Ο Λουδοβίκος ΙΔ’ ήθελε να είναι σίγουρος ότι η εμφάνισή του και η εμφάνιση των αυλικών του έδειχναν με κάθε τρόπο ότι ήταν ένας σύγχρονος, ισχυρός, πολιτισμένος μονάρχης. Όχι απλά ένας πολεμοχαρής βασιλιάς του Μεσαίωνα, αλλά ένας πραγματικός “Βασιλιάς Ήλιος”. Τόσο αυτός όσο κι ο υπουργός Οικονομικών του, Ζαν-Μπαπτίστ Κολμπέρ, έβλεπαν επιπλέον στη μόδα τεράστιες οικονομικές δυνατότητες. Συνεργάστηκαν, λοιπόν, για να εξοβελίσουν τον ξένο ανταγωνισμό και να προστατεύσουν την τοπική κλωστοϋφαντουργία, την οποία στήριξαν με σημαντική χρηματοδότηση. Ο Κολμπέρ είχε πει ότι «η μόδα θα είναι για τη Γαλλία ό,τι είναι τα χρυσωρυχεία του Περού για την Ισπανία» και αυτή η θέση θα γινόταν κεντρικό στοιχείο της οικονομικής τους ατζέντας, πράγμα αξιοσημείωτο αφού 350 χρόνια αργότερα, εξακολουθεί να ισχύει: η μόδα αποτελεί βασικό πυλώνα της γαλλικής οικονομίας.
Μετά το θάνατο του Λουδοβίκου ΙΔ’, οι αυλικοί των Βερσαλλιών άρχισαν να περνούν περισσότερο χρόνο στο Παρίσι, πράγμα που σε συνδυασμό με την εμφάνιση fashion icons όπως η Μαρία Αντουανέτα, οδήγησε πολλούς να συνδέσουν το Παρίσι με «τη μόδα και την αισθησιακή ευχαρίστηση». Η Γαλλική Επανάσταση ίσως προκάλεσε αναστάτωση από αυτή την άποψη, αλλά, χάρη στους Ιncroyables και τις Μerveilleuses (μέλη μιας μοντέρνας αριστοκρατικής υποκουλτούρας στη μετα-επαναστατική περίοδο, την εποχή του Διευθυντηρίου), η μόδα δεν ξεχάστηκε. Και ήταν απλά θέμα χρόνου πριν ξαναδούν το Ancien Régime (το παλιό μοναρχικό και αριστοκρατικό καθεστώς), τουλάχιστον όσον αφορά στο στυλ, με θαυμασμό και νοσταλγία. Αν και έχασε τον τίτλο της από τη Βρετανία, η υπεροχή της Γαλλίας στη μόδα συνεχίστηκε και μετά την πτώση της Πρώτης Γαλλικής Αυτοκρατορίας. Σε αντίθεση με το Λονδίνο, το οποίο διακρίνεται για τα ανδρικά ρούχα του, στο επίκεντρο του παρισινού ενδιαφέροντος είναι πλέον το γυναικείο ένδυμα και η γαλλική μόδα περιστρέφεται γύρω από την ιδέα της «Παριζιάνας»: η ιδανική γυναίκα στο Παρίσι είναι κομψή, καλλιεργημένη και απαιτητική.
Παρόλο το γόητρο και τη φήμη της, όμως, η γαλλική μόδα ήταν μικρής κλίμακας. Αυτό, βέβαια, μέχρι το 1858 που ο Βρετανός σχεδιαστής Τσαρλς Φρέντερικ Γουόρθ εγκαταστάθηκε στη γαλλική πρωτεύουσα και προκάλεσε επανάσταση εισάγοντας την έννοια της haute couture -υποστηρίζοντας ότι, ήταν μια «μορφή τέχνης»- και την υψηλή ραπτική σε μεγάλη κλίμακα. Ο Γουόρθ ίδρυσε επίσης το Επιμελητήριο (Chambre Syndicale) το οποίο παρείχε το πλαίσιο για τη δημιουργία της γαλλικής βιομηχανίας μόδας.
Στο πνεύμα του Λουδοβίκου ΙΔ’, οι Γάλλοι χρησιμοποίησαν και πάλι την haute couture ως μέσο ήπιας εξουσίας μετά την ήττα τους στον Γαλλοπρωσικό Πόλεμο (1870-1871) και την Παρισινή Κομμούνα (1871). Αν και η Γαλλία δεν ήταν πλέον σημαντική οικονομική ή πολιτική δύναμη, είχε τουλάχιστον τον πολιτισμό της και τα ρούχα της. «Δεν είναι τυχαίο», γράφει ο δρ Ντέιβιντ Τζίλμπερτ από το Πανεπιστήμιο Ρόγιαλ Χόλογουεϊ (τμήμα του Πανεπιστημίου του Λονδίνου) σε ένα δοκίμιο με τίτλο “Paris, New York, London, Milan: Paris and a World Order of Fashion Capitals”, «ότι μετά τη στρατιωτική ταπείνωση που υπέστησαν οι Γάλλοι κατά τον Γαλλοπρωσικό Πόλεμο και τα επακόλουθα τραύματα της Κομμούνας 1871, ακολούθησε η επιθετική προώθηση της υψηλής ραπτικής».
Ήταν μια εποχή που η υπεροχή του Παρισιού στη γυναικεία μόδα ήταν αδιαμφισβήτητη. Ωστόσο τα πράγματα έγιναν λίγο πιο περίπλοκα στα μέσα της δεκαετίας του 1960, όταν στο Λονδίνο εμφανίστηκε η Μέρι Κουάντ, πρωτοπόρος δημιουργός της μίνι φούστας, ενώ τις δεκαετίες του 1970 και του 1980 το Μιλάνο και το Τόκιο αναδείχτηκαν επίσης σε σημαντικά κέντρα της μόδας. Η μόδα δεν είναι πλέον αντικείμενο μικρών ανεξάρτητων επιχειρήσεων αλλά τεράστιων ομίλων. Σχεδόν όλοι οι όμιλοι ειδών πολυτελείας έχουν την έδρα τους στο Παρίσι, παρά το γεγονός ότι έχουν αγοράσει ιταλικές εταιρείες και έχουν επενδύσει σε αγγλικές και αμερικανικές.
Μπορεί να φαίνεται παράξενο το γεγονός ότι, ανεξάρτητα από το πόσο εκθαμβωτική μπορεί να είναι η παριζιάνικη ραπτική, δίνεται τόση έμφαση στο παρελθόν της. Το status της μόδας του 21ου αιώνα έχει σχέση τόσο με τη φήμη, τις προσδοκίες, την κληρονομιά και την παράδοση όσο και με το design και την παραγωγή πραγματικών ενδυμάτων… Οι βαθιές και μακροχρόνιες συμβολικές συνδέσεις έχουν επίσης πραγματικές οικονομικές και πολιτιστικές συνέπειες
Οι Έλληνες -από την άλλη πλευρά- έχουμε την ευχαρίστηση να βλέπουμε ελληνικές λέξεις να υιοθετούνται κατά κόρον από τα ξένα λεξιλόγια, ειδικότερα αυτές που έχουν να κάνουν με τις επιστήμες (ιατρική, βιολογία, μαθηματικά κ.λπ). Με την ίδια λογική, οι Γάλλοι, που έχουν κάνει τη μόδα επιστήμη, έχουν περάσει αναπόφευκτα στη δική μας γλώσσα αρκετές γαλλικές λέξεις, που τις χρησιμοποιούμε, χωρίς μάλιστα πολλές φορές να το καταλαβαίνουμε καν!
Ας δούμε μερικές απ’ αυτές:
Αμπίρ (empire): κυριολεκτικά σημαίνει αυτοκρατορία. Στα ελληνικά, το αμπίρ χρησιμοποιείται για φορέματα τα οποία στενεύουν όχι στη μέση, αλλά ακριβώς κάτω από το στήθος, συχνά με μία ζώνη, και κολακεύουν κυρίως τις σιλουέτες-αχλάδια, κρύβοντας την περιφέρεια, και κάνοντας τη μέση να φαίνεται στενότερη και τα πόδια μακρύτερα. Αυτά τα ρούχα λέγονται έτσι, γιατί, ενώ ξεκίνησαν να φοριούνται στο τέλος του 18ου αιώνα στη Γαλλία (όπου, παρεμπιπτόντως, τότε το στυλ αυτό το έλεγαν “ελληνικό”), στη Βρετανία καθιερώθηκαν στις αρχές του 20ου αιώνα. Εκεί ονομάστηκαν αμπίρ, δηλαδή της αυτοκρατορίας, γιατί, όπως λέει το wikipedia, η πρώτη σύζυγος του Ναπολέοντα, αυτοκράτειρα Ζοζεφίνα του Μποαρνέ, ήταν αυτή που το διέδωσε σε όλη την Ευρώπη.
Ασορτί (assorti): στα γαλλικά σημαίνει ανάμεικτος, αλλά και ταιριασμένος, ταιριαστός. Στα ελληνικά εννοούμε μάλλον το δεύτερο: πήρα μία φούστα και μαζί μία μπλούζα ασορτί, μούρλια!
Εβαζέ (évasé): είναι η μετοχή από το ρήμα évaser, που σημαίνει είμαι πιο φαρδύς στο ένα άκρο. Στα ελληνικά λέμε συνήθως μία φούστα εβαζέ ή μία φούστα που εβαζάρει, και εννοούμε τη φούστα που ξεκινάει από τη μέση και ανοίγει κατεβαίνοντας προς το στρίφωμά της. Είναι, στην ουσία, η φούστα σε γραμμή άλφα, αυτή που κολακεύει όλα τα σώματα!
Εμπριμέ (imprimé): είναι η μετοχή του ρήματος imprimer, που σημαίνει εκτυπώνω. Στα ελληνικά όταν λέμε, για παράδειγμα θέλω μία φούστα εμπριμέ, εννοούμε μία φούστα που δεν είναι μονόχρωμη, αλλά απεικονίζει διάφορα σχέδια.
Εσάρπα (écharpe): το ρήμα écharper σημαίνει κόβω σε κομμάτια, και η εσάρπα είναι το κομμάτι εκείνο υφάσματος που κάθεται πάνω στους ώμους, το φουλάρι/μαντήλι: Σα να έχει λίγη ψύχρα σήμερα. Μου πιάνεις την εσάρπα μου να τη ρίξω επάνω μου;
Κασκόλ (cach-col): στην κυριολεξία σημαίνει αυτό που κρύβει το λαιμό, το κολάρο (cacher σημαίνει κρύβω, και col σημαίνει κολάρο).
Κλος (cloche): ουσιαστικό, που σημαίνει καμπάνα. Το χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να περιγράψουμε μια φούστα που έχει το σχήμα καμπάνας, που κάπως εβαζάρει και έχει και λούκια: φούστα κλος.
Κομποζέ (composé): από το ρήμα composer, που σημαίνει συνθέτω, διευθετώ, τακτοποιώ. Το χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να πούμε για κάποια κομμάτια ρούχων (π.χ. μπλούζα-φούστα, μπλούζα-παντελόνι, φόρεμα-μαντό) πως είναι ταιριαστά μεταξύ τους, όσον αφορά το ντεσέν τους. Το λέμε, επίσης, και για υφάσματα, όταν αυτά προέρχονται από την ίδια σειρά και ταιριάζουν μεταξύ τους.
Κορσάζ (corsage): είναι το ίδιο με το μπουστιέ. Συνήθως, όταν λέμε κορσάζ, εννοούμε το πάνω μέρος ενός ρούχου, από τη μέση και πάνω: το κορσάζ του φορέματος αυτού είναι πολύ εντυπωσιακό, με τις πούλιες και τις χάνδρες του, ενώ η φούστα του είναι λιτή κι απέριττη!
Κρουαζέ (croisé): στα γαλλικά σημαίνει σταυρωτός, και όταν λέμε για μία μπλούζα ή ένα φόρεμα ή μία φούστα ότι είναι κρουαζέ, εννοούμε πως κλείνει σταυρωτά και (συνήθως) δένει.
Μανεκέν (mannequin): είναι είτε το ανθρώπινο μοντέλο που επιδεικνύει τα ρούχα στις επιδείξεις μόδας είτε η κούκλα της βιτρίνας. Ακριβώς όπως το χρησιμοποιούμε κι εμείς.
Μπουφάν (bouffant): είναι η μετοχή του ρήματος bouffer, που σημαίνει φουσκώνω, πρήζω/ομαι, δηλαδή αυτός που φουσκώνει. Δεν το χρησιμοποιούμε μόνο για τα γνωστά μπουφάν, δηλαδή για τα πανωφόρια, αλλά και για ρούχα που “κάνουν μπουφάν”.
Μπουστιέ (bustier): είναι το πάνω μέρος του ρούχου, του μπούστου, δηλαδή. Μπορεί να είναι με τιράντες ή χωρίς. Βλ. και κορσάζ.
Ντε πιες (deux-pièces): στα γαλλικά σημαίνει δύο κομμάτια, δύο τεμάχια. Το χρησιμοποιούν όπως κι εμείς, για να πούνε ότι ένα ντύσιμο αποτελείται από δύο κομμάτια (συχνότερα φούστα-μπλούζα).
Ντεκολτέ (décolleté): από το ρήμα décolleter, που σημαίνει αφήνω ακάλυπτο το λαιμό και την περιοχή πάνω από το στήθος. Υποδεικνύει το φόρεμα που αφήνει γυμνή αυτή την περιοχή.
Ντεσέν (dessin): το ντεσέν είναι το σχέδιο (το design) του υφάσματος. Λέμε αυτό το φόρεμα έχει ωραίο ντεσέν, και εννοούμε ότι έχει ωραίο σχέδιο πάνω της, ωραίες απεικονίσεις (όχι το σχέδιο/κόψιμο του ρούχου).
Ντουμπλ φας (double face): σημαίνει αυτό που λέμε κι εμείς, ότι δηλαδή ένα ρούχο είναι με διπλό πρόσωπο, δηλαδή διπλής όψης. Το γυρνάς από την ανάποδη και το φοράς, και έχεις δύο ρούχα σε ένα.
Ντραπέ (drapé): μετοχή του ρήματος draper, που σημαίνει τοποθετώ τις πτυχές, ρίχνω το ύφασμα/το αφήνω να πέσει, κάπως. Στα ελληνικά λέμε θέλω να αγοράσω μία ντραπέ μπλούζα ή αυτό το φόρεμα ντραπάρει στο ντεκολτέ.
Πατρόν (patron): στην κυριολεξία είναι ο πατέρας/προστάτης/υποστηρικτής, όμως και οι Γάλλοι το χρησιμοποιούν και όπως εμείς, δηλαδή λένε patron de couture (πατρόν ραπτικής), και εννοούνε το χάρτινο σχέδιο με βάση το οποίο ράβεται ένα ρούχο.
Πρετ α πορτέ (prêt-à-porter): αυτό κυριολεκτικά στα γαλλικά σημαίνει έτοιμο να φορεθεί, και υποδεικνύει τα ρούχα μαζικής παραγωγής, αυτά δηλαδή που δεν έχουν ραφτεί επάνω στο σώμα του κάθε ανθρώπου που θα τα φορέσει. Συνήθως, σε μεγάλους οίκους ραπτικής, η κολεξιόν πρετ α πορτέ είναι αυτή που είναι η κάπως πιο φθηνή, και πιο για κάθε μέρα. Η συντριπτική πλειονότητα των ρούχων που αγοράζουμε σήμερα εμείς οι κοινοί θνητοί από τα μαγαζιά, είναι πρετ α πορτέ.
Πασέ (passé): στα γαλλικά σημαίνει κάτι που έχει περάσει, παρελθόν, δηλαδή. Το χρησιμοποιούμε για να πούμε ότι κάτι δεν είναι της μόδας, είναι ντεμοντέ (να κι άλλη γαλλική), δηλαδή εκτός μόδας, λαστ γίαρ.
Πλισέ (plissé): η μετοχή του ρήματος plisser, που σημαίνει διπλώνω, πτυχώνω.
Ρομπ ντε σαμπρ (robe de chambre): είναι ουσιαστικά το φόρεμα για το δωμάτιο, δηλαδή το ρούχο που φοράμε μέσα στο σπίτι.
Σεμιζιέ (robe chemisier): chemise στα γαλλικά σημαίνει πουκάμισο, και robe chemisier είναι το πουκαμισοφόρεμα. Εμείς λέμε σκέτο σεμιζιέ.
Σ(ο)υρ μεζ(ο)ύρ (sur mesure): κυριολεκτικά σημαίνει στο μέτρο/με το μέτρο, και αναφέρεται στο ένδυμα που έχει ραφτεί σύμφωνα με τα μέτρα του προσώπου που θα το φορέσει. Είναι ραμμένο πάνω του, δηλαδή, κυριολεκτικώς και μεταφορικώς.
Σουρφιλέ (surfiler): το ρήμα αυτό σημαίνει ράβω μία κλωστή στις άκρες ενός υφάσματος, για να μην ξεφτίσουν. Εμείς θα το λέγαμε μάλλον καρικώνω.
Φερμουάρ (fermoir): εδώ τα πράγματα διαφοροποιούνται λιγάκι μεταξύ των δύο γλωσσών. Το φερμουάρ στα γαλλικά δεν σημαίνει φερμουάρ όπως το εννοούμε εμείς, αλλά κάτι σαν πόρπη, εξάρτημα για κλείσιμο από κάτι. Στα γαλλικά το φερμουάρ το λένε (και) fermeture éclair, δηλαδή κλείσιμο αστραπή!
Φλοράρ (florale): επίθετο που σημαίνει άνθινος, λουλουδάτος. Λέμε ένα πουκάμισο φλοράρ, και εννοούμε ένα εμπριμέ πουκάμισο με σχέδια από λουλούδια.
Ωτ κουτ(ο)υρ (haute-couture): είναι κατά λέξη η υψηλή ραπτική, και είναι αυτό που φαντάζεσαι, ακριβώς το αντίθετο από το πρετ α πορτέ: ρούχα που φτιάχνονται στο χέρι από δεξιοτέχνες ράφτες και μοδίστρες, και προσαρμόζονται στο σώμα αυτού που θα τα φορέσει. Προφανώς, είναι (πολύ πιο) ακριβά.
Επίσης από τα γαλλικά προέρχονται και πολλές λέξεις που αφορούν τα είδη των υφασμάτων (πιε-ντε-κοκ, πιε-ντε-πουλ, σατέν, μπροκάρ, πικέ, καπιτονέ, βουάλ, σαντιγί, πατισερί κ.λπ.).
Πηγές πληροφοριών: wikipedia, https://www.pelagie.gr – https://www.protagon.gr
- Σκηνή από την ταινία “Μαρία Αντουανέτα” της Σοφία Κόπολα (2006)