Ο Γιώργος Ρουμπάνης, ο άνθρωπος που κράτησε ψηλά την ελληνική σημαία στις δύσκολες μεταπολεμικές εποχές και πρόσφερε στην Ελλάδα το μονάκριβο χάλκινο Ολυμπιακό μετάλλιο από τους Αγώνες της Μελβούρνης το 1956, δεν ζει πια ανάμεσά μας. Η καρδιά του σταμάτησε να χτυπά στις 11 Φεβρουαρίου 2025 περίπου έξι μήνες προτού συμπληρώσει τα 96 του χρόνια.
***
Το κείμενο που ακολουθεί δημοσιεύθηκε εδώ στο Catisart τον Νοέμβριο του 2021.
26 Νοεμβρίου 1956: Στη Μελβούρνη ο Γιώργος Ρουμπάνης ολυμπιονίκης μετά από σκληρό αγώνα 11 ωρών…
Του Δημήτρη Λιμπερόπουλου [*]
Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 1956. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες γίνονται πάντα καλοκαίρι. Στην Αυστραλία η καρδιά του καλοκαιριού είναι τον …Νοέμβριο. Έτσι η Μελβούρνη φιλοξένησε τους 16ους Ολυμπιακούς από τις 22 Νοεμβρίου έως και τις 8 Δεκεμβρίου 1956.
Εκείνη τη Δευτέρα ο πρωταθλητής Ελλάδος Γιώργος Ρουμπάνης [που γεννήθηκε στις 15 Αυγούστου 1929] μπήκε στο Στάδιο για τον τελικό του άλματος επί κοντώ στις 11 το πρωί μπροστά σε 130.000 θεατές.
Όπως μου είπε ο ίδιος: «Πήγα στο Στάδιο ανοργάνωτος, χωρίς νερό ή κάτι άλλο για να βάλω στο στόμα μου. Ο αγώνας κράτησε μέχρι τις 10 το βράδυ. Συνολικά 11 ώρες. Ο δυνατός αέρας ήταν μεγάλο εμπόδιο και ήταν ένας από τους λόγους που ο αγώνας κράτησε τόσες ώρες. Μετά το επιτυχημένο άλμα μου στα 4.50 μ. έβαλα τον πήχη στα 4.53 μ. Το πέρασα με άνεση στη δεύτερη προσπάθεια. Πριν προσγειωθώ όμως στα σακιά του σκάμματος ο αέρας έριξε τον πήχη. Η κούραση με είχε νικήσει. Το τρίτο μου άλμα ήταν αποτυχημένο. Έτσι με νίκησαν δυο Αμερικανοί: Ο Ρίτσαρντς με 4.56 μ. και ο Γκουτόφσκι με 4.53. Εγώ έμεινα τελικά στα 4.50 μ. Ακολούθησαν: Μάτος (ΗΠΑ) 4.35, Λούντμπεργκ (Σουηδία) 4.25, Βάζνι (Πολωνία) 4.25, Λάντστρεμ (Φινλανδία) 4.25, Πράισγκερ (Ανατολική Γερμανία) 4.25».
Συνεχίζοντας τη διήγησή του ο Ρουμπάνης μού είπε:
«Όταν έμεινα στο χάλκινο, ένοιωθα τρομερά απογοητευμένος και έβαλα τα κλάματα. Την επόμενη μέρα όμως, όταν είδα να φθάνουν δεκάδες συγχαρητήρια τηλεγραφήματα από την Ελλάδα άρχισα να συνειδητοποιώ ότι κάτι σημαντικό είχα πετύχει. Στο αεροδρόμιο της Αθήνας θυμάμαι ακόμα με συγκίνηση ότι με υποδέχθηκαν χιλιάδες φίλαθλοι κατά την επιστροφή της αποστολής. Με το που κατέβηκα τη σκάλα του αεροπλάνου έπεσα στην αγκαλιά της μητέρας μου και του αδελφού μου Αριστείδη».
*Γιώργο πως ξεκίνησες τον αθλητισμό;
«Το 1951 έτυχε να παρακολουθώ στο γυμναστήριο του Πανελληνίου την προπόνηση του πρωταθλητή του άλματος επί κοντώ Θεοδόση Μπαλάφα. Σε μια στιγμή, όταν ο πήχης ήταν στα 3.20 μ. του ζήτησα να μου δώσει το κοντάρι. Βάλαμε στοίχημα δυο μπακλαβάδες… Πήρα φόρα και το το πήδηξα. Τον επόμενο χρόνο στους Πανελλήνιους Αγώνες ο Ρήγας Ευσταθιάδης του Παναθηναϊκού νίκησε με νέο πανελλήνιο ρεκόρ 4.21 μ. Εγώ ήρθα δεύτερος και ο Μπαλάφας τρίτος με το ίδιο ρεκόρ στα 4.10 μ. Σε πέντε χρόνια έγινα πρωταθλητής Ελλάδας με 4.37 και στους Ολυμπιακούς της Μελβούρνης κέρδισα την τρίτη θέση με 4.50, χαρίζοντας στη χώρα μας μετάλλιο μετά 44 χρόνια».
*Ασχολήθηκες με κάποιο άλλο άθλημα πριν από το επί κοντώ;
«Έπαιζα μπάσκετ με τον αδελφό μου Αριστείδη που ήταν βασικό μέλος της μεγάλης πεντάδας του Πανελληνίου. Εγώ σχεδόν πάντα ήμουν αναπληρωματικός. Επίσης έτρεχα στα 110 με εμπόδια ενώ πήρα μέρος και σε αγώνες …πυγμαχίας. Στη συνέχεια σπούδασα στην Αμερική και εκεί έμαθε σωστά το επί κοντώ. Τα χρόνια που ήμουν στην Αμερική ο Σπύρος Σκούρας, το αφεντικό της διάσημης εταιρείας κινηματογράφου «Σκούρας φιλμς» μου δάνειζε τη Σεβρολέτ του. Όταν με έβλεπαν οι συναθλητές μού έλεγαν ότι εκείνοι δεν είχαν ούτε …μοτοσυκλέτα. Αξίζει εδώ να θυμίσω ότι σην εποχή του πρωτόγονου κονταριού, έγινα πρωταθλητής Ευρώπης με άλμα στα 4.60 μ.»
«Σίγουρα ο πατέρας μου ο Σάββας. Ήταν καθηγητή γυμναστικής στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και παράλληλα σύχναζε στον Πανελλήνιο Γ.Σ. Εκεί διέπρεψε ο αδελφός μου Αριστείδης ο οποίος ήταν μέλος της ομώνυμης θρυλικής ομάδας μπάσκετ. Ο Αριστείδης [1932] ήταν επίσης και πρωταθλητής Ελλάδος στον ακοντισμό. Είχα άλλα δύο αδέλφια: Τον Βασίλη [1927], διακεκριμένο γεωλόγο και τον Νίκο [1928], περίφημο χημικό. Ο πατέρας μου, τα τρία αδέλφια μου και εγώ είχαμε το ίδιο ύψος: 1.92 μ. Μόνο η μαμά Άννα ήταν μικρόσωμη με ύψος 1.60 μ.»
Αρχείο©DLiberopoulos / Οι αυθεντικές φωτογραφίες [με χειρόγραφες αφιερώσεις και σημειώσεις] δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό «Εικόνες» τον Νοέμβριο του 1986, στα 30χρονα από την κατάκτηση του μεταλλίου και τον Αύγουστο του 1989, στα 60χρονα γενέθλια του Ολυμπιονίκη. Ο Δημήτρης Λιμπερόπουλος εργαζόταν στην εφημερίδα «Εμπρός» την εποχή που έκανε τη συνέντευξη στον Ρουμπάνη.