε καμιά φορά και φυλακή, αλλά και για τη μητέρα του – που έτρωγε ακόμα περισσότερο ξύλο – που εγκατέλειψε την οικογένεια όταν ο Ντέιβιντ ήταν μόλις πέντε, στερώντας του τη γονεϊκή τρυφερότητα και στοργή. Λέει κάπου: «Σήμερα δεν θυμάμαι να αισθάνθηκα οποιαδήποτε στοργή στα παιδικά μου χρόνια, εκτός από τον μεγάλο μου αδελφό, ο οποίος για ένα διάστημα ήταν ο μόνος γονιός μου».
Ο Τζον Λε Καρέ εργάστηκε ως κατάσκοπος ένα διάστημα, κυρίως στην MI6. Από εκεί άντλησε εικόνες και εμπειρίες που έθρεψαν το έργο του. Δήλωνε πάντως επίμονα ότι υπήρξε «συγγραφέας που συνέβη κάποτε να είναι κατάσκοπος» και όχι «ένας κατάσκοπος που το γύρισε σε συγγραφέας». Λάτρευε το γράψιμο, και μάλιστα σε σημειωματάρια οπουδήποτε του έρθει η διάθεση, σε καφέ, τρένα, την ώρα ενός περιπάτου. Δεν χρησιμοποιούσε λάπτοπ και γενικά υπολογιστή, προτιμώντας την παλιά συνήθεια του γραψίματος με το χέρι.
Με τη Μάργκαρετ Θάτσερ
Ο Τζον Λε Καρέ περιγράφει στο βιβλίο του με λεπτομέρεια τις προσωπικές έρευνες και τα αναρίθμητα ταξίδια που έκανε στο πλαίσιο των συγγραφικών αναζητήσεών του. Συνάντησε και αρκετές διασημότητες όπως και πανίσχυρους ανθρώπους, για τους οποίους επίσης μιλάει ανοιχτά και αναλυτικά. Τη Μάργκαρετ Θάτσερ πάντως δεν την είδε με δική του πρωτοβουλία, στο πλαίσιο κάποιας έρευνας. Τον προσκάλεσε εκείνη σε δείπνο το 1982, αφού πρώτα εκείνος είχε αρνηθεί κάποια κρατική διάκριση. Δεν την είχε ψηφίσει. Εκείνος μόλις είχε επιστρέψει από ένα ταξίδι στη Μέση Ανατολή και δεν έχασε την ευκαιρία να της πει κάτι για την παλαιστινιακή υπόθεση. Η Θάτσερ όμως εκφράστηκε απαξιωτικά για τους Παλαιστινίους με το επιχείρημα ότι είχαν εκπαιδεύσει τους βομβιστές του ΙRΑ, οι οποίοι είχαν σκοτώσει ένα φίλο της.
Ο Λε Καρέ χτυπάει αλύπητα τον Κιμ Φίλμπι, τον Βρετανό κατάσκοπο και δημοσιογράφο του «Ομπζέρβερ» που αυτομόλησε στη Μόσχα και κατέδωσε εκατοντάδες πράκτορες στους Σοβιετικούς. Αντίθετα, εκφράζει συμπάθεια για τον Έντουαρντ Σνόουντεν. Η σχέση του με την κατασκοπεία προϋπήρξε της επίσημης συγγραφικής ιδιότητάς του. Γι’ αυτό αρχικά έγραφε με ψευδώνυμο, επειδή δούλευε ακόμα στην αντικατασκοπία. Ωστόσο μετά την τεράστια διεθνή επιτυχία του τρίτου του βιβλίου «Ο κατάσκοπος που γύρισε απ’ το κρύο», άφησε κάθε άλλη δραστηριότητα για να αφοσιωθεί στο γράψιμο, εντούτοις δεν μπορούσε πια να γράψει παρά με το ψευδώνυμο που τον έκανε γνωστό. Πολύ αργότερα, πάντως, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, είχε επικρίνει το ΝΑΤΟ λέγοντας ότι πλέον δεν έχει λόγο ύπαρξης και ότι με την παρουσία του διαιρεί την Ευρώπη καθώς πρέπει πια να υπάρξει επαναπροσέγγιση με τη Ρωσία.
Ο τίτλος της αυτοβιογραφίας «The Pigeon Tunnel» (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Penguin) αναφέρεται σε μια εικόνα της εφηβικής του ηλικίας που τον σημάδεψε. Ο Λε Καρέ είχε επισκεφθεί με τον πατέρα του μια αθλητική λέσχη στο Μόντε Κάρλο. Απελευθέρωναν περιστέρια μέσα από τούνελ τα οποία, μόλις έβγαιναν να πετάξουν στον μεσογειακό ουρανό, τα πυροβολούσαν. Όσα επιζούσαν επέστρεφαν στην ταράτσα του καζίνου και ξαναστέλνονταν στα τούνελ.
Ύστερα από δύο γάμους, είκοσι μυθιστορήματα και μια ζωή γεμάτη, ο Λε Καρέ επ’ ουδενί θέλησε να υποδυθεί κάτι που δεν υπήρξε: «Δεν υπήρξα ούτε μοντέλο συζύγου ούτε μοντέλο πατέρα και δεν με ενδιαφέρει να παριστάνω κάτι τέτοιο», έλεγε. Ως πατέρας πάντως της κατασκοπευτικής λογοτεχνίας της ψυχροπολεμικής εποχής, υπήρξε σίγουρα υποδειγματικός.
Για τον Ρούπερτ Μέρντοκ
Ο Τζον Λε Καρέ στο βιβλίο του «κατεδαφίζει» τον μεγιστάνα – εκδότη Ρούπερτ Μέρντοκ. Λέει ότι το 1991 που τον είδε στα ιδιαίτερα του εστιατορίου Savoy Grill (έπειτα από αίτημα του ίδιου του συγγραφέα, στον οποίο οι «Τάιμς» αναφέρονταν με περισσή ειρωνεία) του φάνηκε πιο κοντός από την προηγούμενη φορά αλλά πιο εριστικός και περιγράφει απολαυστικά τον τρόπο που βάδιζε και στεκόταν.
«Η κλίση του κεφαλιού σε σχέση με το σώμα του είναι πιο χαρακτηριστική απ’ ό,τι θυμόμουν και όταν σμίγει τα φρύδια προσφέροντάς μου το ολοφώτεινο χαμόγελό του, έχω την παράξενη αίσθηση ότι με σημαδεύει. Καθίσαμε, κοιτάξαμε ο ένας τον άλλον. Πρόσεξα – πώς να μην προσέξω; – την αγχωτική συλλογή δαχτυλιδιών στο αριστερό του χέρι. Παραγγείλαμε το φαγητό και ανταλλάξαμε κάποιες κοινοτοπίες. Ο Ρούπερτ είπε ότι λυπάται για όσα γράφτηκαν για μένα». Έπειτα θυμάται ότι ξαφνικά ο Μέρντοκ τον ρώτησε ποιος σκότωσε έναν άλλο μεγιστάνα και βαρόνο των μίντια, τον Ρόμπερτ Μάξγουελ, και όταν ο συγγραφέας του είπε ότι δεν ήξερε αλλά ότι θα μπορούσε να υποπτευθεί τις ισραηλινές μυστικές υπηρεσίες, εκείνος διέκοψε σχεδόν αμέσως το γεύμα και έφυγε – κράτησε, δεν κράτησε 25 λεπτά.
Ο Βρετανός συγγραφέας που κατά καιρούς έχει επικρίνει και την πρόσδεση της βρετανικής εξωτερικής πολιτικής στο άρμα των ΗΠΑ, στο βιβλίο του εκτοξεύει βέλη και κατά του Χόλιγουντ: «Κανείς δεν θάβει καλύτερα από το Χόλιγουντ». Και περιγράφει μια σειρά συναντήσεων με σημαντικούς σκηνοθέτες όπως ο Φριτς Λανγκ και ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ, οι οποίοι είχαν υποσχεθεί με ενθουσιασμό να κάνουν τα βιβλία του ταινίες, αλλά δεν τα κατάφεραν.
Ο συγγραφέας έζησε μια ζωή τόσο συναρπαστική και ξεχωριστή όσο και τα υπέροχα μυθιστορήματά του.
Ο Τζον Λε Καρέ, ο δημιουργός των πιο δημοφιλών μυθιστορημάτων κατασκοπείας παγκοσμίως, ο συγγραφέας που είναι «τόσο αναγνωρίσιμος όσο ο Ντίκενς ή η Όστιν» (Financial Times), στη “Σήραγγα των Περιστεριών” ξεδιπλώνει τη ζωή του, περιγράφοντας με το μοναδικό, εξαίσια κυνικό στυλ του και το απαράμιλλο χιούμορ του, συμβάντα, περιστατικά και συναντήσεις του με προσωπικότητες όπως ο Γιασέρ Αραφάτ, ο Ρούπερτ Μέρντοχ, ο Άλεκ Γκίνες, ο Ρίτσαρντ Μπάρτον και άλλοι πολλοί.
Η αυτοβιογραφία του Λε Καρέ είναι ένα βιβλίο τόσο ενδιαφέρον, συναρπαστικό και γοητευτικό, όσο και τα μυθιστορήματα που τον καθιέρωσαν ως «τον σημαντικότερο μυθιστοριογράφο του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα στη Βρετανία» (Daily Telegraph).
«Από τον μυστικό κόσμο που γνώρισα κάποτε προσπάθησα να φτιάξω ένα θέατρο για τους ευρύτερους κόσμους που κατοικούμε. Πρώτα έρχεται η φαντασία και μετά η έρευνα για την πραγματικότητα. Και ακολουθεί η επιστροφή στη φαντασία και στο γραφείο όπου κάθομαι αυτή τη στιγμή».
Οικογενειακές στιγμές με τους γιους του:
Από τα χρόνια της θητείας του στις βρετανικές υπηρεσίες πληροφοριών κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου ως τη συγγραφική του σταδιοδρομία, που τον ταξίδεψε από τη σπαρασσόμενη από τον πόλεμο Καμπότζη μέχρι τη Βηρυτό τις παραμονές της ισραηλινής εισβολής του 1982 και τη Ρωσία πριν και μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, ο Τζον Λε Καρέ γράφει πάντα μέσα από την καρδιά της επικαιρότητας.
Σ’ αυτή την πρώτη αυτοβιογραφία του, ο Λε Καρέ, με το απολαυστικό του ύφος, τη βιτριολική ειρωνεία του και τη διεισδυτική του ματιά, διαβάζει στα γεγονότα που παρακολουθεί από την οπτική γωνία του μάρτυρα την ίδια ηθική αμφισημία με την οποία διαποτίζει τα μυθιστορήματά του.
Eίτε γράφει για έναν παπαγάλο σε κάποιο ξενοδοχείο της Βηρυτού που ήξερε να μιμείται τέλεια το κροτάλισμα των πολυβόλων, είτε επισκέπτεται τα μουσεία των άταφων νεκρών της Ρουάντα μετά τη γενοκτονία, είτε γιορτάζει την παραμονή της Πρωτοχρονιάς με τον Γιάσερ Αραφάτ είτε παίρνει συνέντευξη από μια Γερμανίδα τρομοκράτισσα στη φυλακή της στην έρημο Νέγκεβ, είτε παρατηρεί τον Άλεκ Γκίνες να ετοιμάζεται να υποδυθεί τον Τζορτζ Σμάιλι, είτε περιγράφει τη γυναίκα που τον ενέπνευσε να πλάσει την κεντρική ηρωίδα του στο έργο του “Ο Επίμονος Κηπουρός”, ο Λε Καρέ αφηγείται το κάθε συμβάν με ζωντάνια και χιούμορ, κάνοντάς μας άλλοτε να ξεκαρδιζόμαστε στα γέλια και άλλοτε να βλέπουμε με καινούργιο μάτι γεγονότα και ανθρώπους που ως τώρα πιστεύαμε πως καταλαβαίναμε.
Πάνω απ’ όλα, όμως, ο Λε Καρέ μάς δίνει μια γεύση από τη διαδρομή που ακολούθησε ως συγγραφέας εδώ και πάνω από έξι δεκαετίες, αναζητώντας αδιάκοπα εκείνη τη μοναδική σπίθα που κάνει τόσο ζωντανούς και ανθρώπινους τους ήρωες των βιβλίων του.
Με όλες τις ταινίες και τις τηλεοπτικές σειρές, που βασίζονται στα μυθιστορήματά του, έγινε και ο ίδιος «ήρωας» ενός βιβλίου που αποκαλύπτει μυστικά (όχι πάντως για την κατασκοπευτική του περίοδο) και ξεκλειδώνει το ίδιο το σπουδαίο λογοτεχνικό του έργο, αφού αποδίδει σχεδόν τα πάντα (από την εμπλοκή του στις μυστικές υπηρεσίες μέχρι την ίδια τη συγγραφική του ταυτότητα) στα παιδικά του χρόνια.
«Ο Γκράχαμ Γκριν μάς λέει ότι η παιδική ηλικία είναι το πιστωτικό υπόλοιπο του συγγραφέα. Τουλάχιστον από αυτή την άποψη, γεννήθηκα εκατομμυριούχος», γράφει.
David Cornwell (John LeCarre) The Cornwell brothers in school uniform. David and Tony
Credit David Cornwell 2015
Εννοεί κυρίως τον διαβόητο πατέρα του, Ρόνι.
«Από τη μέρα που έκανα την πρώτη διστακτική μου προσπάθεια να γράψω μυθιστόρημα, μ’ αυτόν ήθελα να λογαριαστώ, αυτόν ήθελα να καταλάβω», σημειώνει.
Και περιγράφει τον πατέρα του σαν ένα «φαντασιόπληκτο απατεώνα, που κατέστρεφε τις ζωές των άλλων γύρω του», που μπήκε ακόμα και στη φυλακή, είχε οριακές σχέσεις με το μεγάλο οργανωμένο έγκλημα, έδερνε τον ίδιο, αλλά κυρίως τις (πολλές) γυναίκες του.
Τόσο τη μητέρα τού Τζον Λε Καρέ, αλλά κυρίως τη δεύτερη σύζυγό του.
Ο μικρός Ντέιβιντ (Ντέιβιντ Κρόμγουελ είναι το πραγματικό του όνομα) την προστάτευε με το να κοιμάται σε στρώμα έξω από την κρεβατοκάμαρά της, κρατώντας στα χέρια του ένα σιδερένιο μπαστούνι του γκολφ. Μέχρι και μήνυση προσπάθησε κάποτε να κάνει στον διάσημο γιο του ο Ρόνι («μεταμφιεσμένη βία» τη χαρακτηρίζει ο Λε Καρέ).
Από κοντά και η ανύπαρκτη σχέση με τη μητέρα του. Τον εγκατέλειψε στα 6 του χρόνια, την ξαναβρήκε στα 23 του και της συμπαραστάθηκε, έστω και τυπικά, χωρίς πολλή αγάπη, στα τελευταία χρόνια της ζωής της.
Ο μόνος συγγενής του με τον οποίο συνδέθηκε και ήταν για πολλά χρόνια το αποκούμπι του ήταν ο αδελφός του.
«Δεν υπήρξα ούτε πρότυπο συζύγου ούτε πρότυπο πατέρα, ούτε ποτέ με ενδιέφερε να φαίνομαι τέτοιος», γράφει ο Τζον Λε Καρέ, που έχει κάνει δύο γάμους.
«Η αγάπη ήρθε στη ζωή μου αργά, έπειτα από πολλά στραβοπατήματα. Χρωστάω την ηθική μου αγωγή στους τέσσερις γιους μου».
Η αυτοβιογραφία του είναι γεμάτη συναρπαστικές ιστορίες από την πλούσια και περιπετειώδη ζωή του.
Γράφει ο Τζον Λε Καρέ για τη Θάτσερ:
«”Μη μου λέτε δακρύβρεχτες ιστορίες”», με διέταξε με ξαφνική σφοδρότητα. “Κάθε μέρα οι άνθρωποι κάνουν έκκληση στo συναίσθημά μου. Δεν μπορείς να κυβερνήσεις έτσι. Δεν είναι δίκαιο”. Και τότε, κάνοντας αυτή έκκληση στο δικό μου συναίσθημα, μου θύμισε ότι οι Παλαιστίνιοι είχαν εκπαιδεύσει τους βομβιστές του IRA, που είχαν δολοφονήσει τον φίλο της Εϊρι Νιβ, τον Βρετανό ήρωα πολέμου και πολιτικό, και στενό της σύμβουλο. Μετά από αυτό, δεν νομίζω ότι ξαναμιλήσαμε».