Άρθουρ Μίλερ και Μέριλιν Μονρόε: Η στοιχειωμένη σχέση ενός «βασιλικού ζευγαριού»
Η ζωή και το έργο του Άρθουρ Μίλερ είναι λίγο-πολύ γνωστά σε όλους όσοι διαβάζουν βιβλία και παρακολουθούν στο θέατρο, ενώ πολλοί τον γνωρίζουν ως σύζυγο, για κάποια χρόνια, της Μέριλιν Μονρόε.
Ο Άρθουρ Μίλερ είναι ο σημαντικότερος μεταπολεμικός θεατρικός συγγραφέας της Αμερικής, ο οποίος διαμόρφωσε και το παγκόσμιο θέατρο. Τα έργα του ήταν ένα συνεχές σχόλιο για τον τρόπο διακυβέρνησης των ΗΠΑ και ασκούσαν καυστική κριτική στο «αμερικανικό όνειρο». Ασχολήθηκε και με τον κινηματογράφο και τη συγγραφή μυθιστορημάτων, όμως, τα θεατρικά έργα είναι αυτά που καθιέρωσαν το όνομά του παγκοσμίως.
Σε ηλικία 89 ετών, το 2004, ο Άρθουρ Μίλερ, επέστρεψε με ένα νέο θεατρικό έργο για ένα θέμα που τον είχε ήδη απασχολήσει λογοτεχνικά το 1964: τον γάμο του με τη Μέριλιν Μονρόε.
Οι New York Times τον είχαν τότε συναντήσει στο μικρό του διαμέρισμα στο Μανχάταν και μίλησαν μαζί του.
Ήταν τα τελευταία του γενέθλια. Πέθανε τo 2005, στο σπίτι του, στο Κονέκτικατ των Ηνωμένων Πολιτειών. Έπασχε από καρκίνο, πνευμονία και καρδιακό νόσημα. Ήταν ο τελευταίος των μεγάλων θεατρικών συγγραφέων. «Ο θάνατος του εμποράκου», το θεατρικό έργο που του χάρισε, το 1949, το βραβείο Πούλιτζερ, του άνοιξε και τις πόρτες του Μπρόντγουεϊ, σε σκηνοθεσία Ελία Καζάν.
Θεωρείται από τους σημαντικότερους Αμερικανούς συγγραφείς της μεταπολεμικής γενιάς, μαζί με τον Τενεσί Γουίλιαμς. Ο Άρθουρ Μίλερ υπήρξε επιβλητική προσωπικότητα στον χώρο της τέχνης και της πολιτικής. Μέσα στα έργα του αποτύπωσε την Αμερική έτσι όπως τη γνώρισε και τη βίωσε, ενώ το μοτίβο των σχέσεων, της οικογένειας και του θανάτου αποτελούσε μόνιμη αναφορά του.
Αλλά, όπως πολλοί διανοούμενοι, ο Άρθουρ Μίλερ δεν έδειξε πάντα σοφία όταν επρόκειτο για γυναίκες. Όταν το θεατρικό του έργο After the Fall (Μετά την πτώση) ανέβηκε στο Μπρόντγουεϊ το 1964, πολλοί θεατές το βρήκαν σοκαριστικό. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν πώς ένας θεατρικός συγγραφέας, γνωστός για την άκαμπτη συνείδησή του και για τις υψηλές αρχές που προέτασε, μπόρεσε να περιγράψει με τόσο σκληρό τρόπο την πρώην σύζυγό του: τη διασημότερη ξανθιά του Χόλιγουντ, την άτυχη Μέριλιν Μονρόε.
Η Μέριλιν Μονρόε δεν ζούσε πια για να διαμαρτυρηθεί για την ηρωίδα Μάγκι, μια λαϊκή τραγουδίστρια, εθισμένη στα φάρμακα, η οποία τυραννούσε τον σύζυγό της με τρελές απαιτήσεις.
Αυτή η προσωπογραφία, που χωρίς αμφιβολία ήταν της Μέριλιν, δεν ήταν άξια ενός Μίλερ, ενός ανθρώπου που θεωρείτο μεγάλος δραματουργός αλλά και ηθικό υπόδειγμα, η ζωντανή εγγύηση ότι η αξιοπιστία δεν είχε εξαφανιστεί από τη λογοτεχνική βιομηχανία.
Οι αρετές του Άρθουρ Μίλερ δεν ήταν μόνο λογοτεχνικές. Το 1956 είχε παρουσιαστεί μπροστά στην Επιτροπή του Μακάρθι και αρνήθηκε να δώσει ονόματα φιλο-κομμουνιστών, με κίνδυνο να φυλακιστεί: έτσι έγινε από τη μια μέρα στην άλλη ένας ήρωας της αμερικανικής αριστεράς.
Ωστόσο, 18 μήνες μετά την υπερβολική δόση βαρβιτουρικών που οδήγησε τη Μέριλιν στον θάνατο, ανέβαζε ένα θεατρικό στο οποίο έδειχνε δημόσια τις πιο κρυφές αγωνίες της σταρ. Οι φαν της Μέριλιν επέμειναν στο γεγονός ότι είχε πραγματικά προσπαθήσει να γίνει καλή σύζυγος και ότι δεν ήταν το τέρας εγωισμού όπως την έδειχνε ο Μίλερ.
Πού είναι η ευαισθησία του, διερωτήθηκαν οι φίλοι του. Η τρυφερότητά του; Ο ιδεαλισμός του; Η Μέριλιν, έλεγαν, θαύμαζε τον σύζυγό της, είχε στηριχθεί πάνω του για να αποκτήσει κάποια διανοητική ικανότητα και το κοινό τους λάτρευε. Όπως λάτρεψε αργότερα τους Κένεντι στον Λευκό Οίκο, πίστευε ότι αποτελούσαν ένα σχεδόν βασιλικό ζευγάρι.
Γεννημένος το 1915 στη Νέα Υόρκη, ο Μίλερ ήταν το ένα από τα τρία παιδιά μιας μεσαίας εβραϊκής οικογένειας. Ο πατέρας του κατασκεύαζε γυναικεία παλτά και υπέστη οικονομική καταστροφή με αποτέλεσμα να μην μπορέσει να στείλει τον νεαρό Άρθουρ για σπουδές. Εκείνος όμως εργάστηκε σε εργοστάσιο στη Νέα Υόρκη και κατάφερε τελικά να σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν. Άρχισε να γράφει το 1936 και η επιτυχία δεν άργησε να έρθει. Τα θεατρικά του έργα κέρδισαν παγκόσμια φήμη: «Ο θάνατος του εμποράκου», «Ήταν όλοι τους παιδιά μου», «Μετά την πτώση», «Πάνω από τη γέφυρα», «Οι μάγισσες του Σάλεμ», ενώ διασκευάστηκαν σε σενάρια για τον κινηματογράφο. Το 1961 έγραψε τους «Αταίριαστους», που έμελλε να είναι η τελευταία ταινία της Μέριλιν Μονρόε.
Η Μέριλιν Μονρόε (Marilyn Monroe) γεννήθηκε με το όνομα Νόρμα Τζιν Μόρτενσον την 1η Ιουνίου του 1926 στο Γενικό Νοσοκομείο του Λος Άντζελες. Λίγο πριν από τη γέννησή της, ο πατέρας της είχε εγκαταλείψει τη μητέρας της για να μετακομίσει στο Σαν Φρανσίσκο.
Η Μέριλιν μεγάλωσε χωρίς να γνωρίζει ποιος ήταν πραγματικά ο πατέρας της, καθώς η μητέρα της, Γκλάντις, άλλαζε συνεχώς ερωτικούς συντρόφους. Ήταν εξαιρετικά ελκυστική γυναίκα και εργαζόταν ως μοντέρ στα RKO Studios. Λόγω σοβαρών ψυχολογικών προβλημάτων, έχασε τη δουλειά της και πέρασε σχεδόν όλη τη ζωή της μπαινοβγαίνοντας σε διάφορα ιδρύματα. Έτσι, σε ηλικία 9 ετών, η Νόρμα (Μέριλιν) μπήκε σε ορφανοτροφείο και δύο χρόνια αργότερα δόθηκε για υιοθεσία.
Το 1942, στα 16 της, παντρεύτηκε τον 21χρονο τεχνίτη αεροσκαφών Τζέιμς Ντόχερτι. Ο γάμος τους, όμως, κράτησε μόνο πέντε χρόνια, καθώς χώρισαν το 1946. Εν τω μεταξύ, η Μέριλιν είχε ήδη αρχίσει να εργάζεται ως μοντέλο επίδειξης μαγιό και είχε βάψει τα μαλλιά της ξανθά. Μέσω των φωτογραφήσεων προσέλκυσε πολλά βλέμματα, μεταξύ αυτών και του προέδρου της κινηματογραφικής εταιρείας RKO Pictures, που της πρότεινε να κάνει ένα δοκιμαστικό. Ο ατζέντης της, όμως, τη συμβούλεψε να προτιμήσει μία μεγαλύτερη εταιρεία, όπως η 20th Century-Fox.
Το πρώτο συμβόλαιο που υπέγραψε τής απέφερε 125 δολάρια την εβδομάδα, ποσό στο οποίο προστέθηκαν άλλα 25 δολάρια, όταν ανανέωσε τη συμφωνία, έξι μήνες αργότερα. Έκανε το ντεμπούτο της στη μεγάλη οθόνη το 1947, με ένα μικρό ρόλο στην ταινία «The Shocking Miss Pilgrim». Ακολούθησε το 1948 το «Scudda Hoo! Scudda Hay!», όπου εμφανίστηκε σε δύο ή τρεις μικρές σκηνές, οι οποίες περικόπηκαν στο μοντάζ. Την ίδια χρονιά τής δόθηκε ένας καλύτερος ρόλος στο φιλμ «Dangerous Years». Ωστόσο, η Fox αρνήθηκε να της ανανεώσει το συμβόλαιο κι έτσι η Μέριλιν επέστρεψε στο μόντελινγκ, ξεκινώντας παράλληλα μαθήματα υποκριτικής.
Λίγους μήνες αργότερα, η Columbia Pictures την επέλεξε για το ρόλο της Peggy Martin στο «Ladies of the Chorus» (1948), όπου ερμήνευσε δύο τραγούδια. Αν και οι κριτικές ήταν αρκετά καλές για την ερμηνεία της, η ταινία δεν τα πήγε εξίσου καλά και η Columbia την απέρριψε. Έτσι, επέστρεψε και πάλι στο μόντελινγκ.
Το 1949 εμφανίστηκε στην ταινία «Love Happy» των «Ενωμένων Καλλιτεχνών», ενώ την ίδια χρόνια πόζαρε γυμνή για ένα ημερολόγιο διασημοτήτων. Η φωτογράφηση που έκανε το 1953 για το περιοδικό “Playboy” ήταν αυτή που έδωσε ώθηση στην καριέρα της.
Την επόμενη χρονιά συμμετείχε σε τέσσερις ταινίες, αποσπώντας εξαιρετικές κριτικές για τις «The Asphalt Jungle» της MGM και «All About Eve» της Fox. Αν και οι ρόλοι της ήταν αρκετά μικροί, η εκκεντρική αλλά σέξι εμφάνισή της αποτυπώθηκε στη μνήμη των σινεφίλ.

Το 1951 η Μέριλιν πήρε έναν αρκετά μεγάλο ρόλο στην ταινία «Love Nest» (Ερωτική Φωλιά), μέσω της οποίας ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με το ευρύ κοινό. Το εκρηκτικό ταμπεραμέντο της, σε συνδυασμό με την αίσθηση παιδικής αθωότητας που απέπνεε, ενθουσίασε τους θεατές. Το 1952 εμφανίστηκε στο «Don’t Bother to Knock», όπου υποδύθηκε μία διανοητικά ανισόρροπη μπεϊμπισίτερ. Οι κριτικοί δεν ασχολήθηκαν ιδιαίτερα με την ερμηνεία της στην ταινία αυτή. Έκανε, όμως, ιδιαίτερη εντύπωση η εμφάνισή της την ίδια χρονιά στο «Monkey Business» ως πλατινέ ξανθιά, μια εικόνα που αποτέλεσε το «σήμα κατατεθέν» της.
Το 1953 έπαιξε στο «Gentlemen Prefer Blondes», ξετρελαίνοντας τον ανδρικό πληθυσμό. Ανάμεσά τους και ο αστέρας του μπέιζμπολ Τζο ΝτιΜάτζιο, με τον οποίο παντρεύτηκε στις 14 Ιανουαρίου του 1954. Την ίδια χρονιά πρωταγωνίστησε στο «There’s No Business Like Show Business» και ακολούθησε το «The Seven Year Itch» (Επτά Χρόνια Φαγούρα), μία ταινία που ανέδειξε το ταλέντο της στην κωμωδία και περιείχε μία από τις πιο χαρακτηριστικές σκηνές στην ιστορία του κινηματογράφου: τη Μέριλιν Μονρόε να στέκεται πάνω σε μία σχάρα, με τον αέρα να ανασηκώνει το λευκό φόρεμά της.
Έπειτα από εννέα μήνες έγγαμου βίου, τον Οκτώβριο του 1954 η Μέριλιν ανακοίνωσε το διαζύγιό της με τον Ντι Μάτζιο. Την επόμενη χρονιά η Fox διέκοψε τη συνεργασία μαζί της, εξαιτίας της αντιεπαγγελματικής συμπεριφοράς της. Αργούσε μονίμως στα γυρίσματα ή δεν εμφανιζόταν καθόλου, επικαλούμενη πραγματικές ή φανταστικές ασθένειες, και ήταν απρόθυμη να συνεργαστεί με τους παραγωγούς, τους σκηνοθέτες και τους συναδέλφους της ηθοποιούς.
Έπειτα από ένα χρόνο απουσίας, η Μέριλιν Μονρόε επέστρεψε στη μεγάλη οθόνη του 1959 με την απολαυστική κωμωδία «Some Like It Hot» (Μερικοί το προτιμούν καυτό), με τον Τόνι Κέρτις και τον Τζακ Λέμον. Ακολούθησαν το 1960 η ταινία του Τζορτζ Κιούκορ «Let’s Make Love» (Έλα ν’ αγαπηθούμε) με τους Τόνι Ράνταλ και Ιβ Μοντάν και το 1961 το «The Misfits» (Οι Αταίριαστοι), το τελευταίο φιλμ τόσο για τη Μέριλιν Μονρόε όσο και για τον συμπρωταγωνιστή της Κλαρκ Γκέιμπλ, που πέθανε λίγους μήνες αργότερα από καρδιακή προσβολή.
Το 1962 η Fox την επέλεξε για τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο «Something’s Got to Give». Λόγω της συνεχιζόμενης ασυνέπειάς της, όμως, η εταιρεία αποφάσισε να διακόψει τη συνεργασία μαζί της και να μην της δώσει άλλη ευκαιρία. Η καριέρα της κατέρρεε και η Μέριλιν απομονώθηκε στο σπίτι της στο Λος Άντζελες. Το ξημέρωμα της Κυριακής 5 Αυγούστου του 1962 η οικονόμος της τη βρήκε να κείτεται γυμνή στο κρεβάτι της με ένα άδειο μπουκάλι από υπνωτικά χάπια «Nembutal» στο πλευρό της. Ήταν μόλις 36 ετών…
Ο τοπικός ιατροδικαστής, που κλήθηκε για να γνωματεύσει επί των συνθηκών του θανάτου της, απεφάνθη ότι επρόκειτο πιθανότατα για αυτοκτονία. Ο φημολογούμενος ερωτικός δεσμός της, όμως, με τον Τζον Κένεντι και οι αντιδράσεις από το περιβάλλον του Αμερικανού προέδρου κάνουν πολλούς, ακόμα και σήμερα, να πιστεύουν ότι ο φάκελος «Μέριλιν» δεν έπρεπε να κλείσει με την ένδειξη «αυτοκτονία». Κάποιοι είπαν ότι η Μονρόε δεν είχε καμία πρόθεση να αυτοκτονήσει, αλλά πήρε κατά λάθος μια υπερβολική δόση υπνωτικών. Ακόμα περισσότεροι υποστήριξαν ότι ένα τρίτο πρόσωπο της χορήγησε τη μοιραία δόση. Η αλήθεια δεν μαθεύτηκε ποτέ…
Το 1987, όταν εξέδωσε ο Άρθουρ Μίλερ την αυτοβιογραφία του, εξέφρασε τη θλίψη του ότι η Μέριλιν Μονρόε θα μείνει στη συνείδηση όλων μόνο ως σύμβολο του σεξ.
Το «Μετά την πτώση» δεν ήταν το πρώτο έργο του Άρθουρ Μίλερ για τη Μέριλιν. Ήδη, λίγα χρόνια μετά τον γάμο τους είχε γράψει το σενάριο για μια ταινία στην οποία πρωταγωνίστησε η σταρ, «The Misfits» [Οι Αταίριαστοι], ένα μελαγχολικό γουέστερν το οποίο είχε συλλάβει ο Μίλερ για την εκρηκτική σύζυγό του. Λένε ότι ήταν η καλύτερη ερμηνεία της, πιθανόν γιατί εκεί έπαιξε πραγματικά τον εαυτό της. Στην οθόνη ενσάρκωνε τη Ρόζλιν, μια νεαρή και αισθησιακή γυναίκα, με εκρηκτικά ξανθά μαλλιά και ψιθυριστή φωνή, ευάλωτη, και μόνιμα απορημένη. Λίγο χαζή σέξι ξανθιά, με άλλα λόγια.
Η τελευταία ταινία
Οι “Αταίριαστοι” είναι μια ταινία που σκηνοθέτησε ο Τζον Χιούστον, με πρωταγωνιστές τον Καρλ Γκέιμπλ και τη Μέριλιν Μονρόε. Είναι η τελευταία μεγάλη ταινία και για τους δύο σταρ.
Η ιστορία διαδραματίζεται στο πουθενά, στην πόλη Ρένο της Αμερικής και τα πρόσωπα είναι loosers και περιθωριακοί τύποι, χαμένοι στα όνειρά τους, έξω από την ανερχόμενη Αμερική του 1950 και από το «American way of life». Η Ρόζλιν ετοιμάζεται να πάρει διαζύγιο. Καθαρή και ελεύθερη ομορφιά, μην έχοντας καμία σχέση με το περιβάλλον στο οποίο ζει, η Ρόζλιν θα μαγέψει τους άντρες που θα συναντήσει στο δρόμο της. Αυτή η γυναίκα-παιδί, λίγο ανόητη, λίγο χαζο-βαθυστόχαστη, με μοναδικό προσόν την προκλητική ομορφιά της, αυτή ήταν η Μέριλιν Μονρόε για τον Άρθουρ Μίλερ.
Στην προσωπική του ζωή δέσποσε ο γάμος του με τη Μέριλιν Μονρόε (1956), αν και δεν διήρκεσε πολύ (1960), μόνο τέσσερα χρόνια. Είχε προηγηθεί ο γάμος του με τη Μαίρη Σλέτερ, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά. Το 1962 παντρεύτηκε τη φωτογράφο Ίνγκε Μόρατ και απέκτησε μια ακόμη κόρη, τη Ρεμπέκα (σύζυγο σήμερα του ηθοποιού Ντάνιελ Ντέι Λιούις).
Τα φαντάσματα μιας δυστυχισμένης παιδικής ηλικίας
«H Μέριλιν ήταν μια γυναίκα στοιχειωμένη από τα φαντάσματα μιας δυστυχισμένης παιδικής ηλικίας, την οποία δεν κατάφερε να βάλει ποτέ πίσω της και να δει τον κόσμο σαν αναγεννημένη ενήλικη. Κατά τη διάρκεια του έγγαμου βίου μας δεν ήμουν τίποτε περισσότερο από ένας ανήμπορος παρατηρητής, και αφού δεν κατάφερα να τη βοηθήσω, ήταν επόμενο να στραφεί σταδιακά εναντίον μου. Ήταν η πιο δυστυχισμένη γυναίκα που γνώρισα ποτέ στη ζωή μου και όλα όσα βίωσα μέσα σε αυτά τα τέσσερα χρόνια ήταν εξίσου έντονα με τα μεγαλύτερα δράματα που έχει επινοήσει η πένα μου», ρίχνοντας, ουσιαστικά, όλο το άδικο για τον ατυχή γάμο τους στη Μέριλιν.
Στις 29 Ιουνίου 1956 σ’ ένα δικηγορικό γραφείο της Νέας Υόρκης παντρεύτηκαν μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας ο Άρθουρ Μίλερ και η Μέριλιν Μονρόε. Ο λαμπρός θεατρικός συγγραφέας και το απόλυτο σύμβολο του σεξ. Ο τυχερός γαμπρός ήταν 41 ετών και η νύφη 30. Ο μύθος του Πυγμαλίωνα αναβίωνε στη σύγχρονη Αμερική, που εξεπλάγη μόλις έμαθε το νέο. Η δημοσιότητα, κατόπιν εορτής, μεγάλη. Οι κακές γλώσσες δεν έδιναν μεγάλη διάρκεια στον γάμο, εξαιτίας των διαφορετικών χαρακτήρων των νεονύμφων.
Ο Μίλερ και η Μονρόε γνωρίστηκαν το 1951, όταν και οι δύο ήταν παντρεμένοι. Είχαν έναν εφήμερο έρωτα, αλλά φρόντισαν να κρατήσουν τη φλόγα αναμμένη έως το 1956, όταν ενώθηκαν με τα δεσμά του γάμου, κουβαλώντας ένα διαζύγιο ο Μίλερ και δύο η Μονρόε.
Λίγο μετά το γάμο, ο Μίλερ φρόντισε να ξεκαθαρίσει το πλαίσιο της σχέσης του: «Η Μέριλιν θα γυρίζει μία ταινία κάθε 18 μήνες, τα γυρίσματα της οποίας δεν θα διαρκούν πάνω από 2 μήνες. Το επόμενο διάστημα θα είναι η σύζυγός μου και το εννοώ θα είναι πλήρους απασχόλησης». Ανόητο πλαίσιο για έναν διανοούμενο.
Ωστόσο η σταρ ήταν αλλιώς μαθημένη στη ζωή της. Και φρόντισε να το συνεχίσει, ακολουθώντας τους εξωστρεφείς ρυθμούς της, που δεν συμβάδιζαν αναγκαστικά με την «εσωστρέφεια» ενός συγγραφέα. Το ζευγάρι σύντομα μετακόμισε στο Λονδίνο, όπου η Μέριλιν γύρισε με τον Λόρενς Ολίβιε την ταινία «Ο Πρίγκιπας και η Χιονάτη».
Αποξένωση
Το ζευγάρι, όμως, χρόνο με το χρόνο αποξενωνόταν. Ο Μίλερ αφοσιώθηκε στη δουλειά του και η Μέριλιν το έριξε στο ποτό. Ο διαφορετικός τρόπος ζωής και των δύο προκάλεσε τελικά ανεπανόρθωτη ρήξη στη σχέση τους. Από τον Νοέμβριο του 1960 βρίσκονταν σε διάσταση, γεγονός που φάνηκε και στα γυρίσματα της ταινίας του Τζον Χιούστον «Οι αταίριαστοι» («The Misfits»), όπου η Μέριλιν παραλίγο να τινάξει όλη την παραγωγή στον αέρα με την εσωστρεφή συμπεριφορά της, ενώ κάθε απόγευμα αδυνατούσε να παίξει γιατί ήταν μεθυσμένη.
Στα γυρίσματα της ταινίας ο απογοητευμένος Μίλερ βρήκε παρηγοριά στην αγκαλιά της 37χρονης Αυστριακής φωτογράφου Ίνγκε Μόρατ, κόβοντας κάθε γέφυρα επικοινωνίας με τη γυναίκα του. Το διαζύγιο ήταν η μόνη λύση και βγήκε με συνοπτικές διαδικασίες στο Μεξικό στις 24 Ιανουαρίου 1961, με την κλασική αιτιολογία της ασυμφωνίας χαρακτήρων.
Ήδη, όμως, η Μέριλιν Μονρόε είχε πάρει την κατιούσα και ένα χρόνο αργότερα βρέθηκε νεκρή από υπερβολική χρήση βαρβιτουρικών, λίγο μετά την επανασύνδεσή της με τον δεύτερο σύζυγό της Τζο Ντι Μάτζιο και αφού, εν τω μεταξύ, είχε μια μικρή ερωτική περιπέτεια με τον Αμερικανό πρόεδρο Τζον Κένεντι. Ο Άρθουρ Μίλερ παντρεύτηκε σε τρίτο γάμο την Ίνγκε Μόρατ (που είναι μάλλον το αντίθετο της Μέριλιν, από κάθε άποψη) και έζησαν μαζί έως τον θάνατό της το 2002.
Πέντε δεκαετίες μετά τον θάνατό της, το 2010, η Μέριλιν Μονρόε ξεδιπλώθηκε μέσα από τις λέξεις της: μια γυναίκα αυτοκαταστροφική, ανασφαλής και στοχαστική που φοβάται μη χάσει τα λογικά της, ειδικά την περίοδο που ήταν παντρεμένη με τον Άρθουρ Μίλερ και μετά το διαζύγιό τους.
Τα γραπτά της, τα οποία εκδόθηκαν με τον τίτλο «Αποσπάσματα» και πρόλογο του γνωστού συγγραφέα Αντόνιο Ταμπούκι, αποκαλύπτουν πως τα τελευταία χρόνια της ζωής της η ανεπανάληπτη σταρ μελετούσε με πάθος. Μέσα στην απελπισία της επικαλείται τον λογοτέχνη Τζον Μίλτον και τον Σίγκμουντ Φρόιντ. Η φωνή της ηθοποιού ηχεί μέσα από σημειώματα, γράμματα και ποιήματα που κληροδότησε στον Λι Στράσμπεργκ, τον δάσκαλο υποκριτικής.
«Πόσο θα ήθελα να είμαι νεκρή…»
(Η Μέριλιν Μονρόε έγραφε ποιήματα. Τα έδειχνε μόνο στους στενούς της φίλους, εκ των οποίων ο Νεοϋορκέζος συγγραφέας Νόρμαν Ρόστεν που έλεγε γι’ αυτήν: «Είχε το ένστικτο και τα αντανακλαστικά του ποιητή, αλλά της έλειπε η τεχνική»)
Πόσο θα ήθελα- να μην υπάρχω καθόλου.
Να φύγω μακριά από ‘δω, απ’ όλα. Όμως, πώς θα μπορούσα να το κάνω;
Υπάρχουν πάντα γέφυρες _ η γέφυρα του Μπρούκλιν. Αλλά αγαπώ αυτήν τη γέφυρα (από κει όλα είναι τόσο όμορφα και ο αέρας είναι τόσο καθαρός). Όταν τη διασχίζεις, φαντάζει γαλήνια, ακόμη και με όλα τα αυτοκίνητα να περνούν σαν τρελά. Θα έπρεπε, λοιπόν, να είναι μια άλλη γέφυρα. Μια γέφυρα άσχημη και χωρίς θέα. Όμως αγαπώ κάθε γέφυρα _ έχουν κάτι, και εκτός αυτού δεν έχω δει ποτέ άσχημη γέφυρα.
«Δεν μπορούμε να αγαπήσουμε τον άλλο»
(Τον Ιούνιο του 1956, το ζευγάρι Μίλερ – Μονρόε εγκαθίσταται στο Λονδίνο, στο διαμέρισμα του Πάρκσαϊντ Χάουζ. Εκεί, διαβάζοντας το ημερολόγιο του άντρα της, η Μέριλιν διαπιστώνει πως τον έχει απογοητεύσει και πως ο Μίλερ αμφιβάλλει για τον έρωτά τους).
Νομίζω πως κατά βάθος πάντα φοβόμουν την ιδέα να είμαι γυναίκα κάποιου, γιατί έμαθα από τη ζωή ότι δεν μπορούμε να αγαπήσουμε τον άλλο, ποτέ, αληθινά.
«Βοήθεια»
(Το 1958, μετά τον αποτυχημένο γάμο της με τον Άρθουρ Μίλερ).
Ύστερα από έναν χρόνο ψυχανάλυσης. Βοήθεια. Βοήθεια. Αισθάνομαι τη ζωή να πλησιάζει ενώ το μόνο που θέλω είναι να πεθάνω…
«Πώς να ενσαρκώσω ένα κορίτσι τόσο ευτυχισμένο;»
Είμαι ανήσυχη, νευρική, συγχυσμένη, ανάστατη (…) Παραλίγο να πετάξω ένα ασημένιο πιάτο. Παραλίγο να κάνω εμετό το φαγητό μου. Είμαι κουρασμένη. Ψάχνω έναν τρόπο να παίξω αυτόν τον ρόλο. Η ζωή μου ολόκληρη με αποκαρδιώνει. Πώς θα μπορούσα να ενσαρκώσω ένα κορίτσι τόσο χαρούμενο, νέο και γεμάτο ελπίδες;..
(Αποσπάσματα από γράμμα στον δρα Γκρίνσον, από την κλινική του Πανεπιστημίου Κολούμπια, όπου νοσηλεύθηκε έναν χρόνο προτού βάλει τέλος στη ζωή της).
***
After the Fall (Μετά την πτώση) του Άρθουρ Μίλερ / Απόσπασμα
Νομίζω ότι είναι λάθος να ψάχνεις την ελπίδα έξω από τον εαυτό σου. Τη μια μέρα το σπίτι μυρίζει φρεσκοψημένο ψωμί και την άλλη καπνό και αίμα. Τη μια μέρα λιποθυμάς επειδή ο κηπουρός έκοψε το δάχτυλό του. Μια βδομάδα αργότερα δρασκελίζεις πτώματα παιδιών στον βομβαρδισμένο υπόγειο. Τι ελπίδα μπορεί να υπάρξει αν τα πράγματα είναι έτσι;
Γύρω στο τέλος του πολέμου προσπάθησα να πεθάνω. Κάθε νύχτα το ίδιο όνειρο ξαναγυρνούσε, μέχρι που δεν τολμούσα πια να κοιμηθώ και αρρώστησα. Έβλεπα πως είχα ένα παιδί. Αλλά ακόμη και μέσα στο όνειρο καταλάβαινα πως το παιδί ήταν η ζωή μου και ήταν καθυστερημένο και προσπαθούσα να φύγω μακριά του. Αυτό όμως επέμενε να ανεβαίνει στην αγκαλιά μου και να γαντζώνεται στα ρούχα μου, μέχρι που κάποια στιγμή σκέφτηκα ότι, αν μπορούσα να το φιλήσω, να φιλήσω ό,τι μέσα του ήταν δικό μου, θα μπορούσα να ξανακοιμηθώ. Έτσι έσκυψα πάνω στο τσακισμένο πρόσωπό του. Ήταν φριχτό. Μα το φίλησα. Νομίζω, Κουέντιν, πως πρέπει να πάρει κανείς τη ζωή του στην αγκαλιά του και να τη φιλήσει.
***
- Πηγές πληροφοριών: www.newworldencyclopedia.org, el.wikipedia.org, i.efimerida.gr, SanSimera.gr