Δέσποινα Βουτέρη
Ο παππούς μου και η Αίγινα
“Όταν ήμουν μικρός, είχα την εντύπωση πως ζούσα δυο ζωές. Τη μία το χειμώνα στην Αθήνα, την άλλη τους τρεις μήνες του καλοκαιριού στην Αίγινα. Η Αίγινα για μας τα παιδιά ήταν ο επίγειος παράδεισος. Ο κήπος με τα πεύκα που είχε φυτέψει ο παππούς μας κι η θάλασσα μπροστά στο σπίτι, σε συνδυασμό με τα ωραία γλυκά τού κουταλιού που έφτιαχνε η γιαγιά μου και το ξένοιαστο παιχνίδι όλη μέρα, ήταν η απόλυτη ευτυχία”, γράφει ο παππούς μου, Κωνσταντίνος Δεκαβάλλας, στα απομνημονεύματά του.
Η αγάπη του για την Αίγινα δεν σταμάτησε ποτέ και δεν περιορίστηκε μόνο στις καλοκαιρινές διακοπές. Το 1974 μαζί με πολλούς σημαντικούς ανθρώπους, συμμετείχε στην ίδρυση του συλλόγου Φίλοι της Αίγινας, που στόχος του ήταν η αντιμετώπιση προβλημάτων του νησιού. Ενδεικτικά: οι πιέσεις από τότε για μονάδα βιολογικού καθαρισμού των λυμάτων, απαραίτητο έργο που ακόμη εκκρεμεί, καθώς και η μετατροπή της παραλιακής οδού σε ήπιας κυκλοφορίας έως τον Αγ. Βασίλη, και η απόδοσή της στους πεζούς και τα ποδήλατα. Δυστυχώς, όπως αναφέρει ο παππούς μου στα απομνημονεύματά του, πολλές από τις προσπάθειες τού συλλόγου απέβησαν άκαρπες, σχετικά δε με την πρότασή τους να αποκατασταθεί το Καποδιστριακό Ορφανοτροφείο και να λειτουργήσει ως πολιτιστικό κέντρο, γράφει:
“Για να το πετύχουμε αυτό επισκεφθήκαμε τον Γιώργο Μαγκάκη που ήταν Υπουργός Δικαιοσύνης. Ο Μαγκάκης, παλιός συμμαθητής της αδελφής μου της Λίζας, μας υποδέχθηκε εγκάρδια, μας άκουσε και φρόντισε σε ελάχιστο χρονικό διάστημα όχι μόνο να απομακρυνθούν οι φυλακές, αλλά να βρεθεί και σημαντικό χρηματικό ποσόν για την κάλυψη των δαπανών της μετατροπής τους σε Πολιτιστικό Κέντρο.
Προτού ξεκινήσουν οι εργασίες διασκευής του κτιρίου, ο γαμπρός μου, Τάκης Βουτέρης, πρόλαβε ν’ ανεβάσει την Αυλή των Θαυμάτων του Καμπανέλλη στο αίθριο του Ορφανοτροφείου με Αιγινήτες ερασιτέχνες ηθοποιούς, με άκρα επιτυχία. Αυτό ήταν. Από κει και πέρα τίποτα. Το μεν κτίριο μπορεί να απελευθερώθηκε από τις φυλακές, αλλά Πολιτιστικό Κέντρο δεν έγινε.”
Παράλληλα ο παππούς μου από το 1968, έχοντας ήδη ολοκληρώσει πολλά αρχιτεκτονικά έργα, ξεκίνησε να αναλαμβάνει τον σχεδιασμό κτιρίων και στην Αίγινα. Τη διασκευή σπογγαποθήκης Μπράουν σε ξενοδοχείο, την κατοικία στην Περιβόλα, τη διώροφη κατοικία στα Πλακάκια, την κατοικία στην Αγία Μαρίνα, και μια μελέτη για την αποκατάσταση και επανάχρηση του Δημοτικού Θεάτρου. Κυριότερο όμως έργο του στην Αίγινα θεωρούσε το σπίτι διακοπών που σχεδίασε για τον ίδιο και την οικογένειά του. Η κατοικία βρίσκεται στο οικόπεδο που αποτελούσε τμήμα του κτήματος με τις φιστικιές του παππού του, Νίκου Περόγλου, ακριβώς μπροστά στη θάλασσα. Είναι η πιο μικρή σε κλίμακα παραθεριστική κατοικία που έχει σχεδιάσει και κατά τον ίδιο η πιο επιτυχημένη αρχιτεκτονικά.
Το σπίτι αποτελείται από το διαμπερές καθιστικό, δύο υπνοδωμάτια και τον κεντρικό πυρήνα κουζίνας, λουτρών. Ο βορινός τοίχος από πουρί, τον τοπικό πορόλιθο της Αίγινας, σε συνδυασμό με την κληματαριά, συμβάλλει στο δροσισμό του σπιτιού και το προστατεύει από τον άνεμο το χειμώνα και τον δυτικό ήλιο το καλοκαίρι.
Τα μεγάλα ανοίγματα με συρόμενα κουφώματα σε όλους τους χώρους, όχι μόνο κάνουν το σπίτι φωτεινό και δροσερό, αλλά συμβάλλουν στην ενοποίηση τού μέσα με το έξω. Έτσι, είτε κάθεται κανείς μέσα στο σπίτι είτε ακόμα και στην πίσω αυλή, απολαμβάνει την καδραρισμένη θέα στη θάλασσα και το Αγκίστρι. Παράλληλα, με την ενιαία πλακόστρωση εξωτερικά και εσωτερικά και τη σύνδεση τής πέργκολας με την οροφή του σπιτιού από εμφανές σκυρόδεμα, επιτείνεται η εντύπωση ότι ο χώρος της κατοικίας αποτελεί τη συνέχεια του κήπου. Στην ουσία η κατοίκηση γίνεται στο ύπαιθρο, δίνοντας ακόμα μεγαλύτερη έμφαση στο λόγο για τον οποίο σχεδιάστηκε το σπίτι αυτό: οι καλοκαιρινές διακοπές, όπου όλες οι καθημερινές δραστηριότητες γίνονται σε αμεσότητα με τη θάλασσα. Το σπίτι παρεμβάλλεται σαν ένα καταφύγιο που προσφέρει μονάχα τις απαραίτητες ανέσεις, χωρίς να διακόπτει τη θέα και τον διαμορφωμένο περιβάλλοντα χώρο.
Σ’ αυτήν την κατοικία γίνονται πολύ φανερές οι αρχιτεκτονικές επιλογές του Κωνσταντίνου Δεκαβάλλα, όπου βιοκλιματικές στρατηγικές της λαϊκής αρχιτεκτονικής (κληματαριές, τοπικά υλικά όπως το πουρί, ασβεστωμένες εξωτερικές λιθοδομές, πλακόστρωτο κ.α.) συνδυάζονται με εκείνες του μοντέρνου κινήματος (εμφανές μπετόν, μεγάλα ανοίγματα, μεγάλοι ενιαίοι χώροι κ.α.). Επιλογές που, όπως κι ο ίδιος πάντοτε έλεγε, συνοδεύουν όλο το έργο του από τη μικρή κλίμακα έως τη μεγάλη.
Η μελέτη έγινε το 1970 και η κατοικία ολοκληρώθηκε το 1972. Έκτοτε όλη η οικογένεια περνούσαμε τις διακοπές του Πάσχα και του καλοκαιριού σ’ αυτό το σπίτι. Εκεί ο ίδιος έκανε ιστιοπλοΐα με το μικρό του σκαφάκι, ποδήλατο, κολύμπι, και βέβαια σχεδίαζε ακατάπαυστα στο σχεδιαστήριό του με θέα τη θάλασσα. Από τις αγαπημένες του ασχολίες τα καλοκαίρια στην Αίγινα ήταν και τα μαστορέματα στον κήπο και το σπίτι. Μάλιστα στη μια άκρη του καθιστικού είχε εγκαταστήσει ένα μεγάλο επαγγελματικό μαραγκούδικο πάγκο που του είχε χαρίσει ένας μαραγκός με τον οποίο είχαν πολύχρονη συνεργασία! Στους μαστόρους είχε πάντοτε μεγάλη εκτίμηση κι έλεγε ότι μάθαινε πολλά από αυτούς. Εκτιμούσε ιδιαίτερα τον Ηλία Γεννίτσαρη και τον αδελφό του, που έχτισαν τα περισσότερα απ΄ τα σπίτια που σχεδίασε στην Αίγινα. Μάλιστα έλεγε ότι ο Μαστρο-Λιάς του έμαθε να φτιάχνει τζάκια.
Από τις πρώτες μου και πιο αγαπημένες αναμνήσεις είναι και τα δικά μας καλοκαίρια με τον αδερφό μου στο σπίτι αυτό στην Αίγινα, όπου μέναμε για πάνω από ένα μήνα με τη γιαγιά μας την Ντέιζη και τον παππού. Κι οι δυο τους ήταν πάντα πολύ κοντά μας. Τα πρωινά όσο εμείς ακόμα κοιμόμασταν, εκείνος κατέβαινε με το ποδήλατο στην Πόλη για να ψωνίσει ψωμί από τον φούρνο και σύκα κι άλλα ζαρζαβατικά από το καΐκι της Νεκταρίας. Αφού επέστρεφε, εμείς μαζί με τη γιαγιά στρώναμε το τραπέζι του πρωινού στην πίσω αυλή και καθόμασταν όλοι μαζί. Θυμάμαι τον παππού να κάθεται στην κούνια με τα κίτρινα μαξιλάρια και καθαρίζοντας τα σύκα να μας διηγείται ιστορίες και να μας λέει ανέκδοτα για ώρες. Τα μεσημέρια συνήθως μαστόρευε κι εμείς τον βοηθούσαμε. Επισκεύαζε τις βάρκες που ο ίδιος είχε φτιάξει, περνούσε με βερνίκι τα ξύλα της πέργκολας, ή έβαφε με μίνιο τα μεταλλικά πλαίσια. Μας έδινε πινέλα, κατσαβίδια, πριόνια και ξύλα και μας έδειχνε πώς να τα χρησιμοποιούμε. Τα απογεύματα μας έπαιρνε μαζί του στο σκαφάκι με το πανί, βγαίναμε στ’ ανοιχτά κοντά στον Φάρο και μας μάθαινε κολύμπι. Το βράδυ μετά το φαγητό παίζαμε όλοι μαζί επιτραπέζια μέχρι τα μεσάνυχτα.
Το καλοκαίρι του 1995 σχεδίαζε μια νέα κατοικία που προοριζόταν για τον αδερφό μου κι εμένα, η οποία θα χτιζόταν αργότερα στο κτήμα πίσω από το σπίτι. Παρόλο που ήμουν μόλις δέκα χρόνων, θυμάμαι που μου έδειχνε τις κατόψεις και ζητούσε τη γνώμη μου, επειδή εγώ θα ήμουν ο μελλοντικός κάτοικος του σπιτιού! Τότε μου φαινόταν φυσικό, αλλά τώρα πια συνειδητοποιώ πως η στάση του απέναντί μας, που δεν μας αντιμετώπιζε σαν παιδιά, αλλά από τόσο μικρή ηλικία μας ενέπλεκε στην αρχιτεκτονική και στις κατασκευές, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην επιλογή μου να ακολουθήσω το επάγγελμά του.
Το καλοκαίρι του 2010, αμέσως μετά την αποφοίτησή μου από τη Σχολή Αρχιτεκτόνων, κάναμε την πρώτη μας συνεργασία για μια νέα κατοικία στην Αίγινα. Η μελέτη αυτή τελικά δεν προχώρησε, αλλά εγώ είχα τη χαρά να αρχίσω από τότε κιόλας να συνεργάζομαι με τον παππού μου. Από το 2013, που μαζί με τη Θάλεια Νινιού και τη Γεωργία Πουλοπούλου, δημιουργήσαμε την ομάδα 4Κ Αρχιτέκτονες και αναλάβαμε πια εμείς το γραφείο του Κωνσταντίνου Δεκαβάλλα στην οδό Κανάρη 14 στο Κολωνάκι, ευτυχήσαμε να τον έχουμε σύμβουλο.
Δεν είναι εύκολο να περιγράψω πόσο τυχερή αισθάνομαι ως εγγονή αλλά και ως αρχιτέκτονας που είχα δίπλα μου αυτόν τον τόσο σημαντικό άνθρωπο. Και δεν μπορώ να υπολογίσω την επιρροή που είχε στη ζωή μου και στην εξέλιξή μου ως αρχιτέκτονας. Αυτό όμως που σίγουρα ξέρω είναι πως τα όσα μου έμαθε και τα όσα έζησα μαζί του ως παιδί αλλά και ως ενήλικας θα με συνοδεύουν πάντοτε στη ζωή μου και στη δουλειά μου.
•Πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Αιγιναία
Arch Points: Νέοι αρχιτέκτονες ζωντανεύουν την άγνωστη Αθήνα