15.9 C
Athens
Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2025

Πεθαίνοντας από την πείνα. Ο άγνωστος κατοχικός λιμός της Αθήνας

 

Άρθρο του ιστορικού Μενέλαου Χαραλαμπίδη (*)

Στις 6 Απριλίου 1941 τα ναζιστικά στρατεύματα εισέβαλαν στην Ελλάδα. Μετά από σκληρές μάχες ενός μήνα, κατέλαβαν μια φτωχή περιφερειακή χώρα, έξω από τη γεωγραφική περιοχή που οριζόταν ως ζωτικός χώρος (Lebensraum) της ναζιστικής Γερμανίας, με χαμηλό βαθμό βιομηχανικής ανάπτυξης και αναποτελεσματική κρατική διοίκηση.

Αντίθετα με ό,τι συνέβη στη Γαλλία, το Βέλγιο ή τη Δανία – όπου η βαριά τους βιομηχανία και η άρτια οργανωμένη δημόσια διοίκηση οδήγησε σε ομαλότερες διαδικασίες μετάβασης στη ναζιστική «Νέα Τάξη» (1) – στη σχετικά αδιάφορη για τους Γερμανούς Ελλάδα, εφαρμόστηκε μια τακτική οικονομικής λεηλασίας. Η τακτική αυτή οδήγησε άμεσα στη διάλυση της αδύναμης ελληνικής οικονομίας (2).
Τα προβλήματα στην τροφοδοσία της πόλης και τον επισιτισμό παρουσιάστηκαν αμέσως μετά την κατάληψη της Αθήνας από τα γερμανικά στρατεύματα στις 27 Απριλίου 1941. Η πρωτοφανής επιχείρηση λεηλασίας των διατροφικών και κάθε άλλου είδους αποθεμάτων, στην οποία προχώρησε ο γερμανικός στρατός, οδήγησε στις πρώτες ελλείψεις προϊόντων (3).

Αρχικά επιτάχθηκαν όλες οι ποσότητες τροφίμων του ελληνικού στρατού και όσες υπήρχαν σε δημόσιες αποθήκες. Στη συνέχεια καταγράφηκε όλη η ελληνική γεωργική παραγωγή και το μεγαλύτερο τμήμα της στάλθηκε στη Γερμανία. Ταυτόχρονα, κινητές μονάδες Μηχανικού της Βέρμαχτ, τυπώνοντας εκατομμύρια μάρκα, πλημμύρισαν την ελληνική αγορά με χαρτονομίσματα που δεν είχαν κανένα αντίκρισμα. Με αυτά οι Γερμανοί στρατιώτες «αγόραζαν» τα πάντα και τα έστελναν ταχυδρομικώς στις οικογένειές τους στη Γερμανία. Όλες οι σημαντικές ελληνικές επιχειρήσεις επιτάχθηκαν ή «εξαγοράστηκαν» από τους Ναζί. Αυτές πλέον παρήγαγαν μόνο για τον γερμανικό στρατό, στερώντας από τον ελληνικό λαό σημαντικά αγαθά.

***
Την επισιτιστική κατάσταση επιβάρυνε ο θαλάσσιος αποκλεισμός της ηπειρωτικής Ευρώπης από το βρετανικό πολεμικό ναυτικό, που στερούσε από τους λιμοκτονούντες κατοίκους τη δυνατότητα εισαγωγής τροφίμων από το εξωτερικό (4).

Η επίταξη μέσων μεταφοράς και καυσίμων από τις δυνάμεις κατοχής, οι ζημιές που προκλήθηκαν στο οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο από τον πόλεμο, ο διοικητικός κατακερματισμός της χώρας σε τρεις ζώνες κατοχής (γερμανική, ιταλική και βουλγαρική), απέκοψαν τα αστικά κέντρα από την αγροτική ενδοχώρα, στερώντας τους άλλη μια πηγή τροφοδοσίας. Η χαριστική βολή δόθηκε στην ελληνική οικονομία από τα τεράστια έξοδα κατοχής με τα οποία οι Ναζί επιβάρυναν τον κρατικό προϋπολογισμό, εκτοξεύοντας τον πληθωρισμό σε αδιανόητα ύψη. Την περίοδο 1941-1942 η Ελλάδα κατέβαλε, ως έξοδα κατοχής, ποσά που αντιστοιχούσαν στο 113,7% του ετήσιου εθνικού εισοδήματος. Την ίδια περίοδο, πλουσιότερες χώρες, επιβαρύνθηκαν με πολύ μικρότερα ποσά. Η Νορβηγία κατέβαλε το 69% του ετήσιου εθνικού της εισοδήματος, ενώ το Βέλγιο και η Ολλανδία το 24% και 18% αντίστοιχα (5).
Οι Ναζί δεν έκαναν τίποτα για να αντιμετωπίσουν την κατάσταση, γιατί πολύ απλά η διάλυση της ελληνικής οικονομίας εξυπηρετούσε με τον καλύτερο τρόπο τις επιδιώξεις τους. Μέσα από την εδραίωση της μαύρης αγοράς Γερμανοί και Ιταλοί αποκόμιζαν σημαντικά οικονομικά οφέλη για τις οικογένειες και τις επιχειρήσεις τους. Διοχετεύοντας στις χώρες τους τα κέρδη από την πώληση τροφίμων και άλλων ειδών πρώτης ανάγκης, στις υπέρογκες τιμές της μαύρης αγοράς, εφάρμοσαν έναν ακόμη τρόπο απόσπασης πλούτου από την ελληνική κοινωνία.

 

 

Παράλληλα, η επιβολή της μαύρης αγοράς, βύθισε τους έλληνες πολίτες σ’ ένα καθεστώς παρανομίας, γεγονός που οδήγησε στη διάλυση της κοινωνικής συνοχής. Ο καθένας αγωνιζόταν για την προσωπική του επιβίωση. Αυτή η απότομη, βιολογική, ψυχολογική και ηθική εξαθλίωση του ελληνικού λαού, υπονόμευε κάθε προσπάθεια Αντίστασης. Τον Φεβρουάριο του 1942 ο Γιόζεφ Γκαίμπελς έγραφε στο ημερολόγιό του ότι «οι κάτοικοι των κατεχόμενων περιοχών είναι βουτηγμένοι στις υλικές έγνοιες. Η πείνα και το κρύο είναι στην ημερήσια διάταξη. Άνθρωποι που η μοίρα τους έχει χτυπήσει τόσο σκληρά, σε γενικές γραμμές δεν κάνουν επαναστάσεις» (6).

Σε αυτή τη διάσταση εντοπίζεται και το μεγαλύτερο κατόρθωμα της ελληνικής Αντίστασης και κυρίως του αριστερού Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου. Μέσα σε μόλις ένα χρόνο, το διαλυμένο από τις διώξεις της προπολεμικής δικτατορίας (1936-1941), Κομμουνιστικό Κόμμα, κατάφερε να αναστρέψει την κατάσταση. Πολεμώντας μέσα σε μια διαλυμένη κοινωνία, πέτυχε την ψυχολογική και ηθική ανασύνταξη του ελληνικού λαού και στη συνέχεια την αντεπίθεσή του σ’ έναν αιματηρό αγώνα ενάντια στο ναζισμό και το φασισμό.
Από τον Οκτώβριο του 1941, με την αγορά άδεια από τρόφιμα, ένα πέπλο θανάτου κάλυψε την Αθήνα. Το ξέσπασμα του λιμού δημιούργησε μια εφιαλτική καθημερινότητα. Οι απίστευτες εικόνες των θυμάτων της πείνας έχουν καταγραφεί σε πολλές μαρτυρίες όσων επιβίωσαν. Παιδιά που έτρωγαν τους εμετούς γερμανών στρατιωτών έξω από εστιατόρια, οικογένειες που έκρυβαν τους νεκρούς για να μην αναγκαστούν να καταθέσουν στις αρχές το δελτίο σίτισης του νεκρού, άνθρωποι που ξεψυχούσαν καθημερινά στους δρόμους.

***

Τον Οκτώβριο του 1941, έφτασε στο λιμάνι του Πειραιά, το τουρκικό πλοίο «Κουρτουλούς», μεταφέροντας επισιτιστική βοήθεια του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού. Μαζί ταξίδευσε και ο ανταποκριτής της τουρκικής εφημερίδας “Vatan”, ο οποίος επιστρέφοντας στην Τουρκία έγραψε:

«Ό,τι είδα στην Ελλάδα είναι εκατό φορές χειρότερα απ’ όσα έχουν γραφτεί για την άθλια κατάσταση εκεί. Μου φάνηκε πως έμπαινα στην Κόλαση. Κουβέντιασα με κάποιον που τα ρούχα του κρέμονταν πάνω του, είχε χάσει το μισό του βάρος. […] Όταν το πλήρωμα του πλοίου βγήκε στη στεριά, το περικύκλωσαν εκατοντάδες άνθρωποι που φώναζαν: “Δώστε μας τουλάχιστον ένα ψίχουλο ψωμί, πεθαίνουμε από την πείνα”. Οι Γερμανοί φρουροί διέλυσαν το πλήθος. Περπατώντας μέσα στην πόλη είχαμε κυριευθεί από φρίκη. Οι άνθρωποι που συναντούσαμε έμοιαζαν με σκελετούς» (7).

Μέσα σε έξι μήνες, από το Νοέμβριο του 1941 μέχρι τον Απρίλιο του 1942, πέθαναν από την πείνα 45.000 άνθρωποι στην Αθήνα και δεκάδες άλλες χιλιάδες στην υπόλοιπη χώρα, στο χειρότερο λιμό κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Την ίδια περίοδο, Γερμανοί και Ιταλοί, από κοινού με τους Έλληνες συνεργάτες τους, διασκέδαζαν σε πολυτελή κέντρα και εστιατόρια της Αθήνας. Ήταν αυτό που οι Αθηναίοι της εποχής ονόμασαν «δείγματα γερμανικού πολιτισμού».

 

 

Με την κατάσταση να έχει λάβει ανεξέλεγκτες διαστάσεις, τον Νοέμβριο του 1941 σημειώθηκε η πρώτη αντίδραση των γερμανικών αρχών. Το κίνητρο δεν ήταν βέβαια ο ανθρωπισμός των Ναζί, αλλά η μείωση της αποδοτικότητας των Ελλήνων εργατών, λόγω του υποσιτισμού τους. Ο ειδικός πληρεξούσιος του Ράιχ στην Ελλάδα, Γκίντερ Άλτενμπουργκ, ζήτησε, με κατεπείγον τηλεγράφημά του προς το γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών, την αναστολή της εξαγωγής ελληνικών γεωργικών προϊόντων στη Γερμανία, επισημαίνοντας:

«Αν δεν δοθεί στον ελληνικό πληθυσμό μια ελάχιστη ποσότητα από τα προαναφερθέντα τρόφιμα, θα σταματήσουν εδώ συντομότατα όλα τα εργαζόμενα για το αμυντικό οικονομικό συμφέρον μας εργοστάσια, συνεργεία επισκευής αεροπλάνων μετώπου, ναυπηγεία και άλλα. Ήδη τώρα σημειώνονται σ’ αυτά τα εργοστάσια μειώσεις εργασιακής απόδοσης κατά 30-60%. Γι’ αυτό είναι και προς το συμφέρον μας να απαγορευτεί μέχρι νεοτέρας διαταγής η εξαγωγή τροφίμων» (8).

Όμως ακόμη και αυτή η έκκληση έπεσε στο κενό. Όταν τον Απρίλιο του 1942, ο Άλτενμπουργκ, αναλαμβάνοντας πρωτοβουλία, συναντήθηκε με τον Ιταλό ομόλογό του στη Ρώμη προς αναζήτηση μιας λύσης, οι δύο πλευρές συμφώνησαν στην αποστολή 20.000 τόνων σιταριού από τη Γερμανία στην Αθήνα. Τρεις μέρες μετά, το γερμανικό επιτελείο στο Βερολίνο ακύρωσε τη συμφωνία, αρνούμενο να την υλοποιήσει. Σύμφωνα με τα λόγια του Γραμματέα του Ιταλού αντιπροσώπου στην Ελλάδα De Strobel, «πολύ απλά [οι Γερμανοί επιτελείς] δεν ενδιαφέρονται για το πόσοι Έλληνες θα πεθάνουν από την πείνα» (9).
Αυτή η άρνηση πιθανότατα συνδέονταν με μια νέα προοπτική που εμφανίστηκε για τις γερμανικές αρχές κατοχής στην Ελλάδα. Τις ημέρες που ο Άλτενμπουργκ αναζητούσε λύση στη Ρώμη, στην Αθήνα άρχισε να οργανώνεται το ναζιστικό σχέδιο «αξιοποίησης» του ελληνικού εργατικού δυναμικού. Απέναντι στον τρόμο του λιμού, οι Ναζί, σε στενή συνεργασία με την ελληνική κυβέρνηση δωσιλόγων, «πρόσφεραν» στον ελληνικό λαό την «ευκαιρία» να γλιτώσει το θάνατο μεταναστεύοντας στη Γερμανία προς εργασία. Μάλλον δεν ήταν τυχαία η ημέρα δημοσιοποίησης του σχεδίου στον ελληνικό λαό. Την Πρωτομαγιά του 1942, δημοσιεύθηκε σε όλες τις ελεγχόμενες από το καθεστώς εφημερίδες η ανακοίνωση του ελληνικού Υπουργείου Εργασίας, με την οποία καλούσε τους Έλληνες εργάτες να δηλώσουν συμμετοχή για την αποστολή τους στη Γερμανία:

«Παρουσιάζεται μοναδική ευκαιρία εις τους Έλληνας εργάτας και εργάτριας να μεταβούν εις Γερμανίαν και αναλάβουν εργασίαν. […] Οι όροι εργασίας και διαμονής θα είνε οι αυτοί όπως και των συναδέλφων των Γερμανών. […] Ο Έλλην εργάτης δύναται ν’ αποστείλη εις την οικογένειάν του […] μέχρι 100 μάρκων μηνιαίως. […] Γίνονται δεκτοί εργάται και εργάτριαι ηλικίας 18 μέχρι 45 ετών» (10).

***

Ακόμη και όταν άρχισαν να γίνονται γνωστές οι άθλιες συνθήκες εργασίας και διαβίωσης των Ελλήνων εργατών στη Γερμανία και οι θάνατοι εργατών από τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς, το ελληνικό Υπουργείο Εργασίας συνέχισε την προπαγάνδα του, προς εξυπηρέτηση των ναζιστικών στόχων. Με συνεχείς ανακοινώσεις το Υπουργείο βεβαίωνε ότι οι Έλληνες εργάζονται σε εργοστάσια που δεν απειλούνται από τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς, επισημαίνοντας ότι «όσον αφορά τους περαιτέρω ισχυρισμούς, ότι δηλαδή οι εργάται κακοπερνούν, […] πρέπει να τονισθή, ότι πρόκειται περί καθαρού ψεύδους» (11).

Η εκμετάλλευση του εξαθλιωμένου εργατικού δυναμικού της χώρας από τους Ναζί και το ελληνικό Υπουργείο Εργασίας, ήταν ο κύριος λόγος που οδήγησε στην εκτέλεση του δωσίλογου Υπουργού Εργασίας Νικόλαου Καλύβα από την ελληνική Αντίσταση στις 27 Ιανουαρίου 1944 στο κέντρο της Αθήνας.
Ο κίνδυνος να επαναληφθεί ο λιμός τον επόμενο χειμώνα του 1942-43, αποφεύχθηκε χάρη σε μια τεράστια επιχείρηση, μοναδική στα χρόνια του πολέμου. Μετά από αφόρητες πιέσεις, οι Βρετανοί δέχτηκαν να άρουν τον ναυτικό αποκλεισμό μόνο για την περίπτωση της Ελλάδας. Με συντονισμένες ενέργειες άρχισαν να καταφθάνουν στο λιμάνι του Πειραιά, σουηδικά πλοία φορτωμένα με καναδικό σιτάρι, υπό την εποπτεία του ελβετικού γραφείου του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού. Ένας από τους κύριους λόγους που οδήγησαν στην εξέλιξη αυτή, είχε να κάνει με τη δράση μιας μικρής ομάδας Ελλήνων Αστυνομικών. Με κίνδυνο της ζωής τους, οι άνθρωποι αυτοί φωτογράφισαν σκελετωμένα παιδιά στα νοσοκομεία της Αθήνας. Στη συνέχεια, χρησιμοποιώντας διπλωματικούς σάκους, έστειλαν τις φωτογραφίες στην ελληνική πρεσβεία στην Άγκυρα και τελικά στην ελληνική εξόριστη κυβέρνηση στο Κάιρο. Εκεί τυπώθηκε σχετικό άλμπουμ, το οποίο κυκλοφόρησε ευρέως σε Βρετανία και ΗΠΑ. Η πίεση της βρετανικής και αμερικανικής κοινής γνώμης ήταν από τους κύριους λόγους που ανάγκασε τη βρετανική κυβέρνηση να άρει το ναυτικό αποκλεισμό της χώρας.
Από τα τέλη του 1942 και μετά, αν και συνέχισαν να υπάρχουν νεκροί από την πείνα μέχρι την απελευθέρωση της Ελλάδας στα τέλη του 1944, η πείνα δεν ήταν η πρώτη αιτία θανάτου στη χώρα. Τα δύο τελευταία χρόνια της Κατοχής η ναζιστική κτηνωδία βρήκε νέους τρόπους έκφρασης. Οι ομαδικές εκτελέσεις αντιστασιακών και αμάχων, η εξόντωση των Ελλήνων Εβραίων, η αποστολή χιλιάδων Ελλήνων στη Γερμανία προς καταναγκαστική εργασία, οι πυρπολήσεις χωριών, τα μπλόκα στις συνοικίες, ήταν το τίμημα που πλήρωσε η χώρα επιλέγοντας την Αντίσταση και όχι τη συνεργασία με τους Ναζί.

 

Σημειώσεις

  1. Mark Mazower, Σκοτεινή ήπειρος. Ο ευρωπαϊκός εικοστός αιώνας, Κώστας Κουρεμένος
    (μτφ.), 4η έκδοση, Αθήνα, Αλεξάνδρεια, 2004, σ. 156.
  2. Ο τρόπος εκμετάλλευσης της οικονομίας κάθε κατεχόμενης ευρωπαϊκής χώρας από τις
    γερμανικές δυνάμεις, καθορίστηκε από μια σειρά παραγόντων που διαφοροποιούνταν
    κατά περίπτωση. Ανάλογα με το ποιοι τομείς της βιομηχανικής παραγωγής κάθε χώρας
    ήταν αναπτυγμένοι, ποιοι από αυτούς μπορούσαν άμεσα να προσαρμοστούν στις ανάγκες
    της γερμανικής πολεμικής βιομηχανίας, σε ποιο βαθμό μπορούσε να εξασφαλιστεί η
    συνεργασία των επιχειρηματιών και γενικότερα της άρχουσας τάξης σε κάθε χώρα και
    βέβαια, ανάλογα με την κατάταξη κάθε κατεχόμενου λαού στη φυλετική κλίμακα της
    χιτλερικής Γερμανίας, διαμορφώνονταν το πλαίσιο της οικονομικής εκμετάλλευσης –
    συνεργασίας για κάθε κατεχόμενη χώρα.
  3. Για την κατάσχεση στρατιωτικού υλικού, χρυσών νομισμάτων, ορυκτών και χημικών
    προϊόντων, διατροφικών και κάθε άλλου είδους αποθεμάτων από τον γερμανικό στρατό,
    Gabriella Etmektsoglou-Koehn, Axis exploitation of wartime Greece, 1941-1943,
    διδακτορική διατριβή, Τμήμα Ιστορίας, Πανεπιστήμιο Emory, 1995, σ. 277-285.
  4. Η σκληρή στάση της βρετανικής κυβέρνησης κάμφθηκε έπειτα από τις ισχυρές πιέσεις της
    βρετανικής κοινής γνώμης και των Αμερικανών συμμάχων της, όταν άρχισαν να
    γνωστοποιούνται οι τραγικές συνέπειες του λιμού στην Ελλάδα. Για αναλυτική
    παρουσίαση του διπλωματικού παρασκηνίου που οδήγησε στην άρση του ναυτικού
    αποκλεισμού της Ελλάδας, βλέπε Χάγκεν Φλάισερ, Στέμμα και Σβάστικα. Η Ελλάδα της
    Κατοχής και της Αντίστασης, 1941-1944, τ. Α, Αθήνα, Παπαζήσης, 1989, σ. 201-216 και
    Etmektsoglou-Koehn, Axis exploitation, σ. 445-455.
  5. Etmektsoglou-Koehn, Axis exploitation, σ. 466-474 και Mazower, Στην Ελλάδα του Χίτλερ, σ. 91-98.
  6. Παρατίθεται στον Mazower, Στην Ελλάδα του Χίτλερ, σ. 115.
  7. Χατζηπατέρας- Φαφαλιού Δραγώνα (επιμ.), Μαρτυρίες 41-44. Η Αθήνα της Κατοχής, τ. Α, Αθήνα, Κέδρος, 2002, τ. Α, σ. 182.
  8. Μάρτιν Ζέκεντορφ, Η Ελλάδα κάτω από τον αγκυλωτό σταυρό. Ντοκουμέντα από τα
    γερμανικά αρχεία, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1991, σ. 116.
  9. FO 371/33175, R 2710, Βατικανό προς FO, Memorandum: Conversation with Mr. De
    Strobel, by Mr. Berry, 5-3-1942, British National Archives, London.
  10. Πρωία, 1 Μαΐου 1942.
  11. Πρωία, 10 Σεπτεμβρίου 1943.
  • Το κείμενο αποτελεί την εισήγηση του ιστορικού Μενέλαου Χαραλαμπίδη στην εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στο Πνευματικό Κέντρο Βριλησσίων την οποία διοργάνωσε ο Δήμος στο πλαίσιο της έκθεσης φωτογραφίας, 75 χρόνια από τότε που έγινε «Ο Άγνωστος Λιμός της Αθήνας». Τις φωτογραφίες αυτής της έκθεσης επέλεξε ο δημοσιογράφος Στέλιος Κούλογλου (ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ) ο οποίος την παρουσίασε πρώτη φορά τον Μάρτιο του 2017 στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης στα Βριλήσσια ο κ. Κούλογλου παρουσίασε και το βιβλίο του «Μαρτυρίες από τη Δικτατορία και την Αντίσταση». Να θυμίσουμε εδώ ότι το ερευνητικό έργο του Μενέλαου Χαραλαμπίδη εστιάζεται στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα και κυρίως στην περίοδο της Κατοχής.
  • (*) Ο Μενέλαος Χαραλαμπίδης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1970. Έλαβε πτυχίο οικονομικών επιστημών από το Πανεπιστήμιο Πειραιά και στη συνέχεια εκπόνησε τη διδακτορική του διατριβή στον τομέα της Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
    Αρθρογραφεί σε επιστημονικά περιοδικά και έχει διοργανώσει, ως ιδρυτικό μέλος του Φόρουμ Κοινωνικής Ιστορίας, δύο συνέδρια για τη δεκαετία του 1940 και για την περίοδο του Μεσοπολέμου. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα εστιάζονται στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα και κυρίως στην περίοδο της Κατοχής. Ασχολείται επίσης με την τοπική και προφορική ιστορία και την ιστορία της Αθήνας. Έχει συνεπιμεληθεί τους συλλογικούς τόμους “Η ελληνική κοινωνία στη δεκαετία του 1940. Η εποχή των ρήξεων”, Θεσσαλονίκη, Επίκεντρο, 2012 και “Δεκέμβρης 1944: Το παρελθόν και οι χρήσεις του”, Αθήνα, Αλεξάνδρεια 2017.
  • Tο παρόν άρθρο προέκυψε από τη διδακτορική διατριβή του ιστορικού Μενέλαου Χαραλαμπίδη “Η εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης στην Αθήνα”, εκδόσεις Αλεξάνδρεια 2012. Ως συνέχεια του πρώτου αυτού βιβλίου του συγγραφέα, εκδόθηκε το “Δεκεμβριανά 1944. Η μάχη της Αθήνας”, εκδόσεις Αλεξάνδρεια 2014. 

     

     

     

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε


Τελευταία άρθρα

- Advertisement -