16 C
Athens
Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2025

Emily Dickinson, «Ποιήματα»

Αναδημοσίευση ποιημάτων της Έμιλι Ντίκινσον [Emily Dickinson (1830–1886)] από την ανθολογία «Ποιήματα», σε μετάφραση, επιλογή και προλεγόμενα του Κώστα Κουτσουρέλη, η οποία κυκλοφορεί στις 12 Ιουνίου από τις εκδόσεις Κίχλη.

Ἡ ἐπιτυχία εἶν’ πιὸ γλυκιὰ

Ἡ ἐπιτυχία εἶν’ πιὸ γλυκιὰ
γιὰ ἐκείνους ποὺ ἀποτύχαν –
τὸ νέκταρ ἐκτιμοῦν σωστὰ
φαρμάκι ὅσοι γευτῆκαν.

Ὁ πορθητὴς ποὺ τὸν ὑμνοῦν
κραυγὲς οὐρανομήκεις
δὲν νιώθει τόσο καθαρὰ
τὴ σημασία τῆς νίκης

ὅσο ὁ πεσμένος πρόμαχος
ποὺ ἐνώπιον τοῦ θανάτου
ἀκούει τὶς ἄγριες ἰαχές –
τῶν θριαμβευτῶν στ’ αὐτιά του!

Πὲς τὴν Ἀλήθεια ἀλλὰ λοξὰ

Πὲς τὴν Ἀλήθεια ἀλλὰ λοξά,
ὄχι μεμιᾶς, μὲ βία –
τόσο ἔχει φῶτα λαμπερὰ
ποὺ αἰφνιδιάζει ἡ εὐθεία.

Πρέπει ἀργά, ὅπως τὸ παιδὶ
στὴ θύελλα ξεζαρώνει,
νὰ φέγγει ἡ Ἀλήθεια – εἰδεμὴ
τοὺς πάντες τοὺς τυφλώνει.

Ἡ «Ἐλπίδα» εἶν’ πλάσμα μὲ φτερὰ

Ἡ «Ἐλπίδα» εἶν’ πλάσμα μὲ φτερά –
μὲς στὴν ψυχὴ κουρνιάζει,
μὲ δίχως λέξεις τραγουδᾶ,
στιγμὴ δὲν ἡσυχάζει.

Κι ἠχεῖ στὴν μπόρα πιὸ γλυκά –
αἰσχρὴ ἡ θύελλα θά ’ναι
ποὺ τὰ μικρὰ ἀπειλεῖ πουλιὰ
ζεστοὺς ποὺ μᾶς κρατᾶνε.

Τὴν ἄκουσα σὲ κρύες στεριές,
στ’ ἄξενα τὰ πελάγη
καὶ δὲν μοῦ γύρεψε ποτὲ
κὰν μιὰ μπουκιὰ ἀποφάγι.

Μόνο στὸ θάλπος τ’ οὐρανοῦ

Μόνο στὸ θάλπος τ’ οὐρανοῦ
μπορεῖς στ’ ἀλήθεια νὰ τοὺς δεῖς –
στοὺς τόμους σου δὲν θὰ τοὺς βρεῖς,
οἱ ἀληθινοὶ στίχοι πετοῦν.

Ὁ κόσμος δὲν τελειώνει ἐδῶ

Ὁ κόσμος δὲν τελειώνει ἐδῶ –
κάτι Ἄλλο ὑπάρχει πέρα
ἀθέατο σὰν μουσικὴ
ποὺ πάλλει στὸν ἀέρα.

Στὸ νεῦμα του τὰ χάνουμε,
τὸ λογικὸ σαστίζει,
ἀπ’ τὴ φιλοσοφία μας
τί μένει ποὺ ν’ ἀξίζει;

Μάταια τὸ αἴνιγμα πολλοὶ
πάλεψαν νὰ ἐξηγήσουν,
κι ὅσοι ἄνθρωποι μαρτύρησαν
γιὰ νὰ τὸ κατακτήσουν

τοῦ χλευασμοῦ φορέσανε
τὸ ἀκάνθινο στεφάνι.
Σκοντάφτει ἡ Πίστη, καὶ γελᾶ,
καὶ στέκεται ὄρθια πάλι,

ντροπὴ τὴν πιάνει μὴν τὴ δοῦν,
μὲ ζῆλο ξενυχτάει
νὰ βρεῖ ἀποδείξεις, κι ὕστερα
τὸν ἄνεμο ρωτάει.

Γκριμάτσες ἐφημέριου
καὶ ψαλμουδιὲς ἱεράρχη –
δόντι μᾶς σκίζει τὴν ψυχὴ
κι ὄπιο δὲν ὑπάρχει.

Τὰ πάντα ἡ ἀγάπη τὰ μπορεῖ

Τὰ πάντα ἡ ἀγάπη τὰ μπορεῖ,
νεκροὺς δὲν ἀνασταίνει –
δὲν λέω, γιγάντια ἔχει ἰσχὺ
μὰ ἀξίζει ἀλήθεια νὰ σωθεῖ
ἡ σάρκα ἡ πεθαμένη;

Ἐξάλλου ἔχει ἀποκάμει πιά,
ν’ ἀναπαυτεῖ ζητάει –
τὰ μάτια της κρατάει κλειστὰ
ὥσπου τὰ ὁλόφωτα πανιὰ
νὰ βυθιστοῦν στὰ χάη.

Ἅπαξ καὶ ταίρι βρεῖ ἡ ψυχὴ

Ἅπαξ καὶ ταίρι βρεῖ ἡ ψυχὴ
γερὰ τὴν πόρτα φράζει –
ὥριμη τώρα θεϊκὰ
ἄλλον δὲν ξαναμπάζει.

Ψυχρὰ νά ’ρχονται οἱ ἅμαξες
βλέπει ὣς τὸ φτωχικό της,
ψυχρὰ τὸν Αὐτοκράτορα
νὰ σκύβει ἀφήνει ἐμπρός της.

Τὴν ἔχω δεῖ ἀπὸ τὸν λαὸ
Ἕναν μόνο νὰ ὑψώνει –
κι ὅλο τὸν κόσμο ν’ ἀψηφᾶ
μετὰ καὶ νὰ πετρώνει.

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε


Τελευταία άρθρα

- Advertisement -