Της Ειρήνης Αϊβαλιώτου
Αντισυμβατικός και ανήσυχο πνεύμα, ο πολυπράγμων Γιώργος Κατσής ή Τζούλιο είναι από τους ανθρώπους που τους αρέσει να ανοίγουν δρόμους. Πειραματίζεται με διαφορετικές μορφές έκφρασης, γράφοντας, συνθέτοντας, σκηνοθετώντας, ερμηνεύοντας και δημιουργεί εικόνες που μοιάζουν με τον πραγματικό κόσμο, φτιαγμένες όμως από τα συστατικά του πραγματικού κόσμου όπως τον νιώθει εκείνος.
Αυτό τον καιρό το διήγημά του “Βουνό” παρουσιάζεται σε σκηνοθεσία δική του στο θέατρο “Bios”. Πρόκειται για ένα έργο βασισμένο σε μια αληθινή ιστορία. Εννέα φίλοι ζουν τις τελευταίες τους μέρες κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου το 1959 πριν από την τελευταία τους πεζοπορία στα Ουράλια Όρη, βυθισμένοι σε απόλυτη ματαιότητα, σύγχυση, φόβο και ανησυχία πως θα αναμετρηθούν με κάτι ανεξήγητο και μεγαλύτερο από αυτούς. Όταν συναντηθούν, όλοι, για ακατανόητους λόγους θα νιώσουν ξένοι μεταξύ τους. Ο παράλογος φόβος και η καχυποψία τους θα μεγαλώσει όσο πλησιάζουν στον προορισμό τους όπου εκεί, στη βουβή και χιονισμένη φύση, τους περιμένει ένας ανεξήγητος θάνατος.
Μια αφηγηματική παράσταση τριών ηθοποιών, που εμπνέονται από την αληθινή ιστορία μιας πεζοπορίας με άδοξο τέλος κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και δημιουργούν έναν παραλληλισμό με το σήμερα. Παράσταση αφιερωμένη στη γενιά τους που υποκύπτει όλο και περισσότερο στον φόβο, στην κατάθλιψη και στο ενδεχόμενο του αδιεξόδου στον βαθμό που
επαληθεύει μόνη της τον θάνατό της, χωρίς να προλάβει να ζήσει πραγματικά ποτέ. Που φοβάται να αγγίξει αλλά και να αγγιχτεί. Μια προσευχή για τα περίεργα αυτιά και μάτια. Ένα παιχνίδισμα με τις έννοιες της εξουσίας, της ματαιοδοξίας, των ανθρώπινων ορίων και της συλλογικής μνήμης…
Ο Γιώργος Κατσής και οι τρεις ταλαντούχοι ηθοποιοί -Χρόνης Barbarian, Κωνσταντίνος Πλεμμένος, Κατερίνα Ζησούδη- αντλούν το υλικό τους από το άμεσο περιβάλλον τους και παράγουν τέχνη η οποία αντικατοπτρίζει με έντονο τρόπο τη δική τους προσωπική πραγματικότητα, τις εμπειρίες τους, από την αφήγηση στη γνώση και από την εμπειρία στην πνευματικότητα.
Το “Βουνό” επιτρέπει στο θεατή να βιώσει τη σκοτεινιά και την αγωνία, αλλά και φρεσκάδα και τη ζωντάνια της νέας γενιάς, ενώ ταυτόχρονα παρέχει μια ευκαιρία για ανανεωμένη σκέψη και συζήτηση σχετικά με τον θεμελιώδη αντίκτυπο και το νόημα του θεάτρου.
Ο Τζούλιο, καλλιτέχνης με σπουδαίο μέλλον, κατά τη γνώμη μου, με πληθωρική ευαισθησία και ασυμβίβαστη προσωπικότητα, στη συνέντευξη που παραχώρησε στο catisart.gr μιλά για το “Βουνό” του, την παράσταση, το θέατρο, τη γενιά του αλλά και για τους κριτικούς και την κριτική. Παρακολουθήστε τον!
***
«Πού; Είπε ο Ήλιος κοιτώντας χλωμός. Εκεί! Είπε το χιόνι μιλώντας γι’ αυτήν. Πώς; Είπαν τα Δέντρα με δάκρυα στα μάτια. Γλυκά. Είπε η λεπίδα βρεγμένη στο αίμα» (απόσπασμα από το έργο “Βουνό”)
***
Τζούλιο, από πού εμπνεύστηκες το διήγημά σου «Βουνό», που παρουσιάζεται και σε θεατρική παράσταση;
* Από την αληθινή ιστορία εννέα φίλων πεζοπόρων που πήγαν στα Ουράλια Όρη το 1959 και οι οκτώ από αυτούς πέθαναν υπό ανεξιχνίαστες συνθήκες. Η επίσημη νεκροψία έλεγε ότι ο θάνατος όλων προήλθε από υποθερμία, αλλά είχαν βρεθεί μακριά ο ένας από τον άλλον, άλλοι χωρίς ρούχα, μια γυναίκα χωρίς μάτια και χωρίς γλώσσα, κάποιοι δίπλα σε ένα δέντρο έχοντας αφήσει τα σημάδια απ’ τα νύχια τους πάνω του. Τέτοια στοιχεία. Το διήγημα ωστόσο δεν δίνει καμία βάση σε αυτά. Υπάρχουν διάφορες εκδοχές για το τι συνέβη αλλά δεν ασχολείται με το νουάρ στοιχείο, δεν αναρωτιέται «τι συνέβη». Είναι μια δική μου λογοτεχνική εκδοχή της διαδρομής που κάνουν μέχρι να φτάσουν εκεί. Γνωρίζοντας καλά ότι θα πεθάνουν. Η πορεία εννέα ανθρώπων προς έναν ανεξήγητο και παράλογο θάνατο. Ο Θάνατος ως επίτευγμα, ως τρόπαιο, ως παράσημο.
Σε τι χρονική περίοδο γράφτηκε το έργο;
* Από τις πιο δύσκολες και δυστυχισμένες περιόδους της ζωής μου. Οικονομικά, υπαρξιακά, όλα. Δεν είναι το μόνο που γράφτηκε. Ήταν το μόνο που φαντάστηκα ωστόσο να παίρνει παραστασιακή μορφή.
Πόσο χρόνο διήρκεσε η συγγραφή του;
* Ξεκίνησα να γράφω το Διήγημα δύο χρόνια πριν. Ταυτόχρονα επειδή έγραφα κι άλλα κείμενα (γράφω από πολύ μικρός) και τρέχαν και παραστάσεις/πρόβες παράλληλα, υπήρχαν μεγάλες περίοδοι που το άφηνα και το ξανάπιανα. Εντατικά το δούλεψα από τον προηγούμενο Μάιο μέχρι και έναν μήνα πριν από τις πρόβες μας.
Το έργο σου τοποθετείται στα Ουράλια Όρη την εποχή του Ψυχρού Πολέμου…
* Ναι. Γιατί εκεί συνέβη. Στη Σοβιετική Ένωση, στα Ουράλια Όρη κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου το 1959.
Πώς μελέτησες την εποχή και τον τόπο;
* Ό,τι υλικό μπόρεσα να βρω για τα Ουράλια Όρη, το κατάπια ολόκληρο. Πότισα τα μάτια μου με εικόνες από το τοπίο εκεί. Φωτογραφίες, γκραβούρες, χάρτες, ντοκιμαντέρ. Και γενικότερα ό,τι εμπεριείχε βουνά. Κοιτούσα και διάβαζα για βουνά, και για ορειβάτες σχεδόν κάθε μέρα. Και φανταζόμουν. Για την εποχή διάβασα πολύ βασικές πληροφορίες, καθώς έγραφα μια ιστορία που διαδραματίστηκε εντελώς έξω από την εποχή της με έναν τρόπο.
Μίλησέ μου για τους ηθοποιούς της παράστασης.
* Είναι όλοι τους αναπόσπαστο κομμάτι μου. Είναι κομμάτι από μένα τον ίδιο όπως κι εγώ αποτελούμαι από κομμάτια δικά τους. Αναπνέω για να συναντιόμαστε. Η ανάσα τους είναι ανάσα μου. Είναι πανέμορφοι κι ατέλειωτοι. Αυτό που κάνουν κάθε βράδυ στην παράσταση είναι γενναίο και τρελό.
Στη διάρκεια της προετοιμασίας της παράστασης, αισθανθήκατε να γεννώνται ερωτήματα;
* Αυτό ήταν η προετοιμασία και κατ’ επέκταση η παράσταση. Ερωτήματα. Λόγος και δράση γεμάτα ερωτήματα για το τι, ποιος, πού, γιατί, πώς είμαι. Αυτά που λέμε, που γράφουμε, που σου απαντώ σε αυτή τη συνέντευξη, τι είναι; Γιατί το κάνουμε; Θέλουμε; Τι συμβαίνει; Πώς λέμε ή κάνουμε ό,τι λέμε ή ό,τι κάνουμε; Έχει σημασία; Αν έχει, έχει όντως; Όλα αυτά όχι για να απαντηθούν. Αλλά για να μας καταστρέψουν ενώπιον του κοινού. Η παράστασή μας σέβεται τον εαυτό της και σέβεται και το κοινό, αναπόφευκτα λοιπόν με κάθε ερώτημα επιτίθεται στη βεβαιότητά του, που είναι βαθιά χυδαία. Είτε θα καταφέρουν λοιπόν να αισθανθούν είτε θα εκδικηθούν για τον ίδιο λόγο. Επειδή αισθάνθηκαν. Κάτι που νομίζουμε συνήθως ότι είναι ευχάριστο. Δεν υπάρχει κανείς που δεν αισθάνεται κάτι. Μόνο αυτοί που θα το πνίξουν για χάρη της «γνώμης» και του «γούστου», που αποτελούν αφαίμαξη της ζωής και φασισμό. Θάνατο απέναντι στην τέχνη και στην πολιτική σκέψη. Αυτό ακριβώς που κάνουν και οι κριτικοί, οι θεωρητικοί εκπρόσωποι του φασισμού. Οι πληρωμένες πένες προώθησης θεάτρου ως προϊόν για κατανάλωση. Που το χωράνε σε αστεράκια. Περιφέρουν ως κάτι αντικειμενικό, ως απόλυτο τη γνώμη και το γούστο και σκοτώνουν κάθε τι όμορφο, επειδή δεν μπορούν να το χωρέσουν, νομιμοποιούν την καλλιτεχνική, πνευματική ευγονική, καθιερώνουν ποια χαρακτηριστικά ανήκουν κι αποτελούν τέχνη και ποια όχι. Θέλει μεγάλο θάρρος να πεις είμαι μικρός, φτηνός, λίγος, θέλω να μεγαλώσω. Θέλω να χωρέσω μέσα μου αυτό που βλέπω, αυτό που διαβάζω, αυτό που ακούω. Για να καταλάβεις, να παραδεχτείς ότι επειδή πήγες κάπου δεν σημαίνει ότι είδες στ’ αλήθεια αυτό που συνέβη μπροστά στα μάτια σου. Το μπλοκάκι και το στυλό των κριτικών είναι ο θάνατος των ματιών τους, των αισθήσεών τους. Η τέχνη είναι ερώτημα, επιλέγοντας το ερώτημα παίρνεις πολιτική θέση. Όποιος είναι βέβαιος λοιπόν ότι κάτι είναι «καλό» ή είναι «κακό» ή ακόμα χειρότερα ότι κάτι «του άρεσε» ή «δεν του άρεσε» ή το χείριστο όλων ότι «κατάλαβε» ή «δεν κατάλαβε» δεν έχει αφουγκραστεί, συναισθανθεί ακόμα την τέχνη. Αναφέρω τους κριτικούς γιατί είναι το ακριβώς αντίθετο από αυτό που λέμε «ερώτημα». Είναι φορείς της «απάντησης» και της μίας έννοιας. Της επιφάνειας, της ψευδαίσθησης της γνώσης, της «καρέκλας» και φυσικά υπάλληλοι εκείνου που πληρώνει ή ανταλλάσσουν χειραψίες. Όταν εσύ λοιπόν, δεν παριστάνεις κάτι, δεν πουλάς τίποτα, δεν δεσμεύεσαι στην ανάγκη τους, όταν είσαι αντί να φαίνεσαι, εκείνοι επειδή έχουν καταπιεί τη σιγουριά τους που είναι πέτρα και τους έχει κάτσει στο λαιμό, κάνουν μακροβούτια στην πισίνα της βεβαιότητας και του ναρκισσισμού, στη βαθιά νεύρωση ότι «ξέρουν», τους καταργείς την ύπαρξή τους. Κι εκδικούνται. Με τον ίδιο τρόπο λειτουργούν και οι «πολλοί». Είναι δυνατόν λοιπόν να θες να είσαι αυτός που «αρέσει» στην Καλτάκη και στην Αρκουμανέα, ή να αρέσεις σε «όλους»; Να είσαι καλλιτέχνης και να τιμωρείς και να μισείς τόσο το έργο σου που ανεβάζεις στην προσωπική σου σελίδα τις καλές κριτικές ως τεκμήριο για να έρθω να το δω; Να θέλεις να ‘σαι τόσο βέβαιος; Τα ερωτήματα που αναφέρεις λοιπόν, ναι, είναι το παν για μας. Η βεβαιότητα καταστρέφει. Θυμάμαι μια πολύ δημοφιλή παράσταση πριν από δύο χρόνια περίπου που ήταν από αυτές τις πολλές και διάφορες «παραστάσεις της χρονιάς», που οπωσδήποτε δεν έπρεπε να χάσουμε και της έγραψε στο διαδίκτυο μια αποθεωτική κριτική ένας φασίστας (στην αντίστοιχη σελίδα) ως παράσταση που όχι μόνο είναι καλή, αλλά αντιπροσωπεύει αυτή την ιδεολογία. Η μεγαλύτερη απόδειξη για το πού απευθύνεται αληθινά όποιος «ξέρει πώς γίνεται το θέατρο» κι αυτοί που τους βάζουν 5 στα 5 αστεράκια.
Θεωρείς το σκηνογράφο, τον ενδυματολόγο, το φωτιστή, όλους τους συντελεστές, το ίδιο σημαντικούς για μια παράσταση;
* Απόλυτα. Αλλά ο ηθοποιός μπορεί να κρατάει ένα κερί στο χέρι, γυμνός, να λέει λέξεις που του κατεβαίνουν εκείνη τη στιγμή και κάνει θέατρο. Είναι ανίκητος. Τα υπόλοιπα δεν μπορούν να υπάρξουν χωρίς αυτόν. Είναι η τέχνη του ηθοποιού το θέατρο. Χάρη σε αυτόν υπάρχει.
Τι έμαθες από τις μέχρι τώρα συνεργασίες σου στο θέατρο;
* Ότι είμαι πολύ πιο αδύναμος απ’ όσο νόμιζα μπροστά στην απροκάλυπτη και χυδαία επιχειρηματικότητα που περιβάλλει το θέατρο. Ότι πρέπει να πηγαίνω χωρίς καμία προσδοκία σε οποιαδήποτε δουλειά. Αυτό μάλλον είναι το πιο σημαντικό. Να διαχωρίζω τη δουλειά από τις προσδοκίες μου, γιατί είναι τελείως άσχετες με αυτή και τον τρόπο που γίνεται.
Ποια είναι τα επόμενα καλλιτεχνικά σου σχέδια;
* Μια παύση στα προσωπικά μου σχέδια. Ο «Λεόντιος και Λένα» και τώρα το «Βουνό» ρούφηξαν κάθε σπίθα ενέργειας μέσα μου. Είμαι άδειος.
Πόσο μας καθορίζει, κατά τη γνώμη σου, η εικόνα που έχουν οι άλλοι για μας;
* Για τον καθένα χωριστά είσαι ό,τι αυτός βλέπει. Το θέμα είναι αυτό να μπορεί να εμπεριέχει διαλεκτική μέσα. Η εικόνα που έχεις για μένα, χωράει σε λέξεις; Μπορείς να τις βάλεις σε σειρά, απέναντι από τις δικές μου λέξεις; Πρόσωπο με πρόσωπο. Έχεις το θάρρος να αναμετρηθείς; ‘Η είσαι τόσο πουθενάς και μικρός και ζηλόφθονος που θα αποφασίσεις για μένα μέσα απ’ ό,τι έχεις δει στη Lifo ή σε άλλες σελίδες, απ’ το τι έχεις ακούσει για μένα ή απ΄ το τι σχολή τέλειωσα επειδή δεν κατάφερες ποτέ να περάσεις εκεί, που τίποτα από όλα αυτά στην τελική δεν σημαίνουν κάτι. Εγώ δεν αρνήθηκα ποτέ κανένα φτηνό χαρακτηριστικό μου. Δεν είπα ποτέ δεν είμαι νάρκισσος και είμαι ταπεινός. Δεν είπα ποτέ είμαι ευγενικός και ποτέ αγενής. Ότι είμαι πάντα καλός ηθοποιός ή σκηνοθέτης και ποτέ κακός ή μέτριος. Είπα ότι είμαι και τα δύο. Είμαι όλα. Κανείς δεν είναι ένα. Ένα είναι ο φασισμός. Το πολυδιάστατο θέλει κόπο να το αντιληφθείς. Κάνε τον κόπο, μόνον ο κόπος υπάρχει, ή μείνε μικρός, φτηνός και εύκολος. Σε τελική ανάλυση όμως ο Τσαρλς Μάνσον το ‘πε καλύτερα απ’ όλους όταν τον ρώτησαν τι πιστεύει που τον θεωρούν τέρας: «What you see is what you get», κι αυτό λέει περισσότερα για τον κόσμο που ζούσε παρά για εκείνον.
Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σου συγγραφείς;
* Θα σου αναφέρω κείμενα. Οι συγγραφείς είναι αμέτρητοι. Επιστρέφω συνέχεια στην “Έρημη Χώρα” του Έλιοτ, στο “Μια εποχή στην κόλαση” του Ρεμπό, στο “Ουρλιαχτό” του Γκίνσμπεργκ, στα “Ημερολόγια” του Σεφέρη, στον “Βόιτσεκ” του Μπίχνερ, στο “Ανακοίνωση σε μια Ακαδημία” του Κάφκα, στον “Γλάρο” του Τσέχωφ (που δεν λένε να αφήσουν να σε ησυχία, να ανασάνουν λίγο τα κείμενά του, του ‘χουν γαμ…σει το σπίτι), στο “Τέλος του Παιχνιδιού” του Μπέκετ, διαβάζω Μπέρνχαρντ σαν τρελός τελευταία, το “Arguments for a Theater” του Howard Barker και άλλα…
“Το Βουνό” – Συντελεστές
Κείμενο/Σκηνοθεσία: Γιώργος Κατσής (ή Τζούλιο)
Ηθοποιοί: Χρόνης Barbarian, Κωνσταντίνος Πλεμμένος, Κατερίνα Ζησούδη
Φωτογραφίες: Νίκος Πανταζάρας
Θέατρο “Bios”
- Διαβάστε επίσης:
Πληροφορίες για την παράσταση: “Το Βουνό”, ένα διήγημα του Τζούλιο στο Bios