Του Παναγιώτη Μήλα
Κάποιοι… φίλοι της λένε πως είναι «κοντή, άσχημη και κλαψιάρα». Αν τους ακούσετε μην πιστέψετε ούτε λέξη… Μόνο στα παραμύθια ισχύουν αυτοί οι χαρακτηρισμοί για την Κατερίνα Μαυρογεώργη.
Στην πραγματικότητα είναι «ένα αστέρι που σαρώνει με το πέρασμά της. Φωνή; Κίνηση; Βλέμμα; Άριστα σε όλα. Αληθινή βασίλισσα. Χάρμα οφθαλμών». Αυτά είχα γράψει τον Δεκέμβριο του 2017 μιλώντας για το έργο «Χιονάνοι». Πρόσθετα μάλιστα πως «με το ταμπεραμέντο της δίνει το ρυθμό σε όλη την παράσταση».
Λίγα χρόνια νωρίτερα, τον Ιούλιο του 2014, η Ειρήνη Αϊβαλιώτου έγραφε πως η Κατερίνα Μαυρογεώργη – ως Χρυσόθεμις, στην «Ηλέκτρα» σε σκηνοθεσία Δημήτρη Ξανθόπουλου – «ήταν τρυφερή και γοητευτική, πρακτική και προνοητική, ήταν μια πινελιά χάρης και γνωστικότητας, μια αγγελική μορφή».
***
Με τις παραπάνω σκέψεις ξεκίνησα να τη συναντήσω για μια συνέντευξη. Είχα ετοιμάσει και τις ερωτήσεις ώστε να υπάρχει μια βάση στην κουβέντα μας.
Συναντηθήκαμε σε μια όμορφη πλατεία στο Παγκράτι. Μέρα φθινοπωρινή, όμορφη, με πολλά παιδιά, ακόμα πιο πολλή φασαρία, φοβερή κίνηση, συνωστισμό στα «καφέ», καυσαέρια, μουσικές αλλά και κάθε λογής θόρυβοι…
Εν τω μεταξύ με βασάνιζε αυτό το «σαρώνει με το πέρασμά της» που είχα γράψει το 2017. Μου φαινόταν εξωπραγματικό τώρα που το διάβαζα. Όμως… τα γραπτά μένουν…
Αυτό ήταν και το μοιραίο μου λάθος. Αντί να πάρω τα όποια μηνύματα από τα γραπτά, ώστε να αποφύγω τυχόν κακοτοπιές, εγώ προτίμησα να αρχίσω τη συζήτηση όπως κάνω πάντα. Με την ίδια μέθοδο… Η επιλογή μου απεδείχθη καταστροφική για μένα. Κυριολεκτικά «έχασα την μπάλα»… Βέβαια μπορεί να έχασα εγώ αλλά πιστεύω πως ουσιαστικοί νικητές θα είναι οι αναγνώστες του catisart.
***
Ας δούμε λοιπόν μαζί αυτή την παράσταση για ένα ρόλο…
***
«Η ΣΚΑΛΑ» είναι ένα από τα πρώτα έργα που έπαιξα. Αν κατέβω μερικά σκαλοπάτια θα φθάσω εκεί που γεννήθηκα και μεγάλωσα: Στους Αγίους Αναργύρους, σε ένα σπίτι απ’ αυτά τα παλιά που έχουν αυλή στη μέση η οποία επικοινωνεί με άλλες αυλές από άλλα σπίτια. Έτσι μεγάλωσα έχοντας μια καθημερινή επαφή με τη φύση.
Αυτή η «Σκάλα» με οδηγεί στο πολύ σημαντικό κομμάτι της καταγωγής του πατέρα μου: Στην Ικαρία. Εκεί όπου όλα τα καλοκαίρια πηγαίναμε για μεγάλο διάστημα, οπότε οι πρώτες εικόνες από την παιδική ηλικία είναι δύο χωριά, οι Άγιοι Ανάργυροι και η Ικαρία.
Τον πατέρα μου τον έχω χάσει. Η μητέρα μου ζει και με στηρίζει. Οι γονείς μου πάρα πολύ φιλότεχνοι άνθρωποι. Μεγαλώσαμε ακούγοντας πολλές διαφορετικές μουσικές, ακόμα και κλασική. Οπότε είχα επαφή με αυτά τα υλικά, από πολύ μικρή, ενώ παράλληλα υπήρχε και ενθάρρυνση τόσο σε μένα όσο και στην αδελφή μου – που είναι μουσικός – να παίζουμε με την τέχνη, να παίζουμε με αυτά τα εργαλεία.
*
Στην Ικαρία αντίστοιχα υπήρχε πάρα πολύ παιχνίδι, πάρα πολλές ώρες έξω από το σπίτι, πάρα πολλές παρέες, ομάδες, συμμορίες, μπάνια… Χαμός, δηλαδή… Αυτό που φεύγεις το πρωί και γυρνάς το βράδυ, γιατί ακούγονται φωνές. Άρχιζαν και μας φώναζαν από τα γύρω σπίτια. Αλλιώς δεν θα μαζευόμασταν.
Κάπως έτσι. Αισθάνομαι τυχερή για τα παιδικά μου χρόνια. Από τους παππούδες και τις γιαγιάδες εγώ γνώρισα μόνο έναν παππού, τον μπαμπά του μπαμπά μου και μία γιαγιά, τη μαμά της μαμάς μου.
Για να είμαι δίκαιη, με τη γιαγιά – επειδή ζούσαμε τότε στο σπίτι στους Αγίους Αναργύρους – είχαμε πολύ στενή σχέση, είχα και το όνομά της. Είχαμε έτσι ένα δικό μας δεσμό.
Ήταν μια τρομερή γυναίκα, πολύ δυναμική. Λόγω των καταστάσεων που είχε ζήσει από παιδί με τη Μικρασιατική Καταστροφή – ξεριζώματα, απώλειες, πάρα πολλά τρομερά πράγματα – δεν είχε την πορεία που θα ήθελε αυτή. Ήθελε να σπουδάσει, ήθελε να γίνει επιστήμονας, ήθελε να κάνει πάρα πολλά πράγματα. Ήταν ένας πανέξυπνος άνθρωπος.
Οπότε εγώ τη θυμάμαι σαν έναν άνθρωπο ο οποίος πάντοτε μου έλεγε: Προχώρα. Να κάνεις αυτό που θέλεις. Να σπουδάσεις. Να ξενυχτήσεις και να πετύχεις. Ήταν πολύ περίεργη. Είχε θετική σκέψη, είχε μυαλό ερευνητή. Παρόλα αυτά ήταν μια γιαγιά που φρόντιζε και τον κήπο. Δηλαδή έκανε κάπως αυτό το δίπολο που μου έκανε πολύ ενδιαφέρον. Μου φαινόταν μυθιστορηματικό πρόσωπο.
*
Ο παππούς στην Ικαρία ήταν πιο κλειστός άνθρωπος. Δεν ήταν αυτός ο τυπικός Ικαριώτης σύμφωνα με το κλισέ που υπάρχει. Ήταν λίγο πιο μετρημένος, λίγο πιο αυστηρός. Εγώ τότε θυμάμαι σαν παιδί πήγαινα και τον πείραζα. Με ένα θάρρος λίγο αφελές πήγαινα και του έκανα διάφορα παιχνίδια. Δεν θύμωνε, το ανεχόταν… Οπότε είχαμε λίγο αυτή τη σχέση: Από μακριά και αγαπημένοι.
Πάντως ήταν σημαντικό αυτό, το ότι βρήκαμε πρόσφορο έδαφος από την οικογένεια, κι εγώ και η αδελφή μου…
*
Βέβαια μου είχαν ξεκαθαρίσει: Εννοείται ότι δεν θα κάνεις μόνο αυτό στη ζωή σου… Εννοείται ότι θα σπουδάσεις και κάτι άλλο… Εννοείται ότι θα πρέπει να βρεις τρόπο να βγάζεις χρήματα κ.λπ. Όμως, η μητέρα μου η οποία μας μεγάλωνε και μόνη της από ένα σημείο και μετά – γιατί είχε χάσει τον άντρα της, τον πατέρα μας – ήταν πολύ θετική. Καταλάβαινε τη δική μας αγάπη γι’ αυτό το πράγμα. Την αισθανόταν και τώρα έρχεται στις παραστάσεις. Είναι πολύ χαρούμενη.
***
«ΜΕΧΡΙ ΤΩΡΑ», είναι ο τίτλος ενός έργου που έπαιξα. Μέχρι τώρα λοιπόν στον δρόμο μου υπήρχαν δάσκαλοι και υπάρχουν ακόμα πάρα πολλοί. Στο Δημοτικό είχα τον Αργύρη τον Αυγέρη, ο οποίος ήταν φρεσκοδιορισμένος. Μας πήρε από την Τρίτη Δημοτικού και μας πήγε μέχρι την Έκτη. Είχε πολλή όρεξη ο άνθρωπος να δουλέψει. Ήταν νέος, προοδευτικός, με ιδέες φρέσκιες. Μας έκανε πάρα πολλά καινούργια πράγματα. Μας έπαιρνε για μάθημα έξω στη φύση, στα πάρκα. Μας έβαζε διαγωνίσματα περίεργα και πρωτότυπα. Μας ξύπνησε λίγο.
Θυμάμαι που είχε κάνει εντύπωση και στους γονείς: «Μα τι κάνει τώρα αυτός ο δάσκαλος; Τι τους κάνει, τι τους λέει;».
Μας πήγαινε από δω κι από εκεί, θέατρο κ.λπ. Δεν βαριόμασταν. Ήταν και πάρα πολύ αυστηρός και πάρα πολύ απαιτητικός. Κάποιες φορές μας αντιμετώπιζε σαν να είμαστε πιο μεγάλα παιδιά από την ηλικία μας. Κάπως έτσι είχε γίνει σαν φίλος μας στο τέλος, παρόλο που υπήρχε μεγάλη ηλικιακή διαφορά.
Αυτός ο άνθρωπος ήρθε και έκανε δίπλα μας πολύ μεγάλη διαδρομή. Μαζί μας ήταν 4 χρόνια και ένιωθα τότε, με το ένστικτό μου, ότι είναι πολύ ωραία αυτή η συνάντηση. Έβλεπα ότι εδώ κάτι γίνεται, κάτι μας μαθαίνει τώρα αυτός έξω από τη νόρμα, έξω από τα καθορισμένα πλαίσια.
Οπότε ο πρώτος που θυμάμαι έντονα είναι αυτός…
*
Μετά υπήρξε μια δασκάλα, μια καθηγήτρια στο Λύκειο, η Κατερίνα Καρακώτσου, μια φοβερή φιλόλογος, η οποία ήρθε στην Τρίτη τάξη και μας έκανε μάθημα. Ήταν μια «φουρτούνα». Μας ενθάρρυνε να διαβάζουμε πολλά θέματα. Μας έδινε και ποιήματα, μας έδινε πάρα πολλά ερεθίσματα.
Εγώ τότε που έγραφα ήδη, της είχα πάει όλα μου τα κείμενα και της τα είχα δώσει να τα διαβάσει, για να μου πει τη γνώμη της. Άνοιγε ένα διάλογο πολύ δημιουργικό με τους μαθητές. Ακόμα και για τα παιδιά που δεν τους άρεσε η λογοτεχνία καθόλου, το μάθημά της ήταν ζωντανό. Γινόταν όντως αυτό που λέμε: Διδασκαλία. Υπήρχε μέσα και λίγο διάλογος. Ήταν δηλαδή πολύ διαδραστική σχέση.
*
Μετά στη Δραματική Σχολή, φυσικά η Νέλλη Καρρά που είναι και η Διευθύντρια της Σχολής. Είναι ένας άνθρωπος με μυαλό που λειτουργεί σε πάρα πολλά επίπεδα ταυτόχρονα. Την έβλεπα κάθε μέρα επί τρία χρόνια και ήταν μια φοβερή ανταλλαγή ενέργειας και γνώσεων. Είναι ένας άνθρωπος πολύ ξεχωριστός.
*
Μπορώ εδώ να πω ότι ένας μεγάλος δάσκαλος για μένα ήταν και οι ομάδες. Δηλαδή οι άνθρωποι με τους οποίους δούλεψα μετά. Η Ομάδα των «Πατάρι project» και η ομάδα του Skrow Theater Group. Εκεί έμαθα πολλά. Η ομάδα επίσης είναι ένας μεγάλος δάσκαλος και πολύπλοκος δάσκαλος. Αποτελείται από πολλά μυαλά και πολλές δυναμικές και είναι ένα άλλο level ας πούμε. Εκεί έχεις να μάθεις πολλά δουλεύοντας.
*
Βέβαια δεν ξεχνώ και ένα πτυχίο που πήρα. Σπούδασα στη Πάντειο στο Τμήμα Επικοινωνίας Μέσων και Πολιτισμού. Τέλειωσα αυτή τη Σχολή. Μου άρεσε πάρα πολύ. Θα δούλευα και ως δημοσιογράφος ή ως επικοινωνιολόγος, δεν το είχα αποκλείσει καθόλου, απλά έτυχε και βρήκα αμέσως δουλειά μετά τη Δραματική Σχολή και κάπως πήγε λίγο το πράγμα μόνο του, οπότε… άφησα το πτυχίο να σκονίζεται.
***
«Ο ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ» ήρθε στη ζωή μου μετά τη Δραματική Σχολή. «Είναι βαριά η καλογερική». Πολύ βαριά. Είναι βαριά, είναι ενίοτε πολύ ελάχιστα ή καθόλου πληρωμένη. Είναι πολύ απαιτητική και στο σώμα και στο πνεύμα και στις ώρες που δουλεύεις. Νομίζω ότι αυτό το κλισέ που ακούγεται πολύ συχνά, ισχύει: «Αν δεν το θέλεις πάρα πολύ αυτό το πράγμα, αν δεν είσαι παθιασμένος, αν δεν έχεις μια τρέλα, είναι δύσκολο να το κάνεις». Ναι, σε αυτή την περίπτωση «είναι βαριά η καλογερική».
***
«ΑΒΑΡΙΑ – ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΠΟΥ ΑΦΗΣΑ ΠΙΣΩ». Ο τίτλος αυτής της παράστασης στην οποία συμμετείχα το 2016 μου θυμίζει πως επιλέγοντας το Θέατρο δεν άφησα κάτι άλλο. Δεν είχα άλλες επιλογές. Δεν ήθελα να κάνω κάτι άλλο. Ήθελα από την αρχή μόνο αυτό. Με ενδιέφερε η συλλογική δουλειά. Το να είμαι μέρος και συνδημιουργός ενός πράγματος και όχι τόσο ερμηνευτής ή εκτελεστής, που και αυτό είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον, αλλά με ενδιέφερε αυτή η κατεύθυνση. Όχι, νομίζω ότι προσπαθώ ό,τι άλλο αγαπάω, να το βάζω μέσα σε αυτό που κάνω. Δηλαδή να τα συνδυάζω. Όχι, δεν μπορώ να πω ότι νιώθω ότι κάνω κάποια θυσία, όχι…
***
«ΠΙΑΝΩ ΠΑΠΟΥΤΣΙ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΠΙΑΝΩ». Ο σουρεαλισμός σε όλο του το μεγαλείο μιας και μόνο σουρεαλισμός υπάρχει στη ζωή μας. Πολύ συχνά ακούγεται να λέμε: «Αυτό το πράγμα δεν είναι σοβαρό. Αυτό το πράγμα δεν είναι λογικό. Αυτό το πράγμα δεν είναι φυσικό». Τελικά υπάρχουν πάρα πολλά πράγματα γύρω μας, στη καθημερινότητά μας και σε πολύ μεγαλύτερο επίπεδο, παγκόσμιο, τα οποία είναι τελείως στραβά, κουνημένα, λοξά και τα έχουμε ως δεδομένα. Απλά τα έχουμε ως δεδομένα, γιατί τα βρήκαμε έτσι. Δεν αλλάξανε ποτέ. Δηλαδή είναι βαθιές δομές τώρα. Μιλάμε για την ραχοκοκαλιά του πράγματος, το πώς ζούμε, πώς είναι φτιαγμένος αυτός ο κόσμος και τα παίρνουμε ως δεδομένα και είναι τα πιο φυσικά πράγματα του κόσμου, που δεν είναι όμως.
Και όταν κάποιος κάνει κάτι έτσι λίγο διαφορετικό, λίγο μη συνηθισμένο, λίγο αλλιώτικο, λέμε: «Α! δεν είναι λογικό, δεν είναι φυσιολογικό αυτό το πράγμα» και πιο σπάνια κοιτάμε και εξετάζουμε:
Τι είναι τελικά αυτό που θεωρούμε φυσιολογικό τι ακριβώς είναι; Πώς διαθέτουμε τον χρόνο μας; Με τι γεμίζουμε την καθημερινότητά μας; Τι τρώμε; Τι κάνουμε; Πού είμαστε; Πού πάμε; Τι μας κινεί; Τι μας ωθεί; Τι είναι;
Δεν τα σκεφτόμαστε αυτά τα πράγματα, οπότε ναι, θεωρώ ότι ο κόσμος είναι φτιαγμένος με πολύ μεγάλη δόση σουρεαλισμού και δυστυχώς όχι καλλιτεχνικού σουρεαλισμού. Σουρεαλισμού – πώς να το πω – πρακτικού, όπου έχει και σοβαρό αντίκτυπο σε άτομα ή σε ομάδες…
***
«ΤΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ». Με αυτό το έργο του 2017 επιβεβαιώθηκε η άποψή μου ότι η μοναξιά δεν είναι ασθένεια που πρέπει να τη θεραπεύσεις. Ασφαλώς έχουμε γαλουχηθεί πως είναι κάτι κακό το να είσαι μόνος με τις σκέψεις σου, με τον εαυτό σου, με τον πυρήνα σου. Πως έτσι κάπως φανερώνεις μια έλλειψη, ή μια αναπηρία, ή ότι κάτι δεν πάει καλά εδώ.
Μας έχουν πει ότι: Αν δεν έχουμε έτερον ήμισυ, θα είμαστε μισοί. Ότι εάν δεν έχουμε πάρα πολλούς φίλους, είμαστε αντικοινωνικοί. Ότι άμα δεν είμαστε σε πολλές δουλειές ταυτόχρονα δεν είμαστε καλοί σ’ αυτό που κάνουμε.
Όλα αυτά ποιος τα είπε και πότε και γιατί;
Νομίζω ότι η πιο βασική σχέση που έχουμε είναι με τον εαυτό μας και αυτή θα την έχουμε πάντα. Οπότε είναι καλό να τη φροντίζουμε και να είναι μια υγιής σχέση. Νομίζω ότι έτσι, όταν αυτός ο διάλογος με το μέσα μας υπάρχει, μπορεί και να σου αρέσει να είσαι λίγο μόνος, να ακούς τη σκέψη σου, να ησυχάζεις. Να μη φαντάζει δηλαδή σαν κάτι δυσλειτουργικό, ή μη κανονικό, κάτι που χρήζει τέλος πάντων φαρμάκου, θεραπείας. Αυτό νομίζω.
***
«ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ». Πιστεύω ότι ο έρωτας είναι πολύ σημαντική διάσταση της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο έρωτας είναι μία κατάσταση του νου και της ψυχής και μπορεί να έχει αντίκρισμα σε ένα πρόσωπο, στη δουλειά κάποιου, στην αγάπη για την φύση, στη λογοτεχνία, στην μουσική, σε όλα αυτά. Είμαι σίγουρη πως είναι μια ζωοποιός δύναμη. Είναι ένα πράγμα το οποίο σου δίνει ενέργεια, σε κινητοποιεί και παίρνει πολλές μορφές. Μπορεί να φτιάξεις μια ωραία σχέση με έναν άνθρωπο, μπορείς να φτιάξεις ένα ωραίο έργο, μπορεί να σε βοηθήσει να κάνεις πράγματα για το σύνολο. Είναι αυτό, μια κινητήριος δύναμη. Έτσι την αισθάνομαι τουλάχιστον και από κει και πέρα, εντάξει, φυσικά όταν προσωποποιείται και λέω: «Τώρα είμαι ερωτευμένη, με έχει χτυπήσει κατακέφαλα», αυτό είναι πάρα πολύ ωραίο. Το ζούμε και αυτό.
***
«ΧΙΟΝΑΝΟΙ». Τα παραμύθια, οι μύθοι και γενικώς οι ιστορίες που είναι σαν να έρχονται από παλιά, σαν να τις πιάνουμε εμείς από έναν αντίλαλο, νομίζω ότι είναι βασικές και για τη λειτουργία της τέχνης και για τις ανθρώπινες σχέσεις και για το πώς κατανοούμε τον κόσμο, γιατί είναι αρχετυπικές.
Έχουν αποστάγματα από πολλούς ανθρώπους, πολλές κοινωνίες, πολλά ψυχολογικά χαρακτηριστικά. Είναι πολύ συμπυκνωμένες ιστορίες και γι’ αυτό είναι σοφές, συμβολικές και πολύ κατανοητές, πολύ ξεκάθαρες.
Μου αρέσουν πάρα πολύ τα παραμύθια. Θυμάμαι μάλιστα πως όταν είχα μετακομίσει πρώτη φορά στο σπίτι να μείνω μόνη μου, που δεν είχα ακόμα ούτε internet, ούτε τηλεόραση, ούτε τίποτα, είχα πάρει τρεις τόμους «Τα Παραμύθια των αδελφών Γκριμ» και μέχρι να συνδεθώ ξανά με την τεχνολογία και τον κόσμο, διάβαζα μόνο αυτά και ήταν φανταστικό. Ήταν μια εβδομάδα καταπληκτική, αλλά και η μυθολογία. Τώρα τα έχω και πρόσφατα από τη «Θεογονία» που διαβάσαμε πολλά. Είναι οι μύθοι και οι θρύλοι που λέμε, έρχονται για να σου πουν αλήθειες, για να σε καθοδηγήσουν κάπως.
***
«ΘΕΟΓΟΝΙΑ, ΕΝΑ ΜΕΓΑΛΟ ΓΛΕΝΤΙ». Ένα μεγάλο γλέντι ή ένα μικρό, ένα κάποιο γλέντι τέλος πάντων, προσπαθώ να το κάνω, όποτε ανεβαίνει μια παράσταση, ή όταν γράφω κάτι. Πάντα προσπαθώ να το γιορτάσω με τους φίλους μου. Πηγαίνοντας κάπου αλλού η σκέψη μου νομίζω ότι ένα μεγάλο γλέντι θα έκανα εάν γινόταν κάποια στιγμή αυτός ο κόσμος πιο δίκαιος. Αυτό θα ήθελα πολύ να το γιορτάσω σε ένα μεγάλο ατέλειωτο γλέντι. Αν ζούσαμε περισσότερο με αυτά που μας ενώνουν και όχι με αυτά που μας χωρίζουν. Κάπως αυτό θα ήθελα να γιορτάσω με τις ώρες.
Ένα άλλο «γλέντι» είναι αυτό που νιώθω με τη δημιουργία. Με οτιδήποτε. Δηλαδή με οτιδήποτε φυτρώνει, μεγαλώνει, ανθεί, έχει μια πορεία, τελειώνει. Το κάνει και η ίδια η φύση συνέχεια. Όπως φτιάχνει ένας ξυλουργός μια πόρτα, όπως φτιάχνει ένας ζαχαροπλάστης μια τούρτα που αγαπάει, το ίδιο συμβαίνει και με μας. Μας μπαίνει μια ιδέα και μετά θέλουμε να την υλοποιήσουμε. Είναι απαραίτητο να γίνει. Δεν μπορείς να το αποφύγεις για κανένα λόγο. Πρόκειται για μια αναγκαία σπίθα, κάπως έτσι θα το έλεγα…
***
«LA STRADA». Προσπαθούσα να θυμηθώ τι θα συναντήσω φέτος στο δρόμο μου. Έλα ντε; Τι θα συναντήσω; Θα συναντήσω μια πρεμιέρα στις 3 Νοεμβρίου στη Λυρική Σκηνή σε μια παράσταση με τους «Πατάρι project» πάλι σε σκηνοθεσία της Σοφίας Πάσχου που λέγεται «Οι τέσσερις εποχές» και είναι βασισμένη στη μουσική του Βιβάλντι. Είναι μια παράσταση που έχει και έναν άλλο χαρακτήρα διαφορετικό απ’ ό,τι έχουμε κάνει μέχρι τώρα με αυτή την ομάδα, γιατί ασχολείται λίγο με το τέλος του κόσμου, με όλα αυτά που ζούμε με την κλιματική αλλαγή, με τα πλαστικά κ.λπ. οπότε έχει μια καινούργια υφή αυτό το έργο που την κάνουμε πιο κωμικοτραγική, πιο μπουφόνικη.
*
Θα συναντήσω και πάλι στο δρόμο μου τις «Λουόμενες» που τώρα, θα παίζονται κάθε Τετάρτη και Κυριακή στο Θέατρο «Skrow».
Για μετά δεν ξέρω. Υπάρχει αυτό το τρομακτικό κενό που όμως μπορεί να είναι και πολύ εύφορο καμιά φορά, οπότε προσπαθώ να μην αγχωθώ.
Από εκεί και πέρα, τι άλλο θα συναντήσω, ελπίζω να συναντήσω αρκετό κολυμβητήριο, να πηγαίνω λίγο να εξασκούμε. Ελπίζω να συναντήσω βόλτες, ελπίζω να συναντήσω λίγο χρόνο ήσυχη για να καθίσω να γράψω το επόμενο θεατρικό κείμενο…
*
-Τελικά με τη φλυαρία μου πέρασε η ώρα. Σας έπαιξα «μονότερμα». Όμως μέχρι να πάω στην πρόβα βλέπω έχω χρόνο για τη συνέντευξη που είπαμε. Ποια είναι η πρώτη ερώτηση που έχετε ετοιμάσει; Ακούω…
-Κατερίνα, ξέρεις να κλείνεις το μαγνητόφωνο;
-Ξέρω, αλλά δεν θα μιλήσουμε;
-Εγώ είμαι καλυμμένος με όσα άκουσα… Μπορείς τώρα να πατήσεις το Stop.
-Τι να πω; Κι εγώ νόμιζα πως θα μιλούσαμε. Ας είναι… Πάντως χάρηκα πάρα πολύ με αυτή τη… συζήτηση.
-Κι εγώ το ίδιο. Και σε ευχαριστώ πάρα πολύ…
***
Αυτή είναι η Κατερίνα Μαυρογεώργη: Πνεύμα δυνατό και ελεύθερο, ταλαντούχα, με μέλλον, δημιουργική, πολυσύνθετη, ακάματη, με φαντασία. Μια συγγραφέας, μια σκηνοθέτις, μια ηθοποιός που έχει πολλά να δώσει. Ανήκει σε μια γενιά που μεγαλώνει με χίλια εμπόδια, αλλά που όλα τα ξεπερνάει. Δίνει μαθήματα επιβίωσης. Αξίζει να τη γνωρίσετε και την ίδια και τη δουλειά της.
Την ευχαριστώ για την παρουσία της στο catisart. Ήταν δώρο…