11.6 C
Athens
Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2025

Alfred Stieglitz: Ο πρωτοπόρος που επέβαλε τη φωτογραφία ως μορφή τέχνης ισάξια με τις άλλες

Επιμέλεια: Ειρήνη Αϊβαλιώτου

«Κατά τη γνώμη μου, το πιο δύσκολο ζήτημα στη φωτογραφία είναι να μάθει κανείς να βλέπει. Όλα τα άλλα είναι σχετικώς απλά, και ο άνθρωπος μπορεί να μάθει να βλέπει μόνο μέσω της σύγκρισης, μέσω της αντιδιαστολής. Αυτή είναι η μεγαλύτερη προσπάθεια που μπορεί να καταβάλει ένας καλλιτέχνης». / Άλφρεντ Στίγκλιτζ

 

 

Ο Αμερικανός Alfred Stieglitz γεννήθηκε το 1864 στο Hoboken του New Jersey των ΗΠΑ, από γονείς γερμανοεβραϊκής καταγωγής.
Θεωρείται ένας από τους πρωτοπόρους δημιουργούς και υποστηρικτές της λεγόμενης «μοντέρνας φωτογραφίας», όχι μόνο επειδή ήταν και ο ίδιος φωτογράφος, αλλά περισσότερο γιατί είχε τις ιδιότητες του εκδότη, του συγγραφέα και του γκαλερίστα παράλληλα.

Ο Stieglitz μετακόμισε με την οικογένειά του στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης το 1871 και στη Γερμανία το 1881. Εγγεγραμμένος από το 1882 ως φοιτητής μηχανολογίας στο Technische Hochschule (Τεχνικό Λύκειο) στο Βερολίνο, ήρθε σε επαφή για πρώτη φορά με τη φωτογραφία, όταν πήρε ένα μάθημα φωτοχημείας το 1883.

Σημεία – σταθμοί στη σταδιοδρομία του ήταν η ίδρυση τόσο του φωτογραφικού περιοδικού «Camera Work» όσο και του εκθεσιακού χώρου «291» στη Νέα Υόρκη στις αρχές του 1900.

Ο Stieglitz αγωνίστηκε σε όλη του τη ζωή για την αναγνώριση της φωτογραφίας ως μιας μορφής τέχνης ισάξιας με τις υπόλοιπες. Οι φωτογραφίες του Stieglitz καλύπτουν μια περίοδο 60 χρόνων. Στην αρχή και γοητευμένος από το νέο αυτό εκφραστικό μέσο, πειραματίστηκε πολύ χρησιμοποιώντας τη μηχανή του κάτω από βροχή, χιόνι ή με ελάχιστο φως τη νύχτα.

Φωτογραφίζει συστηματικά τη μετέπειτα γυναίκα του, Αμερικανίδα ζωγράφο, Georgia O’Keefe. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του φωτογραφίζει και πάλι στα μέρη που είχε πατήσει ξανά έπειτα από πολλά χρόνια σπουδών, φωτογραφίζοντας τους δρόμους, τα κτήρια και τα πρόσωπα της Νέας Υόρκης.

Ο Alfred Stieglitz, μέσω των φωτογραφιών του, απορρίπτει τις αισθητικές υπερβολές του Πικτοριαλισμού και είναι υπέρ της αρετουσάριστης (μη επεξεργασμένης) εικόνας. Για το λόγο αυτό, δεν χρησιμοποιεί οπτικές τεχνικές και ειδικά εφέ. Επιλέγει να παρουσιάσει με αμεσότητα το θέμα, στηριζόμενος στη διαύγεια και στην απόδοση των λεπτομερειών.

Ο Άλφρεντ Στίγκλιτζ (1 Ιανουαρίου 1864 – 13 Ιουλίου 1946) υπήρξε επαναστατικός καλλιτέχνης, πρωτοποριακός φωτογράφος, ένας πραγματικός ηγέτης στην καλλιτεχνική μεταμόρφωση και αλλαγή. Αναμφισβήτητα βοήθησε πολύ τη φωτογραφία και ήταν ένας από τους καθοριστικούς παράγοντες ώστε η φωτογραφία να αρχίζει να αποκτά και μια ανώτερη καλλιτεχνική υπόσταση.

Θεωρείται ένας πραγματικός γίγαντας του αμερικανικού μοντερνισμού, ο οποίος εισήγαγε με την τέχνη του τα εντυπωσιακά πλάνα του ασπρόμαυρου περιβάλλοντος με τις τρομερές φωτοσκιάσεις αλλά και τις τεχνολογικά πρωτοποριακές εκτυπώσεις με πλατίνα, παλλάδιο και ασημένια ζελατίνη. Σε ολόκληρο το σπουδαίο έργο του συναντάμε εντυπωσιακά παραδείγματα εικόνων και εκτυπώσεων.

Το Μουσείο Καλών Τεχνών (MFA), στη Βοστόνη, με μια εξαιρετική έκθεση «Alfred Stieglitz and Modern America» από 36 συνολικά φωτογραφίες του -που όλες ανήκουν στο μουσείο- το 2017 τίμησε το έργο αυτού του μεγάλου ιμπρεσάριου της φωτογραφίας.

Παρουσιάζονται απόψεις της πόλης της Νέας Υόρκης, καθώς και προσωπογραφίες και τοπία που τράβηξε ο καλλιτέχνης στο σπίτι της οικογένειάς του στη λίμνη George.

Πολλές από τις φωτογραφίες του δωρήθηκαν από τον ίδιο στο μεγάλο μουσείο της Βοστόνης το 1924, καθιστώντας το ένα από τα πρώτα μουσεία στις ΗΠΑ που τοποθέτησε στις συλλογές του τη φωτογραφία ως τέχνη.

Οι φωτογραφίες, πραγματικά έργα τέχνης, με τις απόψεις της Νέας Υόρκης, αποκαλύπτουν το ενδιαφέρον του καλλιτέχνη για την πόλη.

 

 

Την πόλη με την εφευρετική ματιά του καλλιτέχνη, που στα πλάνα του εξερευνά πώς αποτυπώνονται η βροχή, το χιόνι, το σκοτάδι και πώς επιδρούν γραφικά στις εκτυπώσεις του παρεμβαίνοντας με φωτοσκιάσεις.

Αιχμαλωτίζει το πλάνο και πειραματίζεται με τα υλικά. Βλέπουμε πώς παίζει με το φως και τη νύχτα και επικεντρώνεται στη γεωμετρία των αρχιτεκτονικών δομών της μητρόπολης, αφού είναι η εποχή που οι ουρανοξύστες κατακτούν τους αιθέρες και η νεωτερικότητα απλώνεται παντού.

 

 

Στα πορτρέτα που εκτέθηκαν περιλαμβάνονταν και δέκα εικόνες από την υπέροχη σειρά φωτογραφιών της γυναίκας του, της διάσημης ζωγράφου Georgia O’Keeffe – μάλιστα αντικατοπτρίζουν ιδανικά τη ζωή της σύγχρονης γυναίκας εκείνης της εποχής αλλά και υποδηλώνουν τη στενή συναισθηματική σχέση τους.

Η O’Keeffe επίσης το 1950 είχε δωρήσει μεγάλο αριθμό έργων του συζύγου της στο μουσείο, τα οποία αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο της συλλογής φωτογραφιών του αλλά και δίνουν τη δυνατότητα στους επισκέπτες του να ερευνήσουν συνολικά την αριστουργηματική σταδιοδρομία του δημιουργού. Αυτά τα πορτρέτα συνοδεύονται από πρόσθετες φωτογραφίες μελών της οικογένειάς τους και των φίλων τους.

 

 

 

Οι εικόνες από την ύπαιθρο στο σπίτι της οικογένειας στη λίμνη George περιλαμβάνουν, εκτός από τα πλάνα της οικογενειακής ιδιοκτησίας, και τις καθημερινές δραστηριότητες μέσα σ’ αυτήν.

Βέβαια αυτό που όλοι θαυμάζουμε είναι μια σειρά από μυστικιστικές μελέτες σύννεφων που ο Στίγκλιτζ αποκαλεί «equivalents» (ισοδύναμα), τα οποία διερευνούν την ερμηνεία των εσωτερικών σκέψεων και καταστάσεων, των συναισθηματικών διεργασιών και των προβληματισμών του ανθρώπου αλλά και των αναζητήσεων της ύπαρξης γενικότερα.

 

 

Για τον Στίγκλιτζ, η κάμερα ήταν ένας ιδανικός γάμος της τέχνης και της τεχνολογίας, ένα όργανο ριζοσπαστισμού ικανό όχι μόνο να καταγράφει την αλήθεια μιας στιγμής, αλλά να αξιοποιεί το πνεύμα μιας κίνησης.

Διερευνά την υλικότητα, αλλά γίνεται και περισσότερο αφηρημένος, χρησιμοποιώντας με τον φακό του προοπτικές, δραματικό φως και βαθιά σκιά για να ενισχύσει τις μοναδικές γεωμετρίες όταν αιχμαλωτίζει τη στιγμή.

 

 

Όλα τα έργα του φέρνουν αυτή την πολύτιμη ματιά, την τολμηρή του σφραγίδα και φωτίζουν τη δύναμη που είχε ως πρωτοπόρος στον αμερικανικό μοντερνισμό και στις βαθιές πολιτισμικές αλλαγές που επέφερε.

Πέθανε το 1946 στη Νέα Υόρκη.

 

 

 

Άλφρεντ Στίγκλιτζ: Σημειώσεις για τη φωτογραφία (αποσπάσματα)

“Έχω κάνει τα πάντα για τη φωτογραφία· δεν μένει παρά να θυσιάσω και το σώμα μου γι’ αυτήν. Το πάθος μου για την αγαπημένη μου τέχνη είναι τώρα μεγαλύτερο από ποτέ. Δίνω τούτη τη μάχη σαράντα ολόκληρα χρόνια και θα την πάω μέχρι το τέλος, μόνος μου και χωρίς χρήματα αν χρειαστεί. Δεν είναι μια μάχη για τη φωτογραφία ούτε για τους φωτογράφους, έτσι γενικά. Άλλωστε και τις φωτογραφίες μου δεν τις υπογράφω. Δεν αγωνίζομαι για να “κάνω όνομα”. Ίσως να έχετε καταλάβει ποια είναι αυτή η μάχη. Είναι ένας αγώνας οικουμενικός. Μπορεί να ακούγεται τρελό. Το ίδιο τρελό ακούγεται κάθε τι πνευματικό που γεννιέται αυτή την εποχή της βασιλείας του υλισμού.
Αυτό που αληθινά, βαθιά, με ενδιαφέρει στη φωτογραφία δεν είναι η επαγγελματική της πλευρά -τι χυδαίος όρος!- αλλά η διάσταση της τέχνης που λαμβάνει χώρα στο εσωτερικό της, μυστικά, ως αποτέλεσμα της βαθύτερης εσωτερικής εμπειρίας, και αυτή είναι η φωτογραφική τέχνη που ζει στο χρόνο”.

 

 

“Αν χάνονταν όλες μου οι φωτογραφίες και έμενε μόνο μία να με αντιπροσωπεύει, με τη The Steerage θα ήμουν ικανοποιημένος”.

“Αρχές Ιουνίου του 1907, αποφασίσαμε με την οικογένειά μου να ταξιδεύσουμε στην Ευρώπη. Η γυναίκα μου επέμενε να πάμε με το πλοίο Kaiser Wilhelm II -το πιο μοδάτο πλοίο του North German Lloyd. Προορισμός μας ήταν το Παρίσι. Πόσο μισούσα την ατμόσφαιρα της πρώτης θέσης του πλοίου! Ήταν αδύνατο να αποφύγει κανείς τους νεόπλουτους. Τις πρώτες μέρες καθόμουν συνεχώς στις καρέκλες του καταστρώματος -με τα μάτια κλειστά. Με αυτόν τον τρόπο απέφευγα να βλέπω πρόσωπα που θα μου προκαλούσαν ανατριχίλες -αυτές οι φωνές, και αυτά τα Αγγλικά… Παναγία μου! Την τρίτη μέρα δεν μπόρεσα να αντέξω άλλο. Προσπάθησα να αποφύγω αυτήν την παρέα. Πήγα όσο το δυνατό πιο μπροστά στο κατάστρωμα. Η θάλασσα δεν ήταν ιδιαίτερα ταραγμένη. Ο ουρανός καθαρός. Το πλοίο έπλεε κόντρα στον άνεμο -έναν μάλλον αναζωογονητικό άνεμο. Καθώς πλησίαζα στην άκρη του καταστρώματος στάθηκα μόνος, κοιτώντας προς τα κάτω. Έβλεπα άντρες, γυναίκες και παιδιά στο κάτω κατάστρωμα της πρύμνης. Υπήρχε μια στενή σκάλα που οδηγούσε στο πάνω μικρό κατάστρωμα, προς τη μεριά της πλώρης. Στα αριστερά υπήρχε ένα φουγάρο με κλίση και από το πάνω κατάστρωμα είχε προσδεθεί μια σανιδόσκαλα, η οποία λαμποκοπούσε καθώς ήταν φρεσκοβαμμένη. Ήταν αρκετά μακριά και λευκή, και καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού κανείς δεν τη χρησιμοποίησε. Στο πάνω κατάστρωμα, στεκόταν ένας νεαρός άντρας με ψάθινο καπέλο κοιτώντας πέρα από τα κάγκελα. Το καπέλο του ήταν στρογγυλό. Παρατηρούσε τους άντρες, τις γυναίκες και τα παιδιά του κάτω καταστρώματος. Μόνο άντρες υπήρχαν στο πάνω κατάστρωμα. Η όλη σκηνή με ενθουσίασε. Επιθυμούσα να αποδράσω και να βρεθώ με αυτούς τους ανθρώπους. Ένα στρογγυλό ψάθινο καπέλο, το φουγάρο να κλείνει προς τα αριστερά, η σκάλα να οδηγεί στα δεξιά, η άσπρη σανιδόσκαλα με κάγκελα από κυκλικές αλυσίδες -λευκές τιράντες σταυρωτά στην πλάτη του άντρα του κάτω καταστρώματος, στρογγυλά σχήματα από σιδερένια εξαρτήματα, ένα κατάρτι να φεύγει προς τον ουρανό σχηματίζοντας μια τριγωνική μορφή. Για λίγο στάθηκα μαγεμένος, και απλώς κοιτούσα, μόνο κοιτούσα, όλο κοιτούσα. Μπορούσα άραγε να φωτογραφίσω ό,τι έβλεπα, κοίταζα ξανά και ξανά. Είδα μορφές να μοιάζουν μεταξύ τους. Είδα μια εικόνα από μορφές η οποία ταίριαζε με την άποψη που είχα για τη ζωή. Καθώς προσπαθούσα να αποφασίσω εάν έπρεπε να αποθανατίσω αυτή την αναπάντεχη εικόνα που με ενθουσίαζε -τους ανθρώπους, τους απλούς ανθρώπους, το αίσθημα του πλοίου, του ωκεανού και του ουρανού και το αίσθημα ανακούφισης επειδή ήμουν μακριά από το συρφετό των πλουσίων- ήρθε στο μυαλό μου ο Ρέμπραντ και αναρωτήθηκα εάν θα είχε αισθανθεί όπως αισθανόμουν εγώ εκείνη τη στιγμή. Αυθόρμητα έτρεξα προς την κύρια σκάλα του πλοίου, κατέβηκα κάτω στην καμπίνα μου, πήρα την Graflex, έτρεξα πίσω λαχανιασμένος και αναρωτώμενος εάν ο άντρας με το ψάθινο καπέλο είχε μετακινηθεί από τη θέση του ή όχι. Αν το είχε κάνει, η εικόνα που είχα δει δεν θα υπήρχε πλέον. Η σχέση των μορφών έτσι όπως την ήθελα θα είχε αλλοιωθεί και η εικόνα θα είχε χαθεί. Όμως ο άντρας με το ψάθινο καπέλο ήταν ακόμη εκεί. Δεν είχε μετακινηθεί. Επίσης ο άντρας με τις άσπρες τιράντες, με γυρισμένη την πλάτη του, που είχε πιάσει κουβέντα με έναν άλλον άντρα, επίσης βρισκόταν στη θέση του, και η γυναίκα με το παιδί στα γόνατά της, καθισμένη στο πάτωμα, επίσης ήταν στην ίδια θέση. Προφανώς κανένας δεν είχε αλλάξει θέση. Είχα μόνο μία θήκη πλακών και μία μόνο αχρησιμοποίητη πλάκα. Θα μπορούσα να τραβήξω ό,τι έβλεπα και ό,τι ένιωθα; Άνοιξα το πορτάκι. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Δεν είχα ποτέ ξανά ακούσει τους παλμούς της. Είχα τραβήξει τη φωτογραφία μου; Ήξερα ότι αν την είχα, θα αποτελούσε ακόμη ένα σταθμό στην ιστορία της φωτογραφίας, όμοιο με αυτόν του Car Horses, της φωτογραφίας μου του 1893 και του Hand of Man, του 1902, οι οποίες είχαν ανοίξει καινούργιους δρόμους για τη φωτογραφία, για το φωτογραφικό βλέμμα. Κατά κάποιο τρόπο αυτή η φωτογραφία θα ξεπερνούσε τις προηγούμενες, επειδή τώρα είχα τραβήξει μια εικόνα βασισμένη πάνω σε σχετιζόμενες μορφές και στα βαθύτερα ανθρώπινα συναισθήματα, και αυτό ήταν ένα βήμα παραπέρα στην προσωπική μου εξέλιξη, μια αυθόρμητη ανακάλυψη. Πήγα την κάμερα στην καμπίνα μου και καθώς γύριζα στην καρέκλα του καταστρώματος η γυναίκα μου είπε: “Έστειλα έναν καμαρότο να σε βρει. Αναρωτιόμουν πού βρισκόσουν. Όταν είπε ότι δεν μπόρεσε να σε εντοπίσει άρχισα να ανησυχώ”. Της είπα πού είχα πάει. Παρατήρησε: “Μιλάς λες και βρισκόσουν σε άλλο κόσμο”. Απάντησα πως έτσι ήταν (…)”. Ο Άλφρεντ Στίγκλιτζ εξηγεί πώς τράβηξε τη φωτογραφία του “The Steerage” (Η πρύμνη).

 

 

Από το βιβλίο των εκδόσεων Παρασκήνιο (2015): Άλφρεντ Στίγκλιτζ, Σημειώσεις για τη Φωτογραφία. Μετάφραση, εισαγωγή και επίμετρο του Μάκη Μωραΐτη.

 

Αριστερά, πορτρέτο του Alfred Stieglitz (1934). Gelatin silver print. The Museum of Modern Art, New York. Gift of Robert M. Doty.

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε


Τελευταία άρθρα

- Advertisement -