Της Ειρήνης Αϊβαλιώτου
Με το φλοίσβο των κυμάτων, το σιγανό πηγαινέλα των φώτων, ακολουθώντας τις πατημασιές των γλάρων, με το φεγγάρι φρουρό να λάμπει, κινήσαμε πεζή από το Γιαλάσι για το Μικρό Θέατρο. Το απόμερο αλλά και κοντινό, το ήσυχο, το ιδανικό για να υποδεχτεί παραστάσεις σύγχρονες, πειραματικές, αδρές, παραστάσεις ξεχωριστές. Μια ξεθαμμένη ανοιχτή αχιβάδα μας υποδέχτηκε, στιλπνή και λευκή, σε σχήμα φωνής. Η Μικρή Επίδαυρος έχει ένα μεγαλείο μέσα στην ηρεμία της, έχει μια αισθητική χαριτωμένη και επιβλητική, κοφτή και κομψή. Η αχιβάδα της Αργολίδας, το μικρό αρχαίο θέατρο (4ος π.Χ. αιώνας), που αποκαλύφθηκε στα τέλη του προηγούμενου αιώνα, χάρη στην αρχαιολογική σκαπάνη, έχει πλέον αποκτήσει σχεδόν ολόκληρη τη γεωμετρία του. Το θεατράκι αυτό της καρδιάς μας ξαφνιάζει με την αρμονία του και η ισορροπία της αρχιτεκτονικής του ταιριάζει απόλυτα με το πνεύμα του αρχαίου δράματος. Ο «Αίας» του Σοφοκλή δε, που διαδραματίζεται κοντά στη θάλασσα, σε ένα ναύσταθμο, σχεδόν ταυτίζεται σκηνικά με το χώρο.
Αίας: ορισμένοι συνδέουν το όνομα με τη λέξη αία: γη, θεωρώντας τον Αίαντα χθόνια θεότητα. Άλλοι πάλι προτιμούν το ομόηχο αία: μητέρα, οπότε το όνομα παραπέμπει στο γνήσιο γιο, τον γιο της νόμιμης συζύγου. Το ρήμα αἰάζω σημαίνει «αναστενάζω, θρηνώ», άρα Αίας “αυτός που θρηνεί”. Ο Αίας υπήρξε μυθικός βασιλιάς της Σαλαμίνας και ένας από τους κυριότερους ήρωες του Τρωικού Πολέμου. Γιος του Τελαμώνα και της Περίβοιας (ή Ερίβοιας), ετεροθαλής αδελφός του Τεύκρου και εγγονός του οικιστή της Σαλαμίνας.
Το έργο αυτό, τον «Αίαντα» (γραμμένος περίπου το 450 π.Χ.) επέλεξε η Σύλβια Λιούλιου για να εγκαινιάσει την έρευνά της πάνω στο αρχαίο δράμα. Τρία χρόνια μετά την παρουσίαση του Σολωμικού Λάμπρου, του «Il poema dei bastardelli», του ρεαλιστικά και ποιητικά δοσμένου αμαρτωλού, επέστρεψε στο Φεστιβάλ Αθηνών και συμπορευόμενη με έναν δημιουργικό πυρήνα νέων καλλιτεχνών, παρουσίασε μια δική της εκδοχή της σοφόκλειας τραγωδίας. Στο επίκεντρο της συνάντησής τους ο Αίας, ο πρώτος αυτόχειρας, ο αρχετυπικός -στην κόψη της νεότητας- ήρωας, που υπερασπιζόμενος μέχρι θανάτου τις αρχαϊκές αξίες, μοιάζει να αφήνει πίσω από την εφτάδιπλη ασπίδα του, σα «στοιχημένους», όλους τους υπόλοιπους ήρωες της σοφόκλειας δραματουργίας.
Η τραγωδία του Σοφοκλή αρχίζει με μια δραματική προλογική σκηνή, που τοποθετείται χρονικά μετά τα γεγονότα. Ο Οδυσσέας φτάνει μπροστά στη σκηνή του Αίαντα. Μέσα βρίσκεται ο Αίας με το φονικό σπαθί στο χέρι. Ο διάλογος Αθηνάς και Οδυσσέα φωτίζει την καταστροφή που έχει προηγηθεί και επιβεβαιώνει τόσο την αβεβαιότητα και την αστάθεια των ανθρώπινων προσανατολισμών όσο και την αστάθμητη δύναμη των θεών, που ούτε υπόλογη ούτε σπλαχνική είναι απέναντι στον άνθρωπο. Το πρώτο μέρος του έργου διαγράφει την πορεία του Αίαντα από την ακραία απόγνωση ως τον τραγικό του θάνατο. Αριστουργηματικός είναι ο μονόλογος του Αίαντα στην ερημική ακρογιαλιά, λίγο πριν από την αυτοκτονία του. Το δεύτερο μέρος στρέφεται γύρω από τον νεκρό Αίαντα. Μετά τη σκηνή της αναζήτησης και το θρήνο, ακολουθεί η σύγκρουση και η αντιπαράθεση ανάμεσα στους Ατρείδες από τη μια πλευρά, που απαγορεύουν την ταφή του νεκρού ήρωα, και στον Τεύκρο και τον Οδυσσέα από την άλλη, ο οποίος και κατορθώνει τελικά να πείσει τους ηγεμονικά φερόμενους Ατρείδες να επιτρέψουν την ταφή.
Έννοιες και αρχές
Ο «Αίας» του Σοφοκλή, ένα διπολικό έργο, συνομιλεί με τον κόσμο του 5oυ αιώνα π.Χ. αλλά και με τον ομηρικό κόσμο από τον οποίο υιοθετεί πολλά στοιχεία που εντοπίζονται κυρίως στο ήθος του Αίαντα. Για τον ομηρικό ήρωα το υψηλότερο αγαθό δεν είναι ο φόβος προς τον θεό αλλά ο σεβασμός σε αξίες όπως η δικαιοσύνη, η υστεροφημία και η τιμή.
Οι έννοιες πολεμιστής και ήρωας είναι ταυτόσημες και το κύριο θέμα ενός πολιτισμού με πολεμικό χαρακτήρα βασίζεται στην ανδρεία και στην τιμή. Το ένα αποτελεί το βασικό χαρακτηριστικό του ήρωα και το άλλο την κύρια επιδίωξή του. Ο Αίας έχει τη γενναιότητα εκείνη που προέρχεται απ’ τη συναίσθηση του χρέους.
Οι αρχές του ήταν τέλειες, αδιαμφισβήτητες, δίχως αντιφάσεις και ταλαντεύσεις, είχαν δε προσωπικό και όχι πολιτικό χαρακτήρα καθώς ο ήρωας μαχόταν για τον εαυτό του και για την απόκτηση της αριστείας. Σε μια τόσο ακραία ατομικιστική κοινωνία απαιτούνται άλλες υψηλές αξίες που θα λειτουργούν ως μέσα τιθάσευσης των ηρώων και περιστολής της δραστηριότητάς τους. Σ’ αυτό το πλαίσιο λειτουργεί η ηθική έννοια της αιδούς αλλά και το ηρακλείτειο μέτρο της μη υπέρβασης.
Κατησχυμένος από τη μεροληπτική απονομή των όπλων του Αχιλλέα στον Οδυσσέα, ο Αίας αποφασίζει την εκδίκηση, τυφλωμένος όμως από τη μανία που του στέλνει η Αθηνά, κατακρεουργεί τα κοπάδια των Αχαιών. Όταν αντιλαμβάνεται την πράξη του, ζητά να πεθάνει. Η Τέκμησσα, σκλάβα του και μητέρα του γιου του Ευρυσάκη, προσπαθεί να τον μεταπείσει. O Αίας υποκρίνεται ότι πείθεται και αποχωρεί με το πρόσχημα να καθαριστεί. Ταπεινωμένος, ο ομηρικός ήρωας επιλέγει τον θάνατο. Αυτοκτονεί από την ντροπή του. Γιατί ο πιο επικίνδυνος χρόνος σε μια κατάθλιψη είναι όταν έχει αρχίσει η ανάκαμψη, τότε που ο άνθρωπος είναι ικανός να πάρει κάποιες πρωτοβουλίες. Όταν οι αυτοκτονικές σκέψεις επανέλθουν, είναι σε θέση να τις πραγματοποιήσει. Αυτό φαίνεται να συνέβη και με τον Αίαντα.
Ο αδελφός του Τεύκρος πηγαίνει να θάψει το πτώμα και τον εμποδίζουν οι Ατρείδες, γιατί θεωρούν το νεκρό εχθρό τους. Γίνεται φοβερή φιλονικία. Οπότε παρουσιάζεται ο Οδυσσέας και τους ειρηνεύει, συμβουλεύοντας τον Αγαμέμνονα να επιτρέψει την ταφή του νεκρού. Τον πείθει με το επιχείρημα ότι ο Αίας υπήρξε ο άριστος μετά τον Αχιλλέα. Η ομολογία αυτή του Οδυσσέα, με την οποία αποκαθίσταται η τρωθείσα τιμή του Αίαντα, λειτουργεί και σαν κάθαρση στην ψυχή του θεατή, η που ταράζοται για το αδίκημα και τα παθήματα του ήρωα.
Ο Αίαντας σκοτώνοντας τα ανυπεράσπιστα ζώα στερεί την τροφή των στρατιωτών αλλά και παύει να είναι προστάτης αφού αδυνατεί να προστατεύσει την οικογένειά του και τους ναύτες που τον ακολούθησαν σαν αρχηγό από την πατρίδα.
Ο «Αίαντας» του Σοφοκλή χαρακτηρίζεται από μια υπεροπτική αυτοεκτίμηση που αγγίζει την αναίδεια και την αλαζονεία. Στη διάρκεια του έργου ο Αίαντας υφίσταται μεταβολή της συνείδησης αλλά όχι μεταβολή της προσωπικότητας. Νιώθει ταπείνωση και οργή. Καταλαμβάνεται από μανία και παραφροσύνη. Όταν η ντροπή του κορυφώνεται, όταν βιώνει αίσθημα απόρριψης και μείωσης, πέφτει σε κατάθλιψη και γίνεται αυτοκαταστροφικός.
Ο φοβερός αναστεναγμός «Ιώ, μοι μοι» φανερώνει την απελπισία του για την ατιμωτική κατάσταση στην οποία περιέπεσε. Παράλληλα συνυπάρχει μέσα του ο θυμός για την αδικία και την ατίμωση.
Ο Αίας είναι χαρακτήρας άκαμπτος, αυστηρός, σχεδόν αντικοινωνικός, χωρίς ανοχή στη ματαίωση και την προσβολή. Η φιγούρα ενός πατέρα βλοσυρού, αυταρχικού αλλά και δοξασμένου κυριαρχεί και δυναστεύει τον ψυχισμό του με τη διαμόρφωση ενός αυστηρού υπερεγώ!
Ο Οδυσσέας
Αυτός που τελικά επικρατεί είναι ο Οδυσσέας και το γεγονός δεν είναι τυχαίο, έχει τη σημειολογία του. Καταρχάς, η επικράτηση του Οδυσσέα συνεπάγεται την αποκατάσταση του Αίαντα αλλά και κάτι περισσότερο. Ο Οδυσσέας κερδίζει γιατί προσαρμόζεται σ’ έναν καινούργιο πολιτικό κόσμο στον οποίο η πειστικότητα ορθώνει το ανάστημά της στη βία και η δικαιοσύνη επιτελεί πλέον ένα διαφορετικό ρόλο απ’ αυτόν που είχε στην Ιλιάδα.
Το τέλος του Αίαντα είναι το τέλος του αχίλλειου ατομικού ήθους που τον 5ο αιώνα π.Χ. αντικαταστάθηκε από ένα άλλο ήθος, καταλληλότερο για τη δημοκρατική Αθήνα.
Στην πραγματικότητα η αντιπαράθεση του Οδυσσέα με τους Ατρείδες, τον Μενέλαο και τον Αγαμέμνονα, αντικατοπτρίζει την αντιπαράθεση αυτών των δύο συστημάτων. Ο Οδυσσέας εκφράζει έναν νέο κόσμο. Έναν κόσμο που νοιάζεται για την ανθρωπιά, διαθέτει την αρετή της σωφροσύνης και μπορεί να δει τη φιλία και την έχθρα χωρίς την απολυτότητα και τον συναισθηματισμό του Αίαντα.
Ο Οδυσσέας, αναλυτικότερα, ανήκει σ’ έναν κόσμο που ξεπερνά τον πρωτόγονο αυτοκαταστροφικό ηρωισμό του Αίαντα αλλά και δεν πέφτει θύμα του δεσποτισμού των Ατρειδών. Ο νέος ήρωας οφείλει να είναι και μεγαλόψυχος.
Το έργο έχει βαθύ ψυχολογικό υπόβαθρο. H συντριπτική επιθυμία του Αίαντα να έχει υπό την κατοχή του την πανοπλία του Αχιλλέα θα μπορούσε να συμβολίζει την ανάγκη του να διατηρήσει μια σκληρή πανοπλία χαρακτήρα η οποία θα τον προστάτευε από τις ανθρώπινες επαφές στις οποίες δεν μπορεί να αντεπεξέλθει.
Στο επίκεντρο της τραγωδίας η θέση ότι οι άνθρωποι φτάνουν σε τέτοιες οδυνηρές νόσους του μυαλού από θυμό και σύγκρουση. Ο Αίας, ενώ περίμενε πως θα πάρει στο χέρι τα όπλα, απέτυχε και πήρε την απόφαση να σκοτωθεί. Ακόμα ότι οι εριστικές αντιδράσεις αυτού του είδους δε βγαίνουν σε καλό ούτε για εκείνους που φαίνεται πως νίκησαν. Αυτό αφήνει να φανεί ο Όμηρος στην κάθοδο του Οδυσσέα στον Άδη, λέγοντας πως «και μόνη του Αίαντα η ψυχή του γιου του Τελαμώνα στεκόταν κατά μέρος θυμωμένη για τα όπλα». Κι έπειτα τι λέει ο ίδιος ο Οδυσσέας; Αυτός δηλαδή που νίκησε; «Μακάρι να μην ήμουν νικητής με τέτοιο βραβείο».
Ο Σοφοκλής με τη δράση που επινοεί εκπλήσσει το κοινό. O Οδυσσέας ήταν το αντικείμενο του μεγαλύτερου μίσους του Αίαντα αλλά αντί να συνεχίσει την εμμονική και διχαστική τακτική του Μενέλαου και του Αγαμέμνονα τους λέει πως κάνουν λάθος και ότι ο Αίας θα πρέπει να έχει μια έντιμη ταφή. Ακολουθεί μία στιχομυθία ανάμεσα στον Αγαμέμνονα και τον Οδυσσέα που είναι ένα σημείο συναισθηματικής καμπής.
O Αγαμέμνονας εντυπωσιάζεται από τη συμπεριφορά του Οδυσσέα και τον ρωτά μήπως δεν τον μισούσε τον Αία. O Οδυσσέας απαντά πως βεβαίως και τον μισούσε. Αλλά ο Αίας είχε επίσης μεγαλείο και ευγένεια. Θα πρέπει να αναγνωριστεί σαν ο γενναιότερος των Ελλήνων μετά τον Αχιλλέα. O Αγαμέμνων ζητά να μάθει αν ο Οδυσσέας μπορεί να νιώσει οίκτο για ένα πτώμα που μισεί. O Αγαμέμνων προφανώς δεν μπορεί να ξεχωρίσει το σώμα από τον άνθρωπο. Απαντά πως το μεγαλείο του βαραίνει γι’ αυτόν περισσότερο από το μίσος. Εκεί βρίσκεται η καρδιά του έργου. H ικανότητα του Οδυσσέα να βάλει τις αξίες και τις ανάγκες ενός άλλου ανθρώπου πριν από τα δικά του συναισθήματα δείχνει τη συναισθηματική ωριμότητα που ο Αίας δεν μπορούσε να φτάσει. O Αίας απελπισμένα ήθελε την πανοπλία του Αχιλλέα, αλλά η κατάρρευσή του αποκαλύπτει ότι γι’ αυτόν η πανοπλία ήταν μόνο ένα εξωτερικό μέσον για να στηρίξει τις ναρκισσιστικές του άμυνες. Για τον Οδυσσέα από την άλλη πλευρά, η πανοπλία του Αχιλλέα σαν βραβείο συμβολίζει μια εσωτερική δομή δύναμης και ασφάλειας η οποία του επιτρέπει να ανταποκρίνεται στον κόσμο γύρω του με γενναιοδωρία και ειλικρίνεια.
Ωφελεί να αναρωτηθούμε αν η αυτοκτονία του Αίαντα σηματοδοτεί το τέλος των αξιών ενός πολιτισμού που φεύγει. Αν η έριδα για την ταφή του μοναχικού ήρωα προσδιορίζει το πέρασμα από τον πολιτισμό της ηθικής συστολής και της φιλοτιμίας στον πολιτισμό της ενοχής.
Η ταφή
Ο θάνατος, από την πανάρχαια εποχή συγκλόνιζε τον άνθρωπο. Η απώλεια της ανθρώπινης ζωής και η καταδίκη του σώματος στη φθορά και την εξαφάνιση γέμιζε μυστήριο, τρόμο και απόγνωση την ανθρώπινη συνείδηση.
Οι Έλληνες δεν μπορούσαν να φαντασθούν πως είναι δυνατό να είναι τόσο μικρή και τόσο μάταιη η ζωή του ανθρώπου. Πίστευαν ότι και μετά τον θάνατο ο άνθρωπος εξακολουθεί να ζει σ’ έναν άλλο κόσμο.
Μόλις κάποιος ξεψυχούσε, οι δικοί του ετοίμαζαν το νεκρό του σώμα για ταφή. Η ταφή του νεκρού ήταν μεγάλο χρέος των ζωντανών. Η μέγιστη κατάρα που μπορούσε να εκφέρει κάποιος κατά άλλου, ήταν να μείνει άταφος «εκπίπτειν χθονός», δηλαδή να μην του αποδοθούν οι επιτάφιες τιμές. Έκλειναν τα μάτια του νεκρού («συναρμότειν τους οφθαλμούς»), τα χείλη και τα ρουθούνια και κάλυπταν το πρόσωπό του με κάλυμμα. Τον έλουζαν και τον άλειφαν με μύρα. Τον έντυναν ύστερα με καθαρά ρούχα, συνήθως λευκά. Τον στεφάνωναν με άνθη της εποχής και από τον 6ο αιώνα π.Χ. του έβαζαν στο στόμα έναν οβολό. Είναι ο ναύλος, που θα πλήρωνε στο Χάροντα, για να τον περάσει με τη βάρκα του την Αχερουσία λίμνη και να πάει στον Άδη. Πίστευαν πως οι αγαθοί θα πάνε στα Ηλύσια Πεδία και οι κακοί θα γκρεμισθούν στον Τάρταρο. Στο νεκροκρέβατο έριχναν άνθη και τοποθετούσαν ληκύθους με μύρα τριγύρω, να αρωματίζεται ο τόπος. Ακολούθως χτυπούσαν βίαια τον αέρα με χάλκινα αγγεία, ώστε ο κρότος να διώξει τα κακά δαιμόνια που θα εμπόδιζαν την πορεία της ψυχής στον κάτω κόσμο.
Ο θίασος φαινόταν να έχει μελετήσει τις τελετουργίες τις σχετικές με τον θάνατο στην αρχαιότητα, σε φυλές πρωτόγονες αλλά στον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό γι’ αυτό και είχαν αξιοποιήσει καλλιτεχνικά και επιμελημένα το επιλεγμένο υλικό τους. Επίσης είχαν μελετηθεί και αριστουργήματα της Αναγέννησης. Η ιδέα του θανάτου, η θλίψη μπροστά στο αναπότρεπτό του και η θνητότητα, όλα αποτυπώθηκαν στη σκηνή με θαυμαστή δύναμη. Υπηρετήθηκε άψογα η ισορροπία στις συνθέσεις και υπήρχε μεγάλη οπτική αρμονία των σωμάτων. Οι ηθοποιοί είχαν μια εξαιρετική περιστροφική κίνηση και σχετίζονταν με άνεση μεταξύ τους, σαν να μην είχαν βάρος οι κινήσεις τους.
Η παράσταση
Η Σύλβια Λιούλιου, έχοντας δημιουργήσει μια πολύ γερή ομάδα νέων και ξεχωριστών ανθρώπων, εργάστηκε μαζί τους πάνω σε αυτό το πολύ σπουδαίο κείμενο. Έκαναν μια πραγματεία για ένα έργο που έχει στο κέντρο του τον ανεπανάληπτο ήρωα ο οποίος μέλλεται να πεθάνει και του οποίου η ταφή διακυβεύεται. Με άξονα αυτή τη θεματική του πένθους καταδύθηκαν σε μια αναλυτική σπουδή στο απέραντο πεδίο του ομηρικού έπους. Βυθίστηκαν στη δεξαμενή της ποίησης. Έφτιαξαν έναν κόσμο κοινών αναφορών και συγκρότησαν μια ταυτότητα συνόλου. Άφησαν το αποτύπωμα της ευαισθησίας τους. Προσέγγισαν τον «Αίαντα» με έναν τρόπο που είχε μεγαλύτερη σχέση με την αφήγηση και μικρότερη με την αναπαράσταση. Μια πιο υπαινικτική σχέση με την αναπαράσταση. Το βέβαιο είναι πως σε όλη τη διάρκεια της παράστασης ακολουθήσαμε τα ίχνη της συγκίνησης. Δεν υπάρχει κάτι πιο υπέροχο από το να βλέπει κανείς στη σκηνή να αστράφτει η ομορφιά της νεότητας και του ταλέντου που έθεσε τον εαυτό της στην υπηρεσία ενός υψηλού κειμένου.
Ειδικότερα, συγκινητικότατο και ενταγμένο στη δόμηση της παράστασης το απόσπασμα που ακούγεται από το «Σύσσημον» του Νίκου Α. Παναγιωτόπουλου. Τα εργαλεία της ομάδας εικαστικά και επιστημονικά. Μεθοδικότητα, εξοντωτική έρευνα, εργαστηριακή ανάλυση, σύγκριση και σχολαστικότητα. Άλλωστε αυτός πιστεύω πως είναι ο τρόπος εργασίας της Σύλβιας Λιούλιου, της οποίας οι λιγοστές αλλά καλοδουλεμένες σκηνοθεσίες, έχουν εντυπωθεί στις θεατρικές μας εμπειρίες. Δουλεύοντας έως τώρα με μικρά θεατρικά σχήματα, από τον «Πελεκάνο» του Στρίντμπεργκ έως τον «Αέρα» του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη, επέλεξε φέτος μια ευρύτερη κλίμακα προσέγγισης.
Η παράσταση κόμισε τη φρεσκάδα μιας διαφορετικής ματιάς, τη δυναμική της πρωταρχικής επιθυμίας για πνευματικότητα, εμβάθυνση και ουσία. Και φυσικά το μυϊκό τόνο, τη ρώμη που απαιτεί η υποστήριξη τέτοιων μεγάλων κειμένων σε ανοιχτούς χώρους. Οι ηθοποιοί διένυσαν στην ορχήστρα μικρούς μαραθώνιους. Ανέδειξαν τις αρετές τους, γιατί τις αρετές του κανείς τις αναδεικνύει όταν προσέρχεται αυθόρμητα, όταν ρίχνεται με πάθος σε κάτι που εκ των πραγμάτων τον ξεπερνά. Ο Αίας είναι ο απόλυτος ήρωας ο οποίος «καίγεται» γιατί ο κόσμος του οποίου υπήρξε ένα από τα φωτεινότερα άστρα παρήλθε. Στην κόψη μιας εποχής που αλλάζει, ο ήρωας θυσιάζεται για το μεγάλο ήθος, το ήθος της διαπαιδαγώγησής του.
Συντελεστές
Ο Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης έπαιξε τον Τεύκρο με προσωπικότητα, θαυμαστό μέταλλο φωνής και εκφραστικότητα. Η Σοφία Κόκκαλη ήταν μια τρυφερή, ανήσυχη, ανθρώπινη και νεανική Τέκμησσα. Υπέροχη! Ο Μιχάλης Σαράντης έξοχος ως Αγαμέμνων, έπαιξε με ένταση, αυτοπεποίθηση, ρεαλισμό και φαντασία. Ο Άγγελος Τριανταφύλλου – δεξιοτέχνης Άγγελος, με μελωδικότητα και απόθεμα ευαισθησίας. Ο Θάνος Τοκάκης ήταν αρμονικός ως Αθηνά και μοναδικός ως Μενέλαος. Και στους δύο ρόλους επιστράτευσε τη φαντασία του, την αφαιρετικότητά του και το σπάνιο ταλέντο του. Ο Νικόλας Χανακούλας έπλασε έναν Οδυσσέα με σιγουριά, ευρηματικότητα, ευσυνειδησία και φιλότιμο. Εξαιρετικός. Ο Χάρης Φραγκούλης ήταν ο πιο νεανικός και ορμητικός Αίαντας που έχω παρακολουθήσει. Σκηνική παρουσία, διαίσθηση, ταλέντο και θεατρικότητα συνεργάστηκαν για να ανέβει με δύναμη ένα ένα τα σκαλοπάτια των συναισθημάτων, των παλινδρομήσεων και των μεταπτώσεων του ήρωα.
Στα σκηνικά – κοστούμια η Μαγδαληνή Αυγερινού είχε μέτρο, διακριτικότητα, ευκρίνεια και πολλή έμπνευση. Τα χρώματα -γαλάζια, ώχρες, κόκκινα της γης- ήταν μια εικαστική ποίηση.
Εξαιρετική η ιδέα των κόκκων του ρυζιού που είχε βαφτεί κόκκινο και κατέκλυζε από αίμα τη σκηνή. Το σανιδένιο τροχήλατο πλαίσιο, η λευκή ανέκφραστη κούκλα, η εμβληματική ασπίδα με τα σύμβολα, το απλό ξύλινο σπαθί, ήταν αντικείμενα αλληγορικά που με θεατρική επινοητικότητα παρέπεμπαν σε ιαπωνική τέχνη και στις απαρχές του σκηνικού παιχνιδιού.
Εκστατική η μουσική του Άγγελου Τριανταφύλλου. Οικεία, προσωπική και παθιασμένη.
Οι φωτισμοί του Δημήτρη Κασιμάτη πρόσθεταν μυστήριο, ρυθμό και αγωνία στην παράσταση.
Με πλαστικότητα, ορμή και λεπτότητα, επιδεξιότητα, πρόκληση και δραματικότητα η επιμέλεια της κίνησης από την εφευρετική Χαρά Κότσαλη.
Λιτή, υποβλητική, γνήσια, σύγχρονη και συναρπαστική η ανάγνωση από τη Σύλβια Λιούλιου, μας έδωσε μια παράσταση δραματική, συνεπή και δίχως χάσματα.
Θέατρο – αγκαλιά
Όπου βρίσκεται ένα θέατρο, εκεί υπάρχει πολιτισμός. Το μικρό αρχαίο θέατρο παρέχει την ασφάλεια της μικρής κλίμακας, της σφιχτής αγκαλιάς αλλά παράλληλα και το ίδιο αίσθημα του «ιερού» που νιώθεις στο μεγάλο αρχαίο θέατρο.
Ο «Αίας» πρόσφερε φλόγα, ενέργεια, σπιρτάδα κι ευαισθησία. Μια ψυχική δόνηση που το αίσθημά της είναι φιλικό και παρηγορητικό προς τον θεατή για όσο κρατήσει. Και θα κρατήσει πολύ. Για να μπορούμε να ονειρευόμαστε, να κάνουμε ελεύθερους συνειρμούς, να σκεπτόμαστε αμερόληπτα και να ανατρέχουμε σε περασμένες σοφίες και αξίες.
* Η Τέκμησσα ήταν θυγατέρα του Τελεύταντα, βασιλιά της Φρυγίας (ή του Τεύθραντα, βασιλιά της Τευθρανίας στη Μυσία). Η Τέκμησσα απάχθηκε από τον Αίαντα κατά τον Τρωικό Πόλεμο και μαζί του απέκτησε ένα γιο, τον Ευρυσάκη, που βασίλευσε αργότερα στη Σαλαμίνα της Κύπρου, όπου είχε εκδιωχθεί από τον παππού του Τελαμώνα, και πήρε την εξουσία σε όλη την Κύπρο. Ο Ρωμαίος ποιητής Οράτιος γράφει ότι ο Αίαντας «αιχμαλωτίστηκε» με τη σειρά του από την ομορφιά της Τέκμησσας.
Συντελεστές
Μετάφραση
Παναγής Λορεντζάτος
Για τις ανάγκες του θεατρικού ανεβάσματος του Αίαντα, κομμάτια της ιστορικής φιλολογικής μετάφρασης (και εξήγησης) του καθηγητή Παναγή Λορεντζάτου σε πεζό, στη δημοτική (1932) ξανακοιτάχτηκαν από τον Νίκο Α. Παναγιωτόπουλο.
Σκηνοθεσία
Σύλβια Λιούλιου
Σκηνικά – Κοστούμια
Μαγδαληνή Αυγερινού
Μουσική
Άγγελος Τριανταφύλλου
Επιμέλεια κίνησης
Χαρά Κότσαλη
Φωτισμοί
Δημήτρης Κασιμάτης
Βοηθός σκηνοθέτη | Φωτογραφίες
Γκέλυ Καλαμπάκα
Οργάνωση Παραγωγής
Μανόλης Σάρδης / PRO4
* Ερμηνεύουν
Χάρης Φραγκούλης [Αίας] – Βραβείο Δημήτρης Χορν 2013
Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης
Σοφία Κόκκαλη
Μιχάλης Σαράντης – Βραβείο Δημήτρης Χορν 2015
Άγγελος Τριανταφύλλου
Θάνος Τοκάκης – Βραβείο Δημήτρης Χορν 2011
Νικόλας Χανακούλας
Πληροφορίες
Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου 2015
ΑΙΑΣ του Σοφοκλή – 31 Ιουλίου – 1 Αυγούστου 2015
Σκηνοθεσία Σύλβια Λιούλιου
Μικρό Θέατρο Αρχαίας Επιδαύρου
* Ο «Αίας» του Σοφοκλή ήταν η τελευταία φετινή παράσταση στη Μικρή Επίδαυρο σε σκηνοθεσία Σύλβιας Λιούλιου που παρουσιάστηκε στις 31 Ιουλίου και 1η Αυγούστου. Είναι ο δεύτερος «Αίας» που φιλοξένησε φέτος το Φεστιβάλ Επιδαύρου. Προηγήθηκε το ίδιο έργο σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου στις 17 και 18 Ιουλίου.