Γράφει η Μαρία Γεωργαντά
Εκείνο το βράδυ τα είχε ετοιμάσει όλα… το κηροπήγιο εποχής με τα τρία κεριά αναμμένα στο πλάι, τα κιτρινισμένα φύλλα και η πένα στο κέντρο του σκαλιστού γραφείου-αντίκα, ένα ποτήρι κόκκινο κρασί και η απουσία της. Ήθελε, να της γράψω, οπότε όφειλε να λείπει. Περίεργη η συνθήκη που με είχε βάλει αυτή τη φορά, δεν ήθελα όμως να της χαλάσω χατίρι. Θυμάμαι ακόμα κάθε πρόταση εκείνου του γράμματος -παράξενο πως η μνήμη δεν βάλλεται από το χρόνο- για την ακρίβεια με κατακλύζει σαν μαινόμενη θάλασσα αυτή τη στιγμή. Σε σωστή στιγμή συμβαίνει. Και ας μην ξέρω γιατί.
«Αγαπημένη μου,
η πένα βρίσκεται στα δάχτυλά μου και προσπαθώ να σκαλίσω προτάσεις στο χαρτί. Δεν ξέρω τι να σου γράψω. Επικρατεί μια αμηχανία. Όλες μου οι λέξεις με σένα βιώνονται, δεν έχουν μάθει, να αποτυπώνονται. Ας είναι! Επικαλούμαι τη φαντασία μου -πάντα σώζει την πραγματικότητα. Φαντάζομαι, λοιπόν, ότι το χαρτί είναι το κορμί σου και οι γραφές μου πάνω του τα χάδια μου, τα κεριά δίπλα μου ότι είναι το φως του φεγγαριού που γλιστράει μέσα από τις γρίλιες και το κόκκινο κρασί είναι το απόσταγμα των χειλιών σου – ίσως έτσι όσα γραφτούν, να είναι αντάξιά σου. Άλλα και πάλι, τι να γραφτεί; Τι μπορεί να ειπωθεί για το ξαφνικό, που όμως δεν είναι τυχαίο; Για την ένταση όσων προκαλούνται, έτσι που κάθε επιλογή χάνεται; Για τη λαχτάρα που πυροδοτεί τις στιγμές; Για σένα; Θα μπορούσες, να ήσουν ηρωίδα μου -είσαι ηρωίδα μου. Πολλές φορές κοιτάμε έναν άνθρωπο στα μάτια και προσπαθούμε, να καταλάβουμε σε ποιο κεφάλαιο της ζωής του ανήκουμε. Πολλές φορές με έχεις κοιτάξει και εσύ έτσι, προσπαθώντας να ανιχνεύσεις αν είσαι παράγραφος ή κεφάλαιο ολόκληρο, αν υπάρχει συνέχεια μετά από σένα ή αν ολοκληρώνεις ό,τι έχει προηγηθεί. Μην ταλαιπωρείσαι, γλυκιά μου, με παιχνίδια εγωισμού. Φτάνει να γραφόμαστε ο ένας στον άλλον -αυτή είναι η μαγεία. Και τώρα αυτό το χειρόγραφο θα μπει στο μπουκάλι, για να φτάσει σε σένα. Γελάω με την ιεροτελεστία της παλιάς εποχής, που φαντασιώθηκες. Σαν να φοβάσαι ότι κάτι από εμάς θα σβήσει στο παρόν και θες να το αναστήσεις σε άλλη εποχή, να μείνει άχρονο -αλήθεια, φοβάσαι; Δεν θα σου πω κοινοτοπίες. Το μόνο, που με ανησυχεί, είναι όσα βραχούν. Δεν εμπιστεύομαι όσα γράφει το χέρι. Πέρα από το αίμα δεν γνωρίζω άλλο ανεξίτηλο μελάνι. Ίσως και ό,τι εμπεριέχει τη λέξη αγάπη. ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ μου. Ας μείνει αυτό. ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ μου. Ας πνιγούν τα άλλα νοήματα και οι φλυαρίες και ας μπορείς να διαβάσεις αυτό. ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ μου. Μόνο αυτό. ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ μου. Και η εξομολόγηση ας είναι με κεφαλαία. ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ ΜΟΥ!»…