20.4 C
Athens
Πέμπτη 28 Μαρτίου 2024

Σκάκι εποχής

Της Μαρίας Γεωργαντά

Ήταν από εκείνα τα καλέσματα, που σίγουρα δεν ήθελα, να πάω. Με το που έκλεισα το τηλέφωνο, όμως, το σώμα μου πήγαινε μόνο του πρώτα στο ντους και έπειτα μπροστά στην γκαρνταρόμπα, διαλέγοντας αυτό, που θα το ντύσει. Και τώρα βρίσκομαι εδώ, σε μια αίθουσα γεμάτη αντίκες με ένα μεγάλο σκαλιστό τζάκι να δεσπόζει στο κέντρο και με ανθρώπους γύρω να απολαμβάνουν το ρόφημά τους σερβιρισμένο σε φλιτζάνια εποχής. Κάθομαι στη βελούδινη κόκκινη πολυθρόνα και νιώθω, να με «ρουφάει» μέσα της -σαν να είμαι σκόρος, που χαλάει την αισθητική της. Λίγο ακόμα να αργήσει και θα φύγω, δεν βρίσκω νόημα, να περιμένω -μακάρι να αργήσει!
«Εδώ είσαι, λοιπόν!» ο άνδρας, που στεκόταν απέναντί μου δεν είχε αλλάξει καθόλου από τη φιγούρα, που ήθελα να αποφύγω. Χωμένος στο κλασικό του μπλε κοστούμι και με τα γνωστά λακκάκια να συνοδεύουν το χαμόγελό του -δεν τα έβρισκα ποτέ γοητευτικά, μου θύμιζαν πάντα ειρωνεία εξού και τον προσφωνούσα «Τζόκερ!». Ίσως μόνο οι γκρίζοι κρόταφοί του να έκαναν τη διαφορά, αλλά δεν ήταν αρκετοί για τη μνήμη. «Τζόκερ, όταν αργείς, κάντο σωστά! Να έχει σασπένς τουλάχιστον!», ανασκουμπώνομαι στην πολυθρόνα – αφού δεν έφυγα, ας κρατηθώ στο ύψος μου. «Σασπένς θες;» με ρωτούσαν τα λακκάκια του, ενώ ακουμπούσε κάτι δίπλα του, που το τετράγωνο ξύλινο τραπέζι ανάμεσά μας εμπόδιζε, να δω. Το ερωτηματικό του θα μείνει αναπάντητο «Άσε, που είσαι τυχερός κιόλας! Κάποιος άλλος με έφερε εδώ, λες και είμαι μαριονέτα στα χέρια του!» υπάρχουν στιγμές, που η μεταφυσική σε βγάζει από τη δύσκολη θέση. «Έτσι λέμε τη βαθύτερη επιθυμία μας; ‘Μαριονέτα στα χέρια κάποιου’;» συνεχίζει να γελάει, μόνο που αυτή τη φορά έχει τον αέρα του κατακτητή -πόσο βαθιά «νυχτωμένος»! «Μπράντι με πάγο;» ο σερβιτόρος είχε ήδη βρεθεί στο τραπέζι μας, χωρίς να προλάβω καν, να τον αντιληφθώ -μοιάζει σαν να το έχει σκηνοθετήσει όλο αυτό. «Δεν πίνω μπράντι! Και δεν σκοπεύω, να κάτσω τόσο!». «Απόψε θα πιεις! Δύο μπράντι με πάγο, παρακαλώ!», καθώς ο σερβιτόρος επέστρεφε στο bar σαν καλοκουρδισμένη κούκλα, αποφάσισα, να ξεκαθαρίσω τη θέση μου «Άκου, Τζόκερ! Δεν έχω χρόνο για χάσιμο και δεν χαίρομαι την παρέα σου! Δεν ήθελα, να σε δω και δεν μου αρέσει και αυτό το μέρος, που όλα μυρίζουν ναφθαλίνη. Μπαίνεις άνθρωπος και βγαίνεις μούμια! Οπότε πες μου γιατί με κάλεσες, όσο πιο σύντομα και περιεκτικά μπορείς!». Ο σερβιτόρος ακουμπούσε τώρα τα μπράντι στο τραπέζι, λες και με είχε ακούσει και ήθελε, να δώσει χρόνο σε εκείνον. Φαινόταν απτόητος, όμως, γελούσε και έπινε το ποτό του ως άλλος Βάκχος σε Διονυσιακό γλέντι. «Μπαίνεις άνθρωπος και βγαίνεις μούμια! Καλό!! Νόμιζα, ότι σου αρέσουν τα μέρη, που έχουν άρωμα παλιάς εποχής!». «Ναι, τα φινετσάτα! Αυτό εδώ είναι σαν κακοστημένο σκηνικό ιδρωμένο από την υπέρ-προσπάθεια! Απορώ πού το βρήκες!». «Μα είναι το στέκι μου τα τελευταία χρόνια!» αυτή η ατάκα προκάλεσε μια ανεξήγητη δικαίωση μέσα μου. «Έπρεπε, να το φανταστώ. Τώρα εξηγούνται όλα!». Εκείνος χαμογελώντας ξανά, κάνει χώρο και ακουμπάει ένα σκάκι στο τραπέζι, ενώ ψάχνει τα πιόνια στην τσάντα δίπλα του. Δεν λέω κουβέντα, ελπίζοντας ότι η αδιαφορία μου θα φανεί ως απόρριψη. Με το που ξεκινάει το στήσιμο, σπάω τη σιωπή μου. «Τι κάνεις εκεί; Στήνεις σκάκι; Για ποιον;». «Εμείς θα παίξουμε!» μάλλον δεν είχα γίνει κατανοητή «Σου είπα, ότι δεν έχω χρόνο για χάσιμο!». «Για χάσιμο, όχι για παιχνίδι!», κλείνοντάς μου το μάτι, σήκωσε το ποτήρι του «εις υγείαν», προσπερνώντας την ενόχλησή μου. «Μου αρέσει το φόρεμά σου, όχι για τους προφανείς λόγους όμως, επειδή είναι maxi και εφαρμοστό στο καλλίγραμμο κορμί σου – το ξέρεις, δεν θα το φορούσες αλλιώς! Μου αρέσει, γιατί όσα χρώματα έχει, ξεπηδούν σαν φλόγες, σαν να προδίδουν τις διακυμάνσεις της ψυχής, όταν χορεύει ενδιάμεσα στο άσπρο και στο μαύρο. Και τα μαλλιά σου έτσι ανάλαφρα, που πέφτουν στους ώμους σου, είναι ωραία! Έχεις την ομορφιά της γυναίκας, που μόλις έχει κάνει έρωτα με τον εραστή των κρυφών της σκέψεων…». Η παύση, που ακολούθησε, ύγρανε το στόμα του με το μπράντι και το μυαλό μου με άμυνες – ναι, είναι «υγρές» οι άμυνες, όταν έχουν ξεθωριάσει. «Τζόκερ, θα σε ευχαριστούσα, αν δεν σε ήξερα! Δυστυχώς για σένα, σε ξέρω!», είπα αποφασίζοντας να πιω την πρώτη γουλιά από το ποτό μου. Εκείνος σαν να το πήρε για ‘σημείο εκκίνησης’, ανασκουμπώθηκε περιχαρής και έκανε την πρώτη κίνηση στο σκάκι, αφήνοντας το βλέμμα του πάνω μου. Οφείλω, να ανταποκριθώ, χωρίς να ξέρω σε ποια προσταγή υπακούω τώρα – αν είναι του βλέμματός του ή της μνήμης μου. «Σου έλειψε το σκάκι, λοιπόν;» είπα, βγάζοντας το άλογό μου μπροστά. «Όχι, καθόλου! ΕΣΥ, μου έλειψες!» ο στρατιώτης του έπαιρνε μόλις τη θέση του, με εμένα να σκέφτομαι πώς θα τελειώσει γρηγορότερα η παρτίδα «Και έτσι μου το δείχνεις; Αλλά τι λέω… αφού στο σκάκι με ερωτεύτηκες!». «Λάθος! Στο σκάκι σε άφησα, να το καταλάβεις! Εξαρχής σε είχα ερωτευτεί!» το μπράντι όλο και λιγοστεύει στο ποτήρι του, άνετα παίρνω ρεβάνς αυτή τη στιγμή. «Ναι, μωρέ πώς το έλεγες, να δεις… ‘Ο έρωτας έρχεται εξαρχής! Η στιγμή, που θα διαλέξεις, αν αφεθείς ή αν αντισταθείς, είναι αυτή που έπεται πάντα! Ο έρωτας έρχεται εξαρχής!’ Περασμένα-ξεχασμένα, Τζόκερ! Περασμένα μεγαλεία!». Είναι παράξενος -σχεδόν αμήχανα αστείος- ο κυνισμός που βγαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, όταν η εκτίμηση είναι λαβωμένη. «Ακόμα θεωρείς, ότι δεν σε εκτιμάω;» τα πιόνια μας παλεύουν στα ασπρόμαυρα χνάρια τους. Πίνοντας λίγο από το μπράντι μου ακόμα. «Όχι, κάθε άλλο, Τζόκερ! Με εκτιμάς με τον τρόπο σου! Δηλαδή όταν με φέρνεις στα μέτρα σου και λίγο πιο κάτω. Ποτέ ισότιμα!». Τα χέρια του έχουν ιδρώσει και ξαφνικά αποκτά μια νευρικότητα σαν να έχουν πεταχτεί έξω τα ελατήρια της πολυθρόνας του και δεν μπορεί, να βολευτεί. «Με αδικείς! Και ξέρεις, ότι ρίσκαρα για σένα, για εμάς!», προσπαθεί να κοντρολάρει τον εαυτό του και να επανέλθει στην αρχική του κυριαρχία. «Ξέρεις αυτό το μαγαζί είναι φτιαγμένο από θαυμαστή του Τολστόι! Το διαμόρφωσε έτσι, που ο πελάτης να νιώθει φιλοξενούμενος της Άννας Καρένινα! Απίθανο, δεν βρίσκεις;». Κοιτώντας προσεκτικότερα γύρω μου, εξακολουθούσα να το βλέπω σαν κακόγουστο σκηνικό- με κορνίζες των ηρώων του μυθιστορήματος πάνω στο τζάκι και με πανωφόρια εποχής κρεμασμένα σε έναν καλόγερο δίπλα στην είσοδο. «Σαν παρωδία της Άννας Καρένινα, θες να πεις!» γέλασα, πίνοντας άλλη μια γουλιά. «Και εμάς παρωδία, μας θεωρείς; Η ιστορία μας θα μπορούσε, να είναι μια σύγχρονη αναβίωση και…» τον διακόπτω, προφυλάσσοντάς τον από το παράλογο του ειρμού του. «Τόσο, που αν ο Τολστόι ζούσε και μας έβλεπε, θα σταματούσε, να είναι συγγραφέας και θα γινόταν μέντιουμ!». Εκείνος γέλασε και χαλάρωσε σαν να ξαναέβρισκε τον ανδρισμό του. «Προσπαθώ, να ξέρεις…» και βγάζοντας τη βασίλισσά του μπροστά, ακουμπάει πίσω και με αναμένει γλυκά. «Ρουά!» τον αιφνιδιάζω, αλλά επιμένει, να με κοιτάει με γλυκύτητα, σαν να καμαρώνει, που τον απειλώ. Υποψιάζομαι, ότι το παιχνίδι είναι στημένο, λες και θέλει να «ξαναστήσει» τις αναμνήσεις μας σε ομορφότερο φόντο με ιδανικές συνθήκες. Δεν θα κάνω το «Ματ», όχι! «Τα όμορφα συμβαίνουν, όταν παύεις, να προσπαθείς, Τζόκερ!». Κάνω το ποτήρι μου «εις υγείαν» εγώ τώρα, τον κοιτάζω κατάματα και φιλώντας τον Βασιλιά του, σηκώνομαι και βαδίζω προς την έξοδο, αφήνοντας το «Σκάκι εποχής» στη μέση. Λένε, πως ό, τι αφήνεις μετέωρο στο παρελθόν σου, έρχεται και σε βρίσκει απρόσκλητο στο παρόν σου…

  • Πίνακας: Paul Ackerman (1908-1981)

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε


Τελευταία άρθρα

- Advertisement -