Γιάννης Ρίτσος – «Ἡ γέφυρα»
Εἶναι μιὰ ὡραία περιπλάνηση, σχεδὸν μιὰ δραπέτευση – δὲν ξέρω ἀπὸ ποῦ καὶ γιὰ ποῦ, – μιὰ μυστικὴ δραπέτευση ποὺ δίνει μιὰ μυστικότητα στὴν κάθε κίνησή μας, στὸν ἴσκιο μας πάνω στὸν τοῖχο, στὶς ἀπίθανες σχέσεις τῶν δακτύλων μας, στὸν ἦχο τῶν βημάτων μας – μία ἐξαίσια αἴσθηση παρανομίας πρὸς ὅλα, σὰν τοῦ μοιχοῦ, τοῦ κλέφτη, τοῦ φονιά, του ἀρσενοκοίτη ἢ τοῦ λαθρεπιβάτη, κ᾿ ἡ αἴσθηση τῆς παρανομίας αὐτῆς σου ἐπιβάλλει μίαν ἄγρυπνη προσοχὴ γιὰ ν᾿ ἀποφύγεις τὴ σύλληψη, ἐνῶ ἡ προσοχή σου αὐτὴ συλλαμβάνει τὸ νόημα μιᾶς ἀρχικῆς ἐνοχῆς, συλλαμβάνει τὶς πιὸ ἀδιόρατες ἐκφράσεις τῆς σιωπῆς· μὰ τότε πάλι νιώθεις πῶς ἔτσι παραβιάζεις μ᾿ ἀντικλείδι ἕνα μεγάλο, ξένο σκοτεινό χρηματοκιβώτιο ὕστερα ἀπὸ σκάλες πολλὲς καὶ μεγάλους πλακόστρωτους διαδρόμους ποῦ κάνουν ν᾿ ἀντηχοῦν ἀπεριόριστα οἱ κλειδώσεις σου, κ᾿ ἕνα καχύποπτο φεγγάρι μπαίνει ἀπὸ φεγγίτες καγκελόφραχτους μεγάλο, κίτρινο, προδοτικό, φέρνοντάς σε ἀντιμέτωπο μὲ τὴν ἴδια πελώρια σκιά σου ποὺ κρατάει μεγεθυσμένες τὶς σκιὲς τῶν κλειδιῶν, ποὺ ἐσὺ κρατᾶς, σὰ νἆναι κιόλας τὰ κάγκελα τῆς φυλακῆς ποὺ θὰ σὲ κλείσει ἰσόβια· ὥσπου τέλοςἀνακαλύπτεις πὼς αὐτὸ τὸ χρηματοκιβώτιο εἶναι δικό σου, ὁλότελα δικό σου καὶ μπορεῖς νὰ τ᾿ ἀνοίξεις ἐλεύθερα καὶ μπορεῖς νὰ χαρίσεις ὅσα θέλεις στοὺς φίλους σου καὶ μπορεῖς νὰ σκορπίσεις ὅσα θέλεις στὸν ἄνεμο μὲ κείνη τὴ χαρὰ ποὺ δίνει τὸ ἀνεξάντλητο μὲ κείνη τὴ χειρονομία μιᾶς ἄσκοπης λεβεντιᾶς κι᾿ ἀσωτείας ποὺ εἶναι, ἴσως, ἡ μόνη ἀληθινὴ σκοπιμότητα. Μὰ τότε νιώθεις ὁ ἴδιος, πόσο ἡ κίνηση αὐτὴ θὰ φαίνεται ὕποπτη Καὶ μένεις μόνος μ᾿ ὅλο σου τὸν πλοῦτο ποδοπατημένο, (Απόσπασμα, ἀπὸ τα Ποιήματα 1930-1960, Γ´, Κέδρος 1964) |