Πάνω: Manet
Αν αυτό είναι χιούμορ, όπως –εκ των υστέρων- ισχυρίζεται ο κύριος αυτός, τότε εμείς το χάσαμε τελείως. Όχι, δεν το καταλάβαμε! Πειράζει; Ως φαίνεται, δεν είμαστε τόσο έξυπνοι ώστε να αρθούμε στο ύψος (το δυσθεώρητο) του επιπέδου πνεύματος του συγκεκριμένου εκδότη. Κι αν είναι χιούμορ άλλωστε, τότε γιατί το άρθρο απεσύρθη από την ηλεκτρονική έκδοση, τόσο εσπευσμένα; Διαβάστε το και κρίνετε. Πρόκειται πραγματικά για κακόγουστο χιούμορ, για ατυχή στιγμή ή για ασυγχώρητη ανευθυνότητα, αηδιαστική αμάθεια, συμπλεγματική εμπάθεια και επικίνδυνη εμμονή; (Ε.Α.)
Διαβάστε στη φιλοζωική ιστοσελίδα www.zoosos.gr:
Της Ελένης Ηλιοπούλου
Σε μια σελίδα του «Ημερολογίου» του ο Στάθης Τσαγκαρουσιάνος ο εκδότης του περιοδικού Lifo (και lifo.gr) χαρακτηρίζει τις γάτες ως «ελεεινά υποκείμενα» και ζητάει μεταξύ σοβαρού και αστείου να «εκδιωχθούν μαζικά από όπου ζουν καλοί άνθρωποι»…
Ο κ. Τσαγκαρουσιάνος «στολίζει» κάμποσο τα γατιά και τ’ αποκαλεί «μοχθηρό υπόλειμμα αιλουροειδούς» που ουσιαστικά περιμένουν στη γωνία το αφεντικό τους να πεθάνει για να του φάνε το πρόσωπο (!) ενώ γράφει για την «εκδικητική μικρότητα» και τη «νοσηρή λαγνεία» αυτών των πλασμάτων και ότι «πρέπει να εξιλεώνεις τα γατάκια κόβοντας την ουρά τους»!
Σύμφωνα με τον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο «Οι γάτες εμπνέουν μόνο γελοίες μορφές, καραγκιόζηδες» και μάλλον επειδή δεν εμπνέεται από αυτές θεωρεί ότι ο ίδιος δεν είναι ούτε γελοίος ούτε καραγκιόζης… Μάλιστα στο τέλος του άρθρου εύχεται «ο κόσμος γλιτώσει μια για πάντα απ’ την ενοχλητική τους παρουσία».
Όταν οι άνθρωποι των τεχνών και των γραμμάτων – αν ανήκει σε αυτούς ο εν λόγω εκδότης – χαρακτηρίζουν έτσι ζώα, δηλαδή άλλα είδη ζωής, αντιλαμβάνεσαι πρωτίστως την αγραμματοσύνη τους…
Από την ιστοσελίδα www.lifo.gr το επίμαχο κείμενο, που δημοσιεύτηκε στις 11 Νοεμβρίου εξαφανίστηκε σήμερα, προφανώς λόγω του όγκου των διαμαρτυριών που δέχτηκε ο εκδότης. Επειδή όμως τίποτα από το διαδίκτυο δεν εξαφανίζεται ακαριαία εμείς το βρήκαμε και το αναδημοσιεύουμε μόνο και μόνο για να αποκτήσετε την δική σας άποψη επί του θέματος διαβάζοντας το. Σε μια χώρα που μαστίζεται από τα εγκλήματα εις βάρος των ζώων φωνές όπως αυτή, του κατά τα άλλα «εναλλακτικού» εκδότη, ρίχνουν απλά λάδι στη φωτιά.
Πηγή: zoosos
Γιατί οι γάτες είναι ελεεινά υποκείμενα και θα έπρεπε να εκδιωχθούν μαζικά από όπου ζουν καλοί άνθρωποι
Στη λατρεμένη μου Ίρμα, την πρώτη σκύλα μου.
Ποιά γάτα έγινε ποτέ ηρωίδα μυθιστορήματος, όπως ο ηρωικός Μπακ του Τζακ Λόντον; Οι γάτες εμπνέουν μόνο γελοίες μορφές, καραγκιόζηδες όπως ο Παπουτσωμένος Γάτος
Διάβασα κάτι, πριν πολλά χρόνια που μ’ εξοργίζει ακόμα. Ο τεχνοκριτικός Tim Hilton έγραφε στον Independent ένα κατάπτυστο ύμνο στις γάτες, με αφορμή την «αριστοκρατική» γάτα που ζωγράφισε ο Μανέ! Οι γάτες, έλεγε, υπήρξαν μούσες δεκάδων ζωγράφων (αντίθετα απ’ τα σκυλιά) διότι όπως συμφωνεί και ο Μποντλέρ, είναι ταυτόσημες με την έννοια της πρωτοπορίας!
Αν διακρίνετε σε κάθε τραύλισμα την ποίηση ενός πρωτοπόρου και σε κάθε κακοχυμένη μούρη την αφαιρετικότητα ενός Πικάσο –τότε συμφωνώ ότι μπορεί να δείτε στο ηλίθιο βλέμμα μιας γάτας που πλένεται την εκστατική γαλήνη μιας Αφροδίτης που παίρνει το λουτρό της. Αλλά συνήθως θα δείτε απλώς μια γάτα –αυτό το μοχθηρό υπόλειμμα αιλουροειδούς που σύμφωνα με το γιαπωνέζικο μύθο, δεν έκλαψε, μόνον αυτό από τα ζώα, όταν πέθανε ο Βούδας∙ γι’ αυτό και πρέπει να εξιλεώνεις τα γατάκα κόβοντας την ουρά τους, διαφορετικά εμφανίζονται τη νύχτα να χορεύουν με πετσέτες στο κεφάλι και σκοτώνουν το αφεντικό τους, παίρνοντας ύστερα τη μορφή και τους τρόπους του (τέτοια σαπίλα!)
Μια ένδειξη της εκδικητικής μικρότητας (και της νοσηρής λαγνείας) της γάτας είναι τα τραγούδια. Από το Γούναρη ως τους Sex Pistols οι γάτες είναι ισοδύναμες με τα νύχια τους. Στον κινηματογράφο υποκρίνονται είτε τις ανυπεράσπιστες boulevardières της Fontana di Trevi είτε τους ευνούχους δίχως όνομα του Τίφανι’s.
Αντίθετα οι σκύλοι δεν προσποιούνται τίποτα. Έχουν την πιο σπάνια γενναιοδωρία, τον πιο υψηλόφρονα αισθηματισμό ανάμεσα στα ζώα –έχετε ποτέ διανοηθεί Γάτες του Αγίου Βενάρδου; Θα μπορούσαν να υπάρξουν Αστυνομικοί γάτοι; Μη λέμε μλκς…
Ποιά γάτα έγινε ποτέ ηρωίδα μυθιστορήματος, όπως ο ηρωικός Μπακ του Τζακ Λόντον; Οι γάτες εμπνέουν μόνο γελοίες μορφές, καραγκιόζηδες όπως ο Παπουτσωμένος Γάτος –συχνά δε, δεν φτάνουν ούτε γι’ αυτό: είναι απλώς το χαμόγελο μιας γάτας φασματικής, όπως σ’ εκείνο το χοντρό ΠΑΡΑΜΥΘΙ του Λιούις Κάρολ. Δεν θέλω να κατεβάσω τη συζήτηση, αλλά αν θεωρήσουμε ότι ο Άνουβις και η Μπαστέτ πατσίζουν σε θεϊκό επίπεδο, ποιά μορφή γάτας μπορεί ν’ αντισταθμίσει σε ποιητικό επίπεδο τον Άργο του Ομήρου;
Κατά βάθος, ποτέ η γάτα δεν αντιμετωπίστηκε σοβαρά όσο ο σκύλος –ούτε καν από τους λάτρεις της. Όλοι ενδομύχως νιώθουν πόσο επιπόλαιη και αναίσθητη φύση είναι –γι’αυτό και σε όλες τις μνημειωμένες της μορφές παρουσιάζεται σαν ζώο ελαφρών ηθών, σαν πλάσμα του πεζοδρομίου, σαν σημάδι ότι πέφτει η νύχτα, όπως στον Ξένο του Καμί. Στην καλύτερη περίπτωση είναι μια βίζιτα πολυτελείας, φιλάρεσκη και ζηλιάρα –της οποίας τη νωχέλεια οι αδαείς εκλαμβάνουν ως λεπταισθησία. Το γεγονός ότι διαρκώς ποζάρει έχει ενθουσιάσει τους οκνούς φωτογράφους και το γεγονός ότι διαρκώς κοιμάται έχει βολέψει τα οκνά αφεντικά.
Μόνο μια φωτογραφία γάτας έχει για μένα νόημα: ο «Οδυσσέας» του Καρτιέ-Μπρεσόν (ένας γερασμένος, κάπως ξεπουπουλιασμένος γάτος στην πολυθρόνα του -1191) -και μόνο ένας Αθηναίος γάτος δεν κοιμάται ποτέ: ο Διονυσάκης μου. Διαρκώς χοροπηδάει σαν αίλουρος σε καντομπλέ, εφορμά σαν κομάντο αυτοκτονίας στο μολύβι μου, διοργανώνει ολονύκτια πάρτι στην ταράτσα με την καταθλιπτική αδερφή του και το πρωί γαβγίζει να ξυπνήσω. Αυτό μ’ αρέσει πάνω του: είναι σκύλος! (όπως σκύλοι είναι καταβάθος οι γάτες που ζωγράφισε ο Χόγκαρθ). Κι αυτό, ίσως, είναι εκείνο που δεν συγχωρούν στις γάτες από αρχαιοτάτων χρόνων οι σκύλοι: προσποιούνται τις κατοικίδιες για να πιάσουν στασίδι στα σπίτια κι έτσι κλέβουν θέσεις «εργασίας» από τους σκύλους. (Ήρθαν δηλαδή τα άγρια να διώξουν τα ήμερα!). Εξημερώθηκαν, ως γνωστόν, χιλιετίες μετά από αυτούς –αν κι εγώ πιστεύω ότι οι γάτες ποτέ δεν εξημερώθηκαν, απλώς εκφυλίστηκαν. Γι αυτό και τ’ αυτιά τους ποτέ δεν έπεσαν. Μένουν στα σπίτια όπως άλλοι θα πήγαιναν στο σανατόριο: Κάποια στιγμή θα ορμήσουν στο κορόϊδο που τις ταΐζει -αν όχι, περιμένουν την ώρα που θα τον βρουν νεκρό, για να του φάνε το πρόσωπο (το θεωρούν πιο εύγευστο).
Ένας άνθρωπος ονόματι Αντώνας, που έμενε κάποτε ολομόναχος στο Ρούκουνα της Ανάφης (πριν πλακώσουν οι επιπόλαιοι χιψτερς και μασουλήσουν το απαλό νησάκι σα κουνέλια), μου ισχυριζόταν ότι οι γάτες είναι τόσο κακόκεφες στη στεριά, γιατί είναι παλιοί ψαράδες που ναυάγησαν και το κύμα τις ξέβρασε στην ακτή. Γι’ αυτό και μισούν το νερό (τους θυμίζει την κακομοιριά τους) –παρ’ ότι μπορούν να πιάνουν ψάρια στις ακροθαλασσιές με τα δυο τους χέρια, καθώς ξυπνάει μέσα τους το ήθος του ναύτη.
Είναι ίσως η πιο παρηγορητική δοξασία που έχω ακούσει για το θέμα. Σ’ έναν κόσμο όπου οι γάτες έχουν καλύτερες δημόσιες σχέσεις απ’ τον σιχαμένο Τσίπρα, σκέφτομαι ότι υπάρχει έτσι ελπίδα μια μέρα να μπαρκάρουν πάλι οι καριόλες. Ενδεχομένως, ναυαγήσουν πάλι κι ο κόσμος γλιτώσει μια για πάντα απ’ την ενοχλητική τους παρουσία.
Οραματίζομαι την ώρα που θα επισκεφτώ με το σκύλο μου τον υγρό τους τάφο και θα τους ρίξω απ’ την κουβέρτα του κρουαζερόπλοιου μια επιμνημόσυνη ρέγγα.
Πάρτε νά ‘χετε, μαλακισμένες!