22.7 C
Athens
Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024

Μπέκετ: Η συνήθεια είναι σπουδαίος σιγαστήρας

“Μήπως κοιμόνουνα, όταν οι άλλοι υπόφεραν; Μήπως κοιμάμαι τώρα; Αύριο, άμα ξυπνήσω, ή θα νομίζω πως ξύπνησα, τι θα πω για τούτη τη μέρα; Ότι εγώ κι ο φίλος μου ο Εστραγκόν καθόμασταν σε τούτο το μέρος, μέχρι να νυχτώσει, και περιμέναμε τον Γκοντό; Ότι πέρασε ο Πότσζο με τον αχθοφόρο του και μας μίλησε; Μάλλον. Πόση όμως αλήθεια θα υπάρχει σ΄όλα αυτά; Αυτός δε θα ξέρει τίποτα. Θα μου πει για τις κλωτσιές που έφαγε κι εγώ θα του δώσω ένα καρότο.

Καβάλα σ’ έναν τάφο και δύσκολη η γέννα. Στον πάτο του λάκκου, με το πάσο του, ο νεκροθάφτης βάζει μπρος τον εμβρυουλκό. Έχουμε καιρό να γεράσουμε. Ο αέρας αντιλαλεί τις κραυγές μας.

Αλλά η συνήθεια είναι σπουδαίος σιγαστήρας. Και μένα με κοιτάζει κάποιος τώρα, και για μένα υπάρχει κάποιος που λέει: Κοιμάται, δεν ξέρει τίποτα, άσ’ τον να κοιμηθεί. Δεν μπορώ να συνεχίσω. Τι είπα;”.

Περιμένοντας τον Γκοντό – κριτική παρουσίαση

Απόσπασμα από το “Περιμένοντας τον Γκοντό”
του Σάμιουελ Μπέκετ,
μετάφραση Αλεξάνδρας Παπαθανασοπούλου,
Εκδόσεις Κρύσταλλο, Αθήνα 1984.

Was I sleeping, while the others suffered? Am I sleeping now? Tomorrow, when I wake, or think I do, what shall I say of today? That with Estragon my friend, at this place, until the fall of night, I waited for Godot? That Pozzo passed, with his carrier, and that he spoke to us? Probably. But in all that what truth will there be?
He’ll know nothing. He’ll tell me about the blows he received and I’ll give him a carrot. Astride of a grave and a difficult birth. Down in the hole, lingeringly, the grave digger puts on the forceps. We have time to grow old. The air is full of our cries.
But habit is a great deadener. At me too someone is looking, of me too someone is saying, He is sleeping, he knows nothing, let him sleep on. I can’t go on! What have I said?

Κυρίαρχο χαρακτηριστικό της μπεκετικής πρακτικής είναι η γλώσσα. Θα βοηθηθούμε στο σημείο αυτό από τα σχόλια της Χριστίνας Τσίγγου, που σκηνοθέτησε την παράσταση “Endgame” στο ΚΘΒΕ:

Η γλώσσα του είναι συνάμα λιτή, βίαιη, ελλειπτική […] Δεν τον κρατούν αιχμάλωτο οι γραμματικοί κανόνες: αρχίζει μία φράση στον ενικό, την τελειώνει στον πληθυντικό, αντικαθιστά ένα ρήμα με ένα ουσιαστικό αν νομίζει ότι αυτό βοηθάει. Περνάει από την τέλεια έκφραση του απόλυτου λυρισμού, στη γλώσσα του πεζοδρομίου, στις βωμολοχίες.

Ενδεικτικά από αυτή την άποψη, είναι τα έργα του: Waiting for Godot, L’ Innomable, Endgame. Επιπρόσθετα, η συντριπτική πλειονότητα των θεατρικών του διέπονται από παρόμοια κλιμάκωση του ρυθμού τους. Αρχικά, εκκινούν με ένα δισταγμό, με μία πεισματώδη άρνηση έναρξης της δράσης, όπου βαθμιαία βρισκόμαστε εμβρόντητοι μπροστά σε μία πυρετώδη εξέλιξη των πραγμάτων, με ξέφρενη ταχύτητα εν μέσω ενός θραυσματώδους και παραληρηματικού λόγου (πως μπορούμε να αγνοήσουμε το παραλήρημα στο A Piece of Monologue, του Λάκυ στο Waiting for Godot και φυσικά στο L’ Innomable!) για να καταλήξουμε στο τέλος πάλι κοντά στην πλήρη ακινησία.
Πρέπει να υπογραμμιστεί επίσης η παρουσία της σιωπής ως οργανικό τμήμα του θεάτρου του Μπέκετ. Οι συνεχείς παύσεις διακόπτουν την εξέλιξη της ιστορίας προσδίδοντάς της ένα άκρως κατακερματισμένο πρόσωπο, που αναμφισβήτητα προδίδει με έναν τρόπο την κατάτμηση του ίδιου του κοινωνικού γίγνεσθαι (στην περίοδο της μεταπολεμικής καπιταλιστικής ευημερίας της Δύσης, αλλά και της φρίκης του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όπως θα πούμε παρακάτω). Πρόκειται για κενά, τα οποία ο Μπέκετ σμιλεύει με μοναδική δεξιοτεχνία, δίνοντάς τους και ένα ρευστό χαρακτήρα, σύμφωνα με την άποψη του Τέρυ Ήγκλετον. Αυτή είναι πιθανά η αιτία που έδινε τόσο μεγάλη σημασία στην ακεραιότητα της φωνής των ηθοποιών του και στο ηχόχρωμά της, επιτυγχάνοντας την αρμονική της συνύπαρξη με τις παρατεταμένες σιωπές (ένας από τους αγαπημένους του ήταν ο Μπάστερ Κήτον).

* Ο Σάμιουελ Μπέκετ γεννήθηκε το 1906, μια Μεγάλη Παρασκευή, στο Φόξροκ της Ιρλανδίας (κάπου στα περίχωρα του Δουβλίνου), διαμορφώθηκε ως πνευματική προσωπικότητα κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου και το 1969 πήρε το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ανήκει στη γενιά των δραματουργών (Μπέκετ, Ιονέσκο, Ζενέ, Αντάμωφ, Πίντερ, Άλμπυ) που, μακριά ο ένας από τον άλλο, αρνούνται συγχρόνως τους παραδοσιακούς κανόνες που επί αιώνες δέσμευσαν τη θεατρική έκφραση και που με πλήθος κοινών στοιχείων, αποκρυσταλλώνουν ένα ολοκαίνουριο είδος σκηνικής γραφής. Το πιο γνωστό του έργο και -κατά πολλούς- το σημαντικότερο θεατρικό έργο του 20ου αιώνα, γράφτηκε στα 1948-1949, στα ερείπια της καταστροφής του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ πρωτοπαίχτηκε το 1953, στην αποφασιστική για τις εξελίξεις της σύγχρονης δραματικής τέχνης, δεκαετία του 1960. Ο Ιρλανδός συγγραφέας προτίμησε να γράψει τα αριστουργήματά του στα Γαλλικά, σε μια επίκτητη γι΄αυτόν γλώσσα, προκειμένου να απαλλαγεί από οποιοδήποτε ύφος και να διοχετεύσει την ευφυΐα του, όχι σε στολίδια, αλλά σε μια απόλυτη σαφήνεια και οικονομία έκφρασης, ως αποτέλεσμα μιας οδυνηρής πάλης με το ίδιο του το εκφραστικό μέσο.

Στο «Περιμένοντας τον Γκοντό», την «ιλαροτραγωδία» που περιγράφει τη ζωή δύο ημερών δύο ηρώων και στο οποίο το ζήτημα της αβεβαιότητας αποτελεί ουσία, δεν υπάρχουν «κλειδιά» που βοηθούν στην αποκρυπτογράφηση. Πρόκειται για ένα έργο – ερώτηση, που αναζητά επίμονα απάντηση στα «Ποιος είμαι;» και «Τι σημαίνει όταν εγώ λέω “εγώ”;» και που διαισθητικά παρουσιάζει την αντίληψη του συγγραφέα σχετικά με την ανθρώπινη ύπαρξη. Που στερείται πλοκής -ακόμη πιο ολοκληρωτικά απ’ τα υπόλοιπα έργα του «Θεάτρου του Παραλόγου»- και που επιδοκιμάστηκε από κορυφαίους, μα και ανόμοιους, θεατρικούς συγγραφείς της γενιάς του, όπως ο Ζαν Ανούιγ και ο Θόρντον Ουάιλντερ, οι οποίοι αισθάνθηκαν με την εμφάνισή του, πως το πεδίο της θεατρικής γραφής έπαψε να έχει σύνορα.

Η προστάτις της τέχνης και διάσημη συλλέκτρια έργων τέχνης, Πέγκυ Γκούγκενχαϊμ, είχε πει για τον Μπέκετ πως «είχε διατηρήσει μια τρομερή ανάμνηση της ζωής μέσα στη μήτρα της μητέρας του, απ’ την οποία ποτέ δε λυτρώθηκε». Ο Μπέκετ, που ένιωθε τη ρουτίνα σαν «καρκίνο του χρόνου» και την κοινωνική συναναστροφή ως «σκέτη πλάνη», αποτύπωσε στον «Γκοντό» την τρομακτική σταθερότητα του κόσμου. Όταν ο Alan Schneider, ο πρώτος Αμερικανός σκηνοθέτης του έργου, ρώτησε τον Μπέκετ τι θέλησε να πει με το έργο, έλαβε την απάντηση: «Αν το ήξερα, θα το έλεγα στο έργο». Όταν ο Άγγλος ηθοποιός, που έπαιξε τον Εστραγκόν, Peter Woodthorpe, τον ρώτησε, επίσης, μια μέρα σ’ ένα ταξί, ποιο είναι το θέμα του έργου: «Όλο το θέμα είναι η συμβίωση, Πήτερ· η συμβίωση είναι», απάντησε ο Μπέκετ.

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε


Τελευταία άρθρα

- Advertisement -