Τη λευκή νύχτα των Χριστουγέννων όπου το χιόνι έπεφτε σαν χάδι απαλό στις κεραμοσκεπές και άπλωνε το λευκό του σεντόνι στις πιο ψηλές βουνοκορφές, κάπου σε ένα μακρινό χωριό, ξεχασμένο μέσα σε ένα πυκνό δάσος από πεύκα και από έλατα, δύο φτωχοί χωρικοί άναψαν φωτιά να ζεσταθούν στην αχυρένια καλύβα τους.
Η φλόγα φώτισε τα αγνά πρόσωπά τους, εκείνη ξυπόλητη, τυλιγμένη με έναν λευκό ξεθωριασμένο χιτώνα, κι εκείνος ρακένδυτος με ένα ραβδί στο χέρι, υπέμεναν στωικά το κρύο του χειμώνα.
Ο χωρικός μοίρασε στα δυο, ένα μικρό καρβέλι ψωμί, και το καψάλισε στη φωτιά.
Η γυναίκα βαστούσε στη ποδιά της ένα δεμάτι άχυρα, και τα απόθεσε ευλαβικά γύρω από τη φωτιά. Μια μικρή αυτοσχέδια αχυρένια φάτνη μέσα στη φτωχική καλύβα, έμοιαζε χρυσοστόλιστο λίκνο του κόσμου στα αθώα μάτια τους.
Έξω στο χειμωνιάτικο δάσος, ο αγέρας φυσούσε δυνατά μες στον χιονιά, τα ανεμοθροΐσματα σφύριζαν τις μελωδίες του κόσμου, πάλλονταν τα πευκόφυλλα με τον Βοριά, και οι λευκές νιφάδες του χιονιού ξάπλωναν μαγεμένες στα κλαδιά των ελατόδεντρων.
Κάποιο μικρό ελάφι που έτρεχε στο χιονισμένο δάσος, είδε τη φωτιά να καίει μες στην καλύβα των χωρικών κι έτρεξε να ζεσταθεί κοντά τους μες στον αχυρώνα τους. Οι χωρικοί πήραν αγκαλιά το μικρό ελάφι και το άφησαν να αποκοιμηθεί στοργικά πλάι τους. Ένα μικρό παιχνιδιάρικο σκιουράκι, έτρεξε κι αυτό από ένα χιονισμένο δέντρο να κρυφτεί στην αχυρένια καλύβα τους.
Κι ένας μικρός δρυοκολάπτης γύρεψε καταφύγιο και ροκάνιζε με το ράμφος του το ραβδί του χωρικού για να χτίσει τη φωλιά του μες στον αχυρώνα. Οι χωρικοί μοίρασαν το λιγοστό ψωμί τους στα ζώα και έσταξαν το νερό που φύλαγαν στο φλασκί τους, στις ξύλινες ποτίστρες της καλύβας για να ξεδιψάσουν τα ζώα του δάσους από την κάψα της φωτιάς. Γύρω τους, άρχιζαν να μαζεύονται όλα τα ζώα και όλα τα πουλιά του δάσους και το λευκό χιόνι όλο και περισσότερο σκέπαζε την αχυρένια καλύβα τους.
Κάποτε η φωτιά σίγησε… Το πρόσωπο της γυναίκας έλαμπε σαν άστρο στο σύμπαν, ξάφνου η γυναίκα άρχισε να νιώθει δυνατούς χτύπους στην κοιλιά της και δάκρυα χαράς και πόνου κύλησαν στο λευκό σαν από κρίνο πρόσωπό της.
Οι χτύποι, τα δάκρυα κι οι πόνοι δυνάμωναν κι άνθρωποι δεν υπήρχαν γύρω της να τη βοηθήσουν στη γέννα της, μονάχα τα ευλογημένα ζώα κι εκείνος ο γέροντας χωρικός με το ραβδί που της χάιδευε στοργικά το πρόσωπό της.
Τα αθώα ζώα, πρόσφεραν τρυφερά στη γυναίκα το απαλό τους δέρμα για να ζεστάνουν τα πάναγνα λευκά της χέρια και τα πουλιά άρχισαν το γλυκό κελάηδημά τους για να γλυκάνουν τους πόνους της ιερής γέννας. Ξάφνου ακούστηκε το πρώτο κλάμα στην αχυρένια φάτνη και σείστηκε σαν από θεϊκό σεισμό ολάκερο το δάσος κι ανοίξανε στα δυο οι ουρανοί, τα πουλιά φτερούγισαν πάνω από το βρέφος και ήχησαν χαρμόσυνα οι ουράνιες σάλπιγγες.
Η μητέρα χαμογέλασε γαλήνια και δυο ασημοστόλιστοι άγγελοι έψελναν στον χιονισμένο ουρανό, Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης Ειρήνη. Ένα άστρο έλαμψε πάνω απ’ την αχυρένια καλύβα, κι ένας μικρός Χριστός γεννιόταν απόψε σε εκείνο το δάσος…
Οι ανάσες των ζώων του ζέσταναν το κορμάκι του κι η αιώνια αγάπη πλημμύριζε την ψυχή του! Το αιώνιο φως του γίνηκε αγάπη και χιόνι λευκό που έπεφτε απαλά κείνη τη λευκή νύχτα των Χριστουγέννων σε ολάκερη τη γη. Αμήν!
•Aρχική εικόνα: J. M. W. Turner (23 April 1775 – 19 December 1851)
Holy Family, 1803