ΠΡΩΤΑΠΡΙΛΙΑSONETTOἊν σήμερα κανεὶς σᾶς ‘πῇ Κι’ ἂν ἄλλος ‘πῇ χωρὶς ‘ντροπή: Τοὺς φίλους σας γιὰ τὴν ψευτιά τους Γιατ’ ἔχουνε μεσ’ τὴ ματιά τους, |
Γ. Δροσίνης, Ιστοί Αράχνης, Άπαντα Ποίηση (1888−1902), α΄ τόμος, επιμ. Γ. Παπακώστας, Αθήνα, Σύλλογος προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων, 1995, σ. 68
Από το 1889 ως το 1897 υπήρξε διευθυντής του περιοδικού «Εστία», που ο ίδιος μετέτρεψε σε εφημερίδα το 1894. Την ίδια περίοδο ίδρυσε και διηύθυνε τα περιοδικά «Εθνική Αγωγή» και «Μελέτη», καθώς και το ετήσιο «Ημερολόγιον της Μεγάλης Ελλάδος». Το 1899 μαζί με τον Δημήτριο Βικέλα ίδρυσαν το «Σύλλογο προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων», που εξέδωσε λογοτεχνικά έργα, λαογραφικές και άλλες μελέτες. Το 1901 ίδρυσε τις σχολικές βιβλιοθήκες και το 1908 το εκπαιδευτικό μουσείο. Συνέβαλε, επίσης, στην ανέγερση του Οίκου Τυφλών, της Σεβαστοπούλειας Επαγγελματικής Σχολής και της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρίας.
Στο χώρο της λογοτεχνίας πρωτοεμφανίστηκε το 1879 με ποιήματά του στα περιοδικά «Ραμπαγάς» και «Μη Χάνεσαι». Ένα χρόνο αργότερα κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή υπό τον τίτλο «Ιστοί Αράχνης», η σταδιοδρομία του, όμως, ως νέου ποιητή άρχισε το 1884 με τη συλλογή «Ειδύλλια».
Ποιητής της νέας αθηναϊκής σχολής – όπως και ο Κωστής Παλαμάς, με τον οποίο υπήρξε στενός φίλος – χρησιμοποίησε τη δημοτική γλώσσα από τις πρώτες του δημιουργίες και άντλησε στοιχεία από τα δημοτικά τραγούδια και τη λαϊκή παράδοση. Ως πεζογράφος, χρησιμοποίησε αρχικά την καθαρεύουσα, για να στραφεί κι εκεί αργότερα στη δημοτική, με το διήγημά του «Το βοτάνι της αγάπης» (1901).
Πέθανε στις 3 Ιανουαρίου 1951, στην Κηφισιά.